fbpx

Καλή Ανάσταση σε όλους και σε όλα!

0

Όπως πάντα με τους καλύτερους ποιητές μας.

Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ: «Η ημέρα της Λαμπρής»

«Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε

της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,

σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε

τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη

και από κει κινημένο αργοφυσούσε

τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,

που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:

Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.

Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,

όλοι, μικροί – μεγάλοι, ετοιμαστήτε

μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες

με το φως της χαράς συμαζωχτήτε

ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες

ομπροστά στους Αγίους και φιληθήτε!

Φιληθήτε γλυκά, χείλη με χείλη,

πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι!

Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,

και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες

γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-

σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες

λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι

από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες

κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι,

όπου κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι».

***

ΒΑΡΝΑΛΗΣ Κ.: «Οι πόνοι της Παναγιάς»

 

«Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;

Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;

Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις

Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,

που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,

να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό

να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,

κ’ υστέρα απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ

που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι…

Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ’ αλήθεια, φως της αστραπής,

χτυπήσει ο Κύρης τ’ ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!

Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν!

Δεν είν’ αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.

Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!»

***

ΒΑΡΝΑΛΗ Κ.: «Η Μάνα του Χριστού»

 

«Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι,

ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!

Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει

και μακριάθε βογκάει και μακριάθε ανεβαίνει.

Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,

των αλλώνε τα μίση καιρό τήνε θρέφαν,

κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,

να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!

Φεύγεις πάνω στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου.

Ανοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.

Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,

δε μιλάς, δεν κοιτάς πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη…

Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη,

κι όσο ο γήλιος να πέση και νά ‘ρθη το δείλι,

το σταυρό σου καρφώσαν κι’ οχτροί σου και φίλοι.

Μα γιατί να σταθής να σε πιάσουν! Κι ακόμα,

σα ρωτήσανε: “Ποιος ο Χριστός;” τί ‘πες “Νά ‘με”!

Αχ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα!

Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!».

***

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ: «Στ’ Οσιου Λουκά το μοναστήρι»

 

«Στ’ Οσιου Λουκά το μοναστήρι, απ’ όσες

γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν

τον Επιτάφιο να στολίσουν, κι’ όσες,

μοιρολογήτρες, ως με του Μεγάλου

Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,

ποια να στοχάστη έτσι γλυκά θρηνούσαν! –

πώς, κάτου απ’ τους ανθούς, τ’ ολόαχνο σμάλτο

του πεθαμένου του Αδωνη ήταν σάρκα

που πόνεσε βαθιά;

Γιατί κι’ ο πόνος

στα ρόδα μέσα, κι’ ο επιτάφιος θρήνος,

κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν

απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν

το νου τους στης Ανάστασης το θάμα,

και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες

τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,

τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια,

που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!

Αλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,

την ώρα π’ απ’ την Αγια Πύλη το ένα

κερί επροσάναψε όλα τ’ άλλα ως κάτου,

κι’ απ’ τ’ Αγιο Βήμα σάμπως κύμα απλώθη

το φως ως με την ξώπορτα, όλοι κι’ όλες

ανατριχιάξαν π’ άκουσαν στη μέση

απ’ τα «Χριστός Ανέστη» μιαν αιφνίδια

φωνή να σκούξει: “Γιώργαινα, ο Βαγγέλης!”

Και να, ο λεβέντης του χωριού, ο Βαγγέλης,

των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Βαγγέλης,

που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο

στον πόλεμο – και στέκονταν ολόρτος

στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι

ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα

της εκκλησιάς, τι τον κυττάζαν όλοι

με τα κεριά στο χέρι, τον κυττάζαν

το χορευτή που τράνταζε τ’ αλώνι

του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,

μα ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι

της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!

