Η θλιβερή πραγματικότητά σας υφίσταται μόνο αν καταφέρετε να φυλακίσετε τη φαντασία μας
Αυτό εδώ μπορεί να εκληφθεί και ως το κύκνειο άσ(θ)μα μου. Στα στερνά του πιο επικίνδυνου, ίσως, ρεπορτάζ της επαπειλούμενης ύπαρξής μου. Ή σαν μεταθανάτιος ρόγχος. Στη μεγάλη ανηφόρα της 7ης δεκαετίας, η πολυτάραχη ζωή μου, παρά τη θέλησή μου, έπαθε αυτό που στις τηλεοράσεις περιγράφουν σαν «κοκτέιλ ιώσεων».
Μετά τη νοσηλεία της θυγατέρας μου στο παιδιατρικό, κόλλησα δύο γρίπες, τύπου Α και Β, τη νέα μετάλλαξη του κορονοϊού JN.1, τον κοξάκη τον ίδιονα, αθεράπευτες λοιμώξεις από εντεροϊό, αδενοϊό, συγκυτιακό ιό, RSV, μηνιγγίτιδα, βρογχίτιδα, γαστρεντερίτιδα, πνευμονία, λαρυγγίτιδα, αμυγδαλίτιδα, ωτίτιδα, μέχρι στο δεξί μάτι κυτταρίτιδα.
Πέρασα μονάχος κι έρμος στο σπίτι στο χωριό, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, τα γενέθλια του Αιγόκερω, με ακατέβατο πυρετό 40 φεύγα, φριχτούς πόνους στα κόκαλα, εντατικό βήχα με κίτρινα φλέματα και υπνηλία στα όρια της ναρκοληψίας. Ξυπνούσα για λίγο, κάθιδρος, και δεν ήξερα αν είναι πρωί ή βράδυ. Κανείς δεν τόλμησε να περάσει το κατώφλι στο «σπίτι του Αντρέ του Κοκτέιλ». Τους κόλλησα, κρεβατώθηκε όλη η οικογένεια. Ένας φίλος άφηνε φαγητό στην εξώπορτα, αλλά δεν μπορούσα να σηκωθώ, να σταθώ στα πόδια μου, να περπατήσω μέχρι εκεί (χρησιμοποιούσα «πάπια», ούτε προς νερού μου δεν μπορούσα να πάω), κάτι γάτες πρέπει να το φάγανε.
Ένα μήνα μετά, νιώθω μόνο κακουχία. Είμαι σαν «γ@μημένη πάπια» (του Εθνικού Κήπου, που τηνε βίασε -την ξεπουπούλιασε τα μεσάνυχτα και δεν μπορεί να πάρει τα ποδαράκια της, η καημένη- κάποιος αδέκαστος εισαγγελέας, γυμνός κάτω απ’ τη μαύρη καπαρντίνα του). Έτσι νιώθω. Με φοβερή ζαλάδα και αδυναμία, παρά τις αντιβιώσεις και τις βιταμίνες που «κούμπωσα».
Έκαμα σχετική ανάρτηση στο Facebook αλλά και στο Instagram για την περιπτωσάρα μου και πήρα, μιλάμε, χιλιάδες λάικ και μηνύματα αμέριστης συμπαράστασης. Μπορεί να μη με πιστέψετε αλλά, για λόγους δεοντολογίας και μόνο, είμαι υποχρεωμένος να ειπώ την πάσα αλήθεια: Χτύπησε το κουδούνι μου τούτη η καλλίπυγος αλφαδιασμένη δίμετρη -που μέχρι πρότινος πίστευα ότι αποτελεί αστικό μύθο- νεράιδα η οποία, ως γνωστόν, την «πέφτει» στους 60άρηδες ετοιμοθάνατους (στην εντατική, αλλά ενίοτε και «στον χώρο μας») με πολύ βαριά και χρόνια υποκείμενα νοσήματα (εμφράγματα, εγκεφαλικά, διάχυτους καρκίνους κ.ο.κ.) κι αφού μας βάλει δύο, τρεις κομπρεσούλες, προσφέρεται εθελοντικά να μας ρίξει βεντούζες! Γι’ αυτή τη μοναδική εμπειρία μου με τη θρυλική Υακίνθη (θυγατέρα ανώτατου αξιωματικού της εθνικής ασφάλειας) θα γράψω σήμερα για Σας. Πάμε μαέστρο;
Όταν κλείνεις τα 60, ο αλγόριθμος του Fαcebook σου στέλνει πουτάνες. Όπως το γράφω! Εκατοντάδες αληθινές πουτάνες με ψεύτικα προφίλ, σου κάμουνε αίτημα φιλίας με τη ρομποτική γυναικεία φωνή να σε προ(σ)καλεί: «Σταμάτα να μ@λακίζεσαι! Σε απόσταση αναπνοής από τον χώρο σου υπάρχουν δεκάδες παντρεμένες κυρίες που περιμένουν να τις γ@μήσεις με εχεμύθεια. Προσοχή! Στις φωτογραφίες μπορεί να δεις τη γειτόνισσα σου απ’ το απέναντι μπαλκόνι». Κακά τα ψέματα, η πρώτη ροζ εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης γνωρίζει πως στα 60φεύγα σου, και ζωντοχήρος να μην είσαι, ο γάμος σου είναι λευκός. Τι χρειάζεσαι ως καταναλωτής της ζωής; Ένα απαλό, έμπειρο χέρι, να επιδαψιλεύσει τα επίμαχα σημεία σου, να θωπεύσει τη μαραμένη σου γαρδένια.
