Η δημόσια διοίκηση παραμένει ο «μεγάλος ασθενής» του ελληνικού κράτους
Του Γιώργου Παπαηλιού*
Το ζήτημα της επιλογής των διοικήσεων των φορέων, οργανισμών και νομικών προσώπων, της δημόσιας διοίκησης και η εφαρμογή ενός συστήματος, βασισμένου σε αξιοκρατικά, αμερόληπτα και αντικειμενικά κριτήρια, αποτέλεσε και αποτελεί ζητούμενο για την ελληνική δημόσια διοίκηση εδώ και δεκαετίες. Δυστυχώς δεν έχει υλοποιηθεί, με τέτοιο τρόπο ώστε αυτή να μην είναι υποχείριο της εκάστοτε κυβέρνησης και βέβαια να είναι αποδοτική και αποτελεσματική.
Κομβικό σημείο της προσπάθειας για την αποκομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης υπήρξε η ίδρυση του ΑΣΕΠ (επί πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου και υπουργίας Αναστασίου Πεπονή), το οποίο αποτέλεσε τομή. Βέβαια, μετά την ίδρυσή του, πολλές κυβερνήσεις προσπάθησαν να το υπονομεύσουν. Παρά ταύτα επιβίωσε, και μάλιστα με ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Και μετά «εισέβαλε» το «επιτελικό κράτος», μέσω του οποίου επιδιώκεται ο πλήρης-ο απόλυτος έλεγχος της δημόσιας διοίκησης από το πρωθυπουργικό γραφείο για την άσκηση συγκεκριμένων πολιτικών, εν προκειμένω νεοφιλελεύθερων, και βέβαια (ο απόλυτος έλεγχος) των ροών του χρήματος-των πόρων που διακινούνται μέσω αυτής.
Όλες οι σχετικές νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης της ΝΔ εκεί αποσκοπούν.
Βέβαια γίνεται προσπάθεια, όχι πάντα, να κρατηθούν τα προσχήματα. Αλλά μόνον τα προσχήματα, διότι η ουσία παραμένει ίδια.
Σε αυτό το πλαίσιο, η υπό κρίση νομοθετική ρύθμιση «αλλάζει» έναν ακόμη νόμο της κυβέρνησης της ΝΔ που έμεινε «κενό γράμμα», το Ν. 4735/2020, αφού από την ψήφισή του έγιναν μόνον 10 προκηρύξεις για θέσεις προέδρων-διοικητών φορέων του δημόσιου τομέα επί συνόλου εκατοντάδων (κρατικών φορέων).
Το αντικείμενο του νομοσχεδίου αφορά τη συνολική ρύθμιση της διαδικασίας επιλογής των διοικήσεων ενός πλήθους φορέων του δημοσίου με διαφορετικά αντικείμενα.
Το πεδίο εφαρμογής των ρυθμίσεων, αναφέρεται μόνον στις θέσεις προέδρου/ αντιπροέδρου, διοικητή/υποδιοικητή κτλ, γεγονός που σημαίνει ότι ο εκάστοτε υπουργός θα μπορεί να διορίζει την πλειοψηφία των μελών του διοικητικού συμβουλίου και άρα να ελέγχει τον φορέα με πρόσωπα της αρεσκείας του.
Άκρως προβληματική είναι η ρύθμιση για τον ορισμό των τυπικών προσόντων και ειδικά όσον αφορά τη συνάφεια, είτε του αντικειμένου σπουδών είτε της επαγγελματικής εμπειρίας.
Η συνάφεια θα έπρεπε να είναι οριοθετημένη με σαφήνεια. Και αυτό, διότι τέτοιες θέσεις, και μάλιστα ευθύνης, απαιτούν ειδικές γνώσεις και εμπειρία που να συνδέονται με διοικητικές ικανότητες και τεχνικές γνώσεις του συγκεκριμένου αντικειμένου.