Και τότε, – μάρτυράς μου νάναι ο στίχος,

ο απλός κι’ ο αληθινός ετούτος στίχος, –

απ’ το στασίδι πούμουνα στημένος

ξαντίκρυσα τη μάνα, απ’ το κεφάλι

πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει

σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,

το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,

(έτσι όπως τόειδα ο στίχος μου το γράφει,

ο απλός κι’ αληθινός ετούτος στίχος),

και να σύρει απ’ τα βάθη της καρδιάς της

ένα σκούξιμο: «Μάτια μου, Βαγγέλη!».

***

Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: «Μαγδαληνή»

 

«Ω Κύριε, εγώ ‘μαι που έσπασα σα μυρογιάλι

στα ιερά σου πόδια την καρδιά μου, και τα ολόξανθα

μακριά μαλλιά μου εγώ τ’ ανέμισα στις τρέμουλες,

σκυφτές των Αποστόλων κεφαλές, σα φλάμπουρο!

Εγώ ‘μαι που όντας όλοι οι εδικοί μακριάθε

κοιτώντας το σταυρό σε κλαίγαν σκορπισμένοι,

στεκόμουν στο πλευρό σου παραστάτης, κι όρθια

στα χέρια μου εδεχόμουν, στην ποδιά, στο πρόσωπο,

πηχτό, ζεστό, σαν όμπρο θερινό, το γαίμα σου!

Κ’ έκραζα: Ανοίξου γης, ποτίσου γης, σκιρτήστε

σα σπόροι αθάνατοι στο χώμα, ώ πεθαμένοι!

Χριστέ, κι αν όλοι σ’ αρνηθούν, δε θα πεθάνεις!

Γιατί στον κόρφο μου το αθάνατο νερό

κρατώ και σε κερνώ, και κατεβαίνεις πάλι

στη γης, και περπατάς μαζί μου στα χωράφια,

βολές σωπαίνοντας γλυκά, βολές ταΐζοντας

το Λόγο τον καλό στα πεινασμένα πλήθη».

***

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ: «Εαρινή Συμφωνία»

 

«Ακου τα σήμαντρα

των εξοχικών εκκλησιών.

Φτάνουν από πολύ μακριά

από πολύ βαθιά.

Απ’ τα χείλη των παιδιών

απ’ την άγνοια των χελιδονιών

απ’ τις άσπρες αυλές της Κυριακής

απ’ τ’ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες

των ταπεινών σπιτιών.

Ακου τα σήμαντρα

των εαρινών εκκλησιών.

Είναι οι εκκλησίες

που δε γνώρισαν τη σταύρωση

και την ανάσταση.

Γνώρισαν μόνο τις εικόνες

του Δωδεκαετούς

που ‘χε μια μάνα τρυφερή

που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι

έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι

που ‘χε στα μάτια του το μήνυμα

της επερχόμενης Μαγδαληνής.

Χριστέ μου

τι θα ‘τανε η πορεία σου

δίχως τη σμύρνα και το νάρδο

στα σκονισμένα πόδια σου;».

Κική Δημουλά- Μεγάλο Σάββατο

Ευχές κροτίδες και φιλήματα ανταλλάσσουν
οι άγιες μέρες μεταξύ τους
κι εγώ χτυπώ την πόρτα σου

όχι για να εισέλθω μολονότι
κατάλληλο είναι το σώμα που φορώ
με προϋπηρεσία έντιμη μακρά
έξωθεν του Νυμφώνος.

Βγες άφοβα.
Όχι ανταπόκριση απόκριση ζητώ
το φίλημα εκείνο που έριξες
από το ύψος ευγενέστατης ευχής
Καλή Ανάσταση
και σφάχτηκε ο λαιμός με το γιακά μου
ήταν από τα κέρματα που ρίχνουμε
στο δίσκο του εθίμου;
ήταν στο τίμιο ξύλο μου αγκίδα
περιγελαστική;
ήταν μια γενναιόδωρη έμπνευση
πτωχής αδιαφορίας;

Σε ρωτώ
γιατί δε είδα ταμπελίτσα
δεν είδα να αναγράφεται
το μέγεθος και η σύνθεση της θέρμης
ούτε και είδα τυπωμένη
τη μάρκα των χειλιών σου πουθενά.
Ανώνυμο τελείως
λαθραίο δηλαδή το πως να αισθανθώ.

