Η βόμβα Ολάντ και το (ξανα)ανακάτεμα της γαλλικής τράπουλας
Ο γαλλικός και όχι μόνο Τύπος αγωνίζεται ακόμη να συνέλθει από τη μεγάλη έκπληξη που τους επεφύλαξε χθες βράδυ ο Φρανσουά Ολάντ. Άλλωστε, παρά τη σταθερά χαμηλή δημοτικότητα του, που έχει αγγίξει το απίστευτο 4%(!), ο νυν ένοικος του Ελιζέ δεν είχε αφήσει ενδείξεις που να κάνει τους συμπατριώτες του να πιστέψουν ότι θα καταθέσει αμαχητί τα όπλα (αλλά μάλλον το αντίθετο) και θα γίνει ο πρώτον πρόεδρος που δεν θα διεκδικήσει δεύτερη θητεία σε όλα τα χρόνια της Πέμπτης Δημοκρατίας.
Κατά μία έννοια, βεβαίως, προστάτεψε τον εαυτό του, και τους Σοσιαλιστές από ένα πρωτοφανές φιάσκο (για να μην πούμε διασυρμό), αν η κάλπη επιβεβαίωνε τα ποσοστά που τον έδειχναν, όχι απλά να μην καταφέρνει να περάσει στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, αλλά να κόβει το νήμα τελευταίος και καταϊδρωμένος, πίσω από όλους τους αντιπάλους του (Λεπέν, Φιγιόν, Μακρόν, Μελανσόν) και μάλιστα με μονοψήφιο ποσοστό. Και με την επιλογή του κατέστησε μια ήδη ιδιότυπη προεκλογική κούρσα, ακόμη πιο ενδιαφέρουσα, αναταράσσοντας τα νερά με ένα τρόπο που η Γαλλία έχει να βιώσει εδώ και χρόνια.
Η κρίση «θερίζει» ηγέτες
Δεν είναι τυχαίο ότι η επόμενη ημέρα βρίσκει τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις της χώρας, αλλά και το ίδιο το Σοσιαλιστικό κόμμα, σε αναβρασμό. Όμως, το ίδιο ισχύει και για την υπόλοιπη Ευρώπη, αν αναλογιστούμε ότι η καθίζηση του Φρανσουά Ολάντ και η εθελοντική έξοδος του αποτελούν ουσιαστικά ένα ακόμη αποτέλεσμα της κρίσης, αποδεικνύοντας τη σαρωτική επίδραση της στο πολιτικό σκηνικό της Γηραιάς Ηπείρου και τη συνεχιζόμενη… ικανότητα της να «παίρνει» πολιτικά κεφάλια, είτε στα πιο αδύναμα, είτε στα πιο ισχυρά κράτη μέλη της Ε.Ε.
Μην ξεχνάμε ότι από την πολιτική φρουρά που βρισκόταν στην εξουσία στην αρχή της οικονομικής κρίσης, στα κράτη-κλειδιά της Ε.Ε., έχουν επιβιώσει μόνο ο Ισπανός Μαριάνο Ραχόι (με τεράστια δυσκολία, και με μια κυβέρνηση μειοψηφίας που δεν ξέρουμε πόσο θα κρατήσει) και βέβαια η Άνγκελα Μέρκελ, τουλάχιστον μέχρι τις γερμανικές εκλογές του 2017, και με τη θέση της σαφώς αποδυναμωμένη στο εσωτερικό λόγω του Προσφυγικού.
Με δεδομένα τα στοιχεία αυτά θα έχει τεράστιο ενδιαφέρον η αντίδραση του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και η κατεύθυνση που θα θελήσει να πάρει, μέσα από τον προεδρικό υποψήφιο που θα επιλέξει.
Μονομαχία Βαλς-Μοντεμπούρ;
Η υποψηφιότητα του νυν πρωθυπουργού Μανουέλ Βαλς για το κομματικό χρίσμα που θα αποφασιστεί τον ερχόμενο Ιανουάριο, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Όμως η νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική που εφάρμοσε τον έφεραν πολλές φορές σε ανοιχτή σύγκρουση με ένα μεγάλο κομμάτι του Σοσιαλιστικού κόμματος και τους βουλευτές της παραδοσιακής αριστερής πτέρυγας.
Στη δυσαρέσκεια αυτή, εξάλλου, είχε ήδη ποντάρει για να εκφράσει το ενδιαφέρον του για το χρίσμα ο πρώην υπουργός βιομηχανίας, αλλά και οικονομίας, Αρνό Μοντεμπούρ, ο οποίος είχε έρθει σε ρήξη με τον Ολάντ ακριβώς επειδή διαφώνησε με τις μεταρρυθμίσεις και τα αντιλαϊκά μέτρα που είχαν δρομολογηθεί.
Ο Μανουέλ Βαλς θεωρεί ότι μπορεί να ανταγωνιστεί τον νέο μονομάχο της Δεξιάς, Φρανσουά Φιγιόν, στα… ίσα, βελτιώνοντας τη θέση των Σοσιαλιστών, ακριβώς επειδή έχουν ανάλογες οικονομικές απόψεις. Αντιστοίχως, ο Μοντεμπούρ θεωρεί ότι οι παραδοσιακές αριστερές του θέσεις μπορούν να επαναφέρουν το κόμμα στην ιδεολογική γραμμή που βρισκόταν, και μαζί τις διαχωριστικές γραμμές με την Δεξιά και την Ακροδεξιά, προσφέροντας επιτέλους μια εναλλακτική λύση στους μετριοπαθείς και κεντρώους ψηφοφόρους που δεν ήταν πρόθυμοι ούτε να ακολουθήσουν τον υπερσυντηρητικό Φιγιόν, ούτε να ψηφίσουν την ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν.
Αλλαγή στρατηγικής από όλα τα κόμματα
Η επιλογή των Σοσιαλιστών και το ιδεολογικό προφίλ του νέου ηγέτη τους θα επηρεάσουν, αντιστοίχως, και την προεκλογική στρατηγική των υπόλοιπων κομμάτων, που μέχρι τώρα θεωρούσαν ότι θα είχαν εύκολο έργο απέναντι στον «ξεγραμμένο» Ολάντ. Θα πρέπει, λοιπόν, να μηδενίσουν το κοντέρ και να αρχίσουν από την αρχή κόντρα σε έναν νέο, σαφώς δυνατότερο αντίπαλο.
Αυτό, μάλιστα, δεν αφορά μόνο την Μαρίν Λεπέν, που είχε όλη την αυτοπεποίθηση της πρωτιάς στις δημοσκοπήσεις, ούτε τον «φρέσκο» Φρανσουά Φιγιόν, που τα τελευταία 24ωρα είχε πάρει τα πάνω του, με τον διεθνή Τύπο (και το Βερολίνο) να τον σκιαγραφούν ως τον πιθανότερο επόμενο πρόεδρο, αλλά και το Κομμουνιστικό Κόμμα που έκανε ήδη μια τολμηρή υπέρβαση αποφασίζοντας να στηρίξει την υποψηφιότητα του Ζαν Λυκ Μελανσόν. Ο πρώην Σοσιαλιστής υπουργός θεωρούσε ότι είναι ο μόνος που μπορεί να συσπειρώσει τους δυσαρεστημένους αριστερούς και σοσιαλιστές ψηφοφόρους, όμως αυτό δεν θα είναι τόσο εύκολο, αν το χρίσμα του Σοσιαλιστικού Κόμματος πάει στον Μοντεμπούρ.