Ηρθε ντυμένη Αη Βααίλης, και ζήτησε κάστανα με μαρμελάδα, η εκπάγλου καλλονής καλήπυγος
ΑΓΡΙΕΥΕΙ Ο ΚΑΙΡΟΣ! Αστραπές, βροντές και καταιγίδες.
ΧΙΟΝΙΑ ΣΤΟ ΚΑΜΠΑΝΑΡΙΟ, που Χριστούγεννα σημαίνει. Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΜΟΥ!
ΑN HΜΟΥΝΑ για λίγο ακόμη 16άρης θα ημπορούσα να είπω «κρύο, καιρός για τρίο», αλλά επειδή γίνηκα γεροντής, ντροπής πράμα, το παίρνω πίσω και ζητώ συγνώμη.
ΠΩΣ ΤΟΛΜΗΣΑ ΚΑΙ ΞΕΣΤΟΜΙΣΑ ΣΤΟ ΚΑΠΗ τέτοιες μ@λ@κίες πρωί-πρωί, το ραμολί;
ΣΙΧΑΙΝΟΜΑΙ ΤΟΥΣ «ΓΟΗΤΕΥΤΙΚΟΥΣ» που γκρινιάζουν ότι, τάχα μου, «οι γιορτές -τους- προκαλούν μια γλυκιά μελαγχολία». Αλλού αυτά, Φροοόσω!
ΤΟ ΝΑ ΠΕΣΕΙΣ ΣΕ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ και να κοιτάς το ταβάνι με νοσταλγία είναι ένα στάδιο μετά την κατάθλιψη, πρέπει να κουμπωθείς με τίποτα πρόζακ για να ξεκολλήσεις.
ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΕΧΟΥΜΕ όλο τον χρόνο, μας φαίνεται μαραθώνιος να σηκωθούμε απ’ το κρεβάτι και να πάμε καμπινέ, τι συζητάμε τώρα;
ΕΣΥ ΚΑΙ Η ΑΔΕΛΦΟΥΛΑ ΣΟΥ η ξεμυαλίστρα, ακκίζεστε μπας και συγκινηθεί το Σάκη και σας δώκει καναγαρδουμπάκι.
Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΜΟΥ να ‘χει ζωηρή παρέα, να ψήνουνε λουκάνικα και κάστανα στο τζάκι και να γελάνε, να ξεκαρδίζονται λέμε, κι εγώ να κοιμάμαι κάτου στη φλοκάτη, τον ύπνο του δικαίου. Και να μασουλάω κάνα κάστανο κοιμισμένος, που με ταΐζανε στο στόμα γιατί ήμουν μικρός και χαριτωμένος.
ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΗ ΜΑΝΟΥΛΑ ΜΟΥ που ‘φτιαχνε χοιρινό με σέλινο στην κατσαρόλα, βούταγα λίγο ψωμί στη ζούλα μεσ’ τη ζουμάρα του την ώρα που ‘βραζε και πήγαινα στο δωματιάκι μου για πλάγιο δεύτερο.
ΞΕΛΑΡΥΓΓΙΑΖΟΤΑΝΕ χρονιάρες μέρες μέχρι να σηκωθώ και να συρθώ ως το οικογενειακό τραπέζι με το σέλινο στο γουρούνι.
ΠΟΛΥ ΡΟΥΧΛΑ ΜΙΛΑΜΕ.
ΜΟΝΟ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ του ιδεολογικού πυρετού έπαυα για λίγο να ‘μαι ρούχλας και ακτιβιζόμασταν κι έτσι.
ΚΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΦΙΛΑΡΑΚΙ πως έφευγε η κατάθλα σαν να ‘χαμε φτερά απ’ το ρεντ μπουλ, πηγαίναμε με μαγειρευτό φαγητό στους άστεγους, καθαρά ρούχα. Τα καλύτερα Χριστούγεννα τα ‘χουμε κάνει μαζί τους, σε μια κουρελού στην Παλιά Βουλή, δίπλα στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη που κάτι δείχνει.
ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΩ ΜΕΛΟ γιατί και μένα, όπως στον μπάρμπα Γιάννη τον Σκαρίμπα, μου κάθονται στο στομάχι κάτι λιλιά φορούσες που συντσιμπουσιάζονται υπέρ των απόρων της πόλεως, τους δη ευγνώμονες να είναι δια τη χριστιανική ισοτιμία τους…
ΘΑ ΠΡΟΤΙΜΟΥΣΑ να σας διηγηθώ μια ΑΛΗΘΙΝΗ χριστουγεννιάτικη ιστορία, που ήρθαν ξαφνικά (έκπληξηηη!!) σε ένα πέτρινο σπίτι που ‘χαμε αράξει στο Πήλιο και πίναμε κάτι μπάφους, τρεις καλλίπυγες εκπάγλου ωραιότητος συμφοιτήτριές μας, ντυμένες Άγιος Βασίλης απ’ έξω, φυσικά γυμνές από μέσα, και περάσαμε όλοι μαζί τη νύχτα δίπλα στο τζάκι, ψήνοντας κάστανα με μαρμελάδα.
ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ να πώ περισσότερα γιατί μόλις ήρθε η μικρή μου η κόρη, η λατρεμένη και θέλει να της βάλω κάτι μάλλινες κάλτσες που της αγόρασα το πρωί.
ΕΧΕΜΥΘΕΙΑ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΕ ΟΛΕΣ-ΟΥΣ.