Ειδικά και ενδεικτικά για τα νομικά πρόσωπα των νοσοκομείων, είναι απαραίτητο να υπάρξει πρόβλεψη για ειδίκευση στη διοίκηση νοσηλευτικών μονάδων. Η Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης εκπαιδεύει στελέχη για τη διοίκηση μονάδων υγείας εδώ και πολλά χρόνια. Δεν είναι δυνατόν οι απόφοιτοί της να μη μοριοδοτούνται επιπλέον, αλλά η μοριοδότηση να περιορίζεται απλώς στα όρια ενός οποιουδήποτε μεταπτυχιακού. Έτσι απαξιώνεται η Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, όπως και πολλές άλλες σχολές.
Επιπλέον προβληματική είναι η μη μοριοδότηση για τέτοιες θέσεις ευθύνης του διδακτορικού διπλώματος, ενός τίτλου μείζονος ακαδημαϊκής αξίας που απαιτεί για τον υποψήφιο γνώσεις και ικανότητες, οι οποίες δεν μπορεί να αγνοηθούν, όπως επισημαίνεται και στην «Έκθεση» της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής.
Και όσον αφορά την επαγγελματική εμπειρία, η συνάφεια είναι πολύ «ρηχή» και προβληματική. Δεν προσδιορίζονται πολλές σημαντικές παράμετροι, όπως ο τρόπος αντιστοίχισης με διάφορες θέσεις του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, η αναγνώριση της κατοχής θέσης ευθύνης στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και το αν θα προσμετρώνται στην εμπειρία η προηγούμενη κατοχή θέσεων ευθύνης σε οικογενειακές επιχειρήσεις.
Η μοριοδότηση της συνέντευξης είναι αρκετά μεγάλη, γεγονός που προβληματίζει για το βαθμό ενδεχόμενης πολιτικής παρέμβασης στην όλη διαδικασία.
Σε αυτό το πλαίσιο, προβληματικός είναι ο τρόπος στελέχωσης των Επιτροπών Επιλογής, αυτών ενώπιον των οποίων θα γίνονται οι συνεντεύξεις. Συγκροτείται από πέντε ή τρία μέλη, με την πλειοψηφία να είναι μετακλητά στελέχη που επιλέγονται από την εκάστοτε κυβέρνηση και με το ΑΣΕΠ να εκπροσωπείται μόνον από ένα πρόσωπο. Έτσι, και σ΄ αυτή την περίπτωση, υποβαθμίζεται ο ρόλος του.
Η απαίτηση για κατάρτιση ετήσιων σχεδίων δράσης από τους νέους διοικητές συνιστά προφανή υποβάθμιση έναντι των ισχυόντων σε πολλά νομικά πρόσωπα του Δημοσίου, που υποχρεούνται να συντάσσουν και να υλοποιούν 4ετή στρατηγικά σχέδια. Με τις διατάξεις περί ετήσιων (άρα όχι στρατηγικών-μακροπρόθεσμων) σχεδίων δράσης, η διοίκηση αναλαμβάνει μία περιορισμένου ορίζοντα ετήσια διαχείριση, με συνέπεια τον στενότερο έλεγχο των διοριζομένων.
Αυτό που τελικά προκύπτει από το νομοσχέδιο είναι, ότι η κυβέρνηση θα συνεχίζει να ελέγχει τη διαδικασία επιλογής των διοικήσεων, αφού εν τέλει οι επιλογές, μετά την προεπιλογή από τις Επιτροπές Επιλογής, θα γίνονται από τον αρμόδιο υπουργό.
Συμπερασματικά, η νομοθετική πρωτοβουλία-ρύθμιση που προωθείται αποτελεί έναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα που «έχει κατασκευάσει» η κυβέρνηση της ΝΔ του «συστήματος Μητσοτάκη», προκειμένου να καταστήσει τη δημόσια διοίκηση υποχείρια του «επιτελικού κράτους», ελέγχοντας την ίδια, για την άσκηση συγκεκριμένων πολιτικών, εν προκειμένω νεοφιλελεύθερων, και (ελέγχοντας) τη ροή του χρήματος-τη διάθεση των πόρων που διακινούνται μέσω αυτής.
* Βουλευτής Αρκαδίας, ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.