Ζωή Καρέλλη- Πριν την Ανάσταση

Ίσως να ήταν περί το μεσονύχτι,
πριν ή μετά, δεν ξέρω, ξύπνησα
στο σκοτάδι όμως, θαρρείς,
δεν ανοίγουν τα μάτια.

Τι ώρα πηγαίναμε στην εκκλησία τότε;
Κάποτε δεν κοιμόμασταν, περιμένοντας,
ή μας έπιανε ύπνος ελαφρύς
και ξυπνούσαμε καλοδιάθετοι,
με τις πρώτες καμπάνες.

Χρόνια τώρα, δεν πηγαίνω στην εκκλησία.
Χάνεται μέσα μου η σημασία της,
ώσπου πια καθόλου… Είναι δυνατόν,
τίποτα να μην απομένει
απ’ την εύχαρη του ανθρώπου ηλικία;
Πόσο είχα παρακαλέσει, ώσπου έπαψα.
Ανάσταση περίμενα απ’ τις φτωχές μου
αισθήσεις, του σώματος. Αν όχι τίποτ’ άλλο,
τώρα, που δεν πιστεύω, γνωρίζω
την αμαρτία μου.
Πόσο ήταν ωραία, τότε…
Στεκόμασταν στον αυλόγυρο,
γεμάτον κόσμο ελεύθερο. Γελούσαν,
μιλούσαν οι άνθρωποι.
Η ορθοδοξία
αφήνει ακέριο το πνεύμα της προσφοράς.
Ελεύθερα να προσέλθω σε σένα, Κύριε.
Οι άνθρωποι φαίνονταν ξεκούραστοι,
την γιορτή περιμένοντας, το αύριο
νάρθει της χαρούμενης μέρας,
έλαμπε το βλέμμα, το πρόσωπο.

Με πνίγει τούτο το σκοτάδι.
Δεν θέλω ν’ ανάψω το μέτριο φως.
Θα μου στερήσει τα ενθύμια που βλέπω,
τα πράγματα ορίζοντας γύρω μου.
Πώς περιμέναμε την Ανάσταση!
Δίχως αμφιβολία έρχονταν η Λαμπρή,
«Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί».
Άνοιγαν οι πύλες, η πομπή προχωρούσε
με ψαλμούς κι’ εξαπτέρυγα, άστραφταν
τα πολύτιμα, άναβαν μυριάδες τα κεριά
των χριστιανών, φλόγες πίστης,
σημείο χαράς.
Μιαν μικρήν εικόνα της Ανάστασης
είχε η ενορία μας. Σπρωχνόμασταν
για ν’ ασπαστούμε, οχλαγωγή. Γελούσαν
χαρούμενοι οι πιστοί, στα χέρια
κόκκιν’ αυγά, άναβαν βεγγαλικά
κι’ οι μεγαλείτεροι σαν τα παιδιά.

«Ουκ έστιν ώδε αλλ’ ηγέρθη».
Μένω ξαπλωμένος, δεν ανάβω το φως,
δεν περιμένω τίποτα.
Δεν πάω με τους άλλους να μοιραστώ
την πλάνη της χαράς.
Χαρά δεν υπάρχει;

Υπάρχει πάντα η ανάσταση,
όχι ορισμένη και πιθανή,
υπάρχει απίθανη περίλαμπρη δόξα,
η φωτεινή έκσταση, δεν μπορούν
δίχως αυτήν οι άνθρωποι,
που περιμένουν σε νηστεία και προσευχή.

«Ουκ έστιν ώδε αλλ’ ηγέρθη».
Ακόμα δεν ήρθε η ώρα, φαίνεται.
Δεν ακούω τους χαρμόσυνους ήχους.
Πόσο ακόμα και τότε, σαν η καταστροφή
της άρνησης, η αμφιβολία είχεν αρχίσει,
με συγκινούσε βαθιά η χαρά
πάνδημη του κόσμου συμμετοχή, στην γιορτή.

«Χριστός ανέστη». Ύμνος κι’ οι κρότοι
των όπλων κι’ όλες οι καμπάνες μαζί,
σ’ όλην την πόλη κι’ οι άνθρωποι
όλοι μαζί είχαν την ίδια χαρά,
τέλειωνε η προσφορά της προσπάθειας,
τους πένθους, της συλλοής.

Κοιτάζω το παρελθόν.
Δεν σ’ αρνιέμαι, Κύριε, της αγάπης,
της ανάστασης ένδοξης του ανθρώπου.
Πολλή με σκεπάζει αμαρτία της γνώσης,
όμως θα περιμένω μιαν αρχή της αγάπης
ξανά, που δίνεται παρηγοριά
της θλιμμένης επίμονης σκέψης.

Αρχή, χαραυγή,
«ήν δε όρθρου βαθέος…»
Να πιστέψουμε στην ημέρα της ζωής.
Ελπίδες, αναμνήσεις δεν αρκούν
οι κόποι. Η σκέψη θολώνει
το κόκκινο της θυσίας αίμα.

Πρέπει το σώμα να σηκωθεί,
να πάει με τους άλλους μαζί, να χαρεί
την γιορτή, την απλή χαρά,
να δεχτεί την πλούσια συμμετοχή,
να παραδεχτεί τη χαρά προσιτή.
Ανάσταση να χαρεί, λευτεριά
ύστερ’ απ’ το πλήθος του πόνου,
πίστη, την αγάπη του ανθρώπου.

Τάσος Λειβαδίτης- Ανάσταση

Δε σ’ ακολουθώ πια» φώναξα, μα εκείνος μ’ έσπρωξε, το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα, πού πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα, στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε για να μη μας γκρεμίσουν,

κι οι οργανοπαίχτες που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι, με την ψυχή τους απροστάτευτη απ’ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απ’ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί με τα παιδιά και τους σαστισμένους,

κι αυτό το κάθαρμα ο άμαξας προσπαθούσε να κρύψει μ’ ένα σάλι το βρόμικο μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι μαζί του, έπρεπε να ξεφύγω, γλίστρησα κρυφά και νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα με μαστίγωνε η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου,

τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλωμό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, «πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν» είπε λυπημένος,
γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για το σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στο δρόμο.


Το Πάσχα του Ελύτη

Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί

με τη μορφή βουνού κει κατά τα δυτικά.

Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμένα, πολύ χαμηλά,

κάτω από το παράθυρο.

Σου ’ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν

την ψυχή σου. Ύστερα να κατεβείς και, θαρραλέα, να καταλάβεις

τη θέση στον τάφο που σου ανήκει.

 

ΑΣΜΑΤΙΟΝ

Ανεμόεσσα κόρη ενήλικη θάλασσα πάρε

το κίτρο που μου ’δωκε ο Κάλβος

δικιά σου η χρυσή μυρωδία.

Μεθαύριο θα ’ρθουν τ’ άλλα πουλιά

θα ’ναι πάλι ελαφρές των βουνών οι γραμμές

μα βαριά η δική μου καρδία.

Σ’ ένα βαθύ πηγάδι το ’χουνε κλειστό

μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσος.

Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,

χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,

και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους.

Θε μου Πρωτομάστορα, μ’ έχτισες μέσα στα βουνά

Θε μου Πρωτομάστορα, μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα!

Θε μου Πρωτομάστορα, μέσα στις πασχαλιές και Συ

Θε μου Πρωτομάστορα, μύρισες την Ανάσταση.

Αφήστε μια απάντηση

This website uses cookies to improve your experience. We'll assume you're ok with this, but you can opt-out if you wish. Accept Read More

where to buy viagra buy generic 100mg viagra online
buy amoxicillin online can you buy amoxicillin over the counter
buy ivermectin online buy ivermectin for humans
viagra before and after photos how long does viagra last
buy viagra online where can i buy viagra