Ο επιμελής αναγνώστης γνωρίζει πόσο έχω αγωνιστεί για την από-πουτανοποίηση της τρίτης ηλικίας, ωστόσο δεν ημπορούσα να αντισταθώ στο μήνυμα της Υακίνθης: «Ρίχνω τις καλύτερες βεντούζες και το κάνω δωρεάν, με άδολη αγάπη για κάθε συνάνθρωπό μας που πάσχει. Σε 20 λεπτά έρχομαι στον χώρο σου. Γουστάρεις κ@υλίτσα;».
«Τα κλειδιά κάτω απ’ το χαλάκι!». Πρέπει να χτυπούσε επίμονα το κουδούνι τουλάχιστον μισή ώρα, ενώ είχα αφεθεί στον πλάγιο δεύτερο. Ό,τι και να σου πω θα ‘ναι ελάχιστο. Πραγματικός υάκινθος η Υακίνθη. Το άρωμά της μεθυστικό, τα καλλίγραμμα πόδια της, τα ατελείωτα, με μοναδικό εμπόδιο μια χρυσή παραμάνα, σε οδηγούν στα δύο σφιχτά μυτερά της στήθη, σε χείλη σαρκώδη, διψασμένα, σε δύο γαλαζοπράσινα ματάκια, που μοιάζουν να σε εκλιπαρούν ηδονικά. Δεν γράφω περισσότερα για να μην κυνηγάνε πάλι τον Μανεσιώτη, παρ’ όλο που ‘χω πλέον χοντρό μέσον στο Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο, τον παλιό συνάδελφο, τον Γιαννάκη τον Πολίτη, ο οποίος, εξ απαλών ονύχων, γνωρίζει την ποιότητά μου κι έτσι.
Τα απαλά χάδια της, τα τυχαία αγγίγματα πέριξ των επιμάχων σημείων της ήβης μου, που προκαλούν επιπόλαιες και παροδικές ανορθώσεις, εναλλάσσονταν με βαθιές πιέσεις στους μύες οι οποίοι συγκρατούν τη σπονδυλική στήλη, στις διακλαδώσεις των νεύρων και, κυρίως, στα «μυοπεριτονιακά σημεία πυροδότησης» του κορμιού μου (αγγλιστί: myofascial trigger points), που ήταν μόνο η αφορμή. Οι χλιαρές κομπρέσες της, μού πήραν την ένταση και τον υψηλό πυρετό.
Δεν αξίζει να πεθάνεις αν δεν σου ‘χει ρίξει η Υακίνθη υγρές βεντούζες! Χρησιμοποιώντας μια σαφώς επεμβατική μέθοδο, που περιλαμβάνει σοβαρή αφαίμαξη. Στα σημεία απ’ όπου μου αφαιρούσε τα ποτηράκια και ενώ το δέρμα μου ήταν ακόμα φουσκωμένο, με ένα καινούριο και καθαρό ξυράφι, η αυτόκλητη θεραπαινίδα μου χάραζε το Είναι και το μη Είναι (που θα έλεγε κι ο Βέλτσος) για «να φύγει το άρρωστο αίμα».
Τα μικρά ποτηράκια της θερμαίνονταν εσωτερικά με ένα φλεγόμενο πιρούνι στο οποίο έχει τοποθετήσει βαμβάκι με οινόπνευμα. Μου τα βεντουζάριζε, στα πάσχοντα σημεία της πλατούλας μου και αμέσως το δερματάκι μου φούσκωνε στο εσωτερικό του ποτηριού από την παγιδευμένη θερμότητα. Όταν τα αφαιρούσε, ακολουθούσε ελαφριά εντριβή με οινόπνευμα. H αναρρόφηση που μου προκαλούσε -και την παρατηρούσα μαγεμένος, στον καθρέφτη που έχω στο ταβάνι, να φυλακίζεται στα μικρά, διάφανα ποτηράκια- αποσυμπίεσε τους μύες και τον συνδετικό ιστό, σαν «μασάζ βάθους». Αυτό ενίσχυσε τη ροή του αίματος και ενεργοποίησε το ανοσοποιητικό μου σύστημα, γι’ αυτό είμαι πάλι κοντά Σας.
– Θέλετε κάτι άλλο, κύριε Ανδρέα; Θα μπορούσα να κάνω τα πάντα για/σε σας…
Μου είπε κοιτάζοντάς με, με το χαρακτηριστικό, λάγνο της βλέμμα.
– Όχι αγάπη μου, να πας στο καλό, χίλια ευχαριστώ! Άλλωστε, τι άλλο θα μπορούσες να κάνεις με έναν διεστραμμένο βρωμόγερο σαν και μένανε; Θέλεις να πάθω έμφραγμα και να σου μείνω στα χέρια;
Μου έδωσε ένα γλυκό, ρουφηχτό φιλί στα σαρκώδη μου χείλη, πήρε την τσάντα και το μαστίγιό της και πριν φύγει, μου ψιθύρισε στ’ αυτί:
– Μωρό μου γλυκό, μην μου το ξαναπείς ποτέ αυτό! Με φτιάχνεις και θα σε φάω, δύο μπουκιές θα σε κάνω, θα σε καταπιώ.
Υ.Γ.: Όστις αμφισβητεί την αλήθεια των ανωτέρω γραφομένων, θα υποστεί και τις συνέπειες του νόμου. Θα μηνυθεί. Η θλιβερή πραγματικότητά σας υφίσταται μόνο αν καταφέρετε να φυλακίσετε τη φαντασία μας. Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη!