Κεφάλαια 12 δισ. προσέλκυσαν οι ελληνικές επιχειρήσεις
Το διακύβευμα για την ανάκτηση αξιοπιστίας και επενδυτικής εμπιστοσύνης φαίνεται να κέρδισε η ελληνική οικονομία το διάστημα 2021-2022, με βάση τα στοιχεία που ανακοίνωσε η PwC, με το βλέμμα να στρέφεται πλέον στη διατηρησιμότητα, προκειμένου να καλυφθεί μεσοπρόθεσμα το επενδυτικό κενό που άφησε η τελευταία οικονομική κρίση.
Συνολικά, τα κεφάλαια που προσέλκυσαν οι ελληνικές επιχειρήσεις το 2022 ανέρχονταιτα σε 12 δισ., εκ των οποίων τα 10,4 δισ. αφορούν σε 94 συναλλαγές εξαγορών-συγχωνεύσεων. Το μέσο ύψος συναλλαγής ανήλθε σε €112 εκατ. Πρόκειται για επίπεδα-ρεκόρ σε αριθμό και μέσο ύψος συναλλαγής, που αντικατοπτρίζουν την ανάκτηση επενδυτικής εμπιστοσύνης.
Με ισχυρή δυναμική από πέρυσι ξεκίνησε και η φετινή χρονιά, με την PwC να εκτιμά ότι εφόσον δεν υπάρξουν εξωγενείς ή ενδογενείς παράγοντες που να αναστρέψουν άρδην το τοπίο, το ύψος των συναλλαγών εξαγορών και συγχωνεύσεων θα ξεπεράσει τα επίπεδα του 2022.
Η ολοκλήρωση των αποκρατικοποιήσεων που είχαν μεταφερθεί για τη φετινή χρονιά (Εγνατία Οδός), καθώς και η εισαγωγή του Διεθνούς Αεροδρομίου Αθηνών στο Χρηματιστήριο, αποτελούν τις δύο πιο εμβληματικές αποκρατικοποιήσεις του 2023. Την ίδια στιγμή, η PwC διαπιστώνει πολύ υψηλό επενδυτικό ενδιαφέρον για τουρισμό και ΑΠΕ, το οποίο δεν έχει καμφθεί από την άνοδο του κόστους του χρήματος και τις ανησυχίες για επιβράδυνση-ύφεση στις μεγάλες δυτικές οικονομίες.
Μέσα στις επόμενες μέρες αναμένεται να ανακοινωθούν δύο συναλλαγές που αφορούν σε ξενοδοχειακές μονάδες, ενδεικτικό του αμείωτου ενδιαφέροντος των ξένων επενδυτών για τα εγχώρια assets.
Οι παράγοντες που εμπνέουν ανησυχία
Το momentum και οι καλές προοπτικές της φετινής χρονιάς ενδέχεται να τεθούν υπό αμφισβήτηση ή και αίρεση, εφόσον συντρέξουν, σύμφωνα με την PwC, οι εξής παράγοντες ανησυχίας:
Δημοσιονομική προσήλωση: Τα τελευταία στοιχεία εκτέλεσης προϋπολογισμού κινούνται άνω του στόχου για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 0,7%, εξέλιξη που σε συνδυασμό με τον αριθμό των κρατήσεων καταλυμάτων και τον ρυθμό που έχουν αποκτήσει οι αιτήσεις-εγκρίσεις ένταξης επενδυτικών σχεδίων στο ΤΑΑ, υποβαθμίζουν τις ανησυχίες δημοσιονομικού εκτροχιασμού λόγω της εκλογικής χρονιάς.
Μεταρρυθμιστική προσήλωση: Πρόκειται για το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της έρευνας καθώς σχετίζεται άμεσα με τη διατήρηση του ρυθμού ανάπτυξης και των ΑΞΕ στη χώρα. Υπάρχουν ακόμη μεγάλοι τομείς (π.χ. δικαιοσύνη) που χρήζουν μεταρρυθμίσεων προκειμένου να διευκολυνθεί το επενδυτικό κλίμα.
Επίτευξη μέγιστης απορρόφησης των πόρων του ΤΑΑ: Μετά τη μικρή υστέρηση του πρώτου 10μήνου του 2022, ο ρυθμός αιτήσεων υπαγωγής επενδυτικών σχεδίων στα χαμηλότοκα δάνεια του ΤΑΑ έχει αυξηθεί σημαντικά και εφόσον δεν ανατραπεί λόγω πολιτικής αβεβαιότητας, η PwC εκτιμά ότι η χώρα θα απορροφήσει το σύνολο των σχετικών κονδυλίων.
Υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις, η οικονομία αναμένεται να μεγεθυνθεί φέτος με ποσοστό υψηλότερο του 2%.
Aναλυτικά η μελέτη
Σε απόλυτους αριθμούς, το 2022 οι εισερχόμενες συναλλαγές ξεπέρασαν το ένα τρίτο του συνόλου, έχοντας παράλληλα τη μεγαλύτερη μέση αξία συναλλαγής, η οποία άγγιξε τα 203 εκατ. ευρώ. Συνολικά, οι ελληνικές επιχειρήσεις άντλησαν περίπου 6,2 δισ. ευρώ από ξένους επενδυτές, σημειώνοντας αύξηση 227% συγκριτικά με το 2021 ενώ παράλληλα αυξήθηκαν και οι εγχώριες συναλλαγές κατά 148%.
Στον αντίποδα, ασθενέστερη ήταν η δραστηριότητα στο σκέλος της έκδοσης εταιρικών ομολόγων ως απόρροια των υψηλότερων επιτοκίων της ενεργειακής κρίσης και του υψηλότερου επιπέδου πληθωρισμού, αντλώντας 530 εκατ. ευρώ μέσω τεσσάρων διαπραγματεύσιμων εταιρικών ομολόγων. Αντίστοιχα, οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου το 2022 ήταν περιορισμένες σε αριθμό (μόλις 6), αντλώντας κεφάλαια ύψους 489 εκατ. ευρώ, ενώ κατά τη διάρκεια του έτους πραγματοποιήθηκαν δύο Δημόσιες Εγγραφές (IPOs) και τέσσερις διαγραφές μετοχών από το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών.
Τα κρατικά έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις που συμφωνήθηκαν το 2022 ανήλθε συνολικά στα 595 εκατ. ευρώ και αφορά στην είσπραξη 516 εκατ. ευρώ από την πώληση του 100% της ΔΕΠΑ Υποδομών και την ανακήρυξη προτιμητέου επενδυτή στην πρώην αμερικανική βάση Γουρνών στην Κρήτη, έναντι τιμήματος 42,2 εκατ. ευρώ.
Στον χρηματοοικονομικό κλάδο, το 2022 χαρακτηρίστηκε από την πραγματοποίηση για πρώτη φορά συναλλαγών συνθετικών τιτλοποιήσεων, οι οποίες και συνδυάστηκαν με πωλήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων σε διεθνή funds και carve-outs συστημικών τραπεζών. Αντίστοιχα, για το τρέχον έτος, σύμφωνα με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις, οι πωλήσεις των μη εξυπηρετούμενων δανείων, συμπεριλαμβανομένων των συνθετικών τιτλοποιήσεων και των πωλήσεων τόσο στην πρωτογενή όσο και στη δευτερογενή αγορά, αναμένεται να ξεπεράσουν σε λογιστική αξία τα 10 δισ. ευρώ.
Αναφορικά με το 2023, η μελέτη της PwC Ελλάδας προβλέπει πως οι εξαγορές και συγχωνεύσεις που θα ολοκληρωθούν εντός του έτους πιθανότατα να αγγίξουν τα επίπεδα του 2022, ως αποτέλεσμα ήδη συμφωνηθέντων συναλλαγών ή συναλλαγών που βρίσκονται σε τελικό στάδιο διαπραγματεύσεων.
Ο Θανάσης Πανόπουλος, Partner και επικεφαλής του τμήματος Deals της PwC Ελλάδας, σχολίασε: «Η αξία αλλά και ο αριθμός των εξαγορών και συγχωνεύσεων το 2022 κατέρριψε κάθε προηγούμενο ρεκόρ. Η συνεχιζόμενη ανάπτυξη της οικονομίας, σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση μιας σειράς συναλλαγών που είχαν δρομολογηθεί από το 2021, οδήγησε σε άκρως εντυπωσιακά αποτελέσματα. Και αυτό, σε πείσμα της αρνητικής συγκυρίας, λόγω της ταυτόχρονης αύξησης των τιμών της ενέργειας, του πληθωρισμού και των επιτοκίων. Συγχρόνως, το αυξημένο ενδιαφέρον ξένων επενδυτών καταδεικνύει τη βελτίωση της ελληνικής οικονομίας στο διεθνές περιβάλλον, με τη χώρα μας να αποτελεί υψηλής διαβάθμισης επενδυτικό προορισμό. Αντίστοιχα, τμήμα της δυναμικής αυτής μεταφέρεται και στο τρέχον έτος, θέτοντας τις βάσεις για διατήρηση των υψηλών επιπέδων και εντός του 2023».
Ο Γιώργος Μακρυπίδης, Partner και επικεφαλής Corporate Finance της PwC Ελλάδας, σημείωσε: «Η δυναμική της αγοράς ήταν εξαιρετικά έντονη το 2022, ως αποτέλεσμα τόσο εγχώριων όσο και διεθνών επενδύσεων. Ο κλάδος των Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών ήταν ο πρωταγωνιστής των ομολογουμένως εντυπωσιακών σε αριθμό και αξία συναλλαγών, ακολουθούμενος από τα Τρόφιμα και Ποτά, με τους δύο κλάδους να αντιστοιχούν αθροιστικά στο 50% περίπου της αξίας των συναλλαγών. Ακολουθούν οι Τηλεπικοινωνίες, η Τεχνολογία, τα ΜΜΕ και η Ενέργεια, κλάδοι που αποτελούν και βασικούς πυλώνες ανάπτυξης της οικονομίας. Οι ελληνικές επιχειρήσεις πλέον βρίσκονται στο στόχαστρο διεθνών επενδυτικών σχημάτων, που πραγματοποιούν σημαντικές τοποθετήσεις σε μια σειρά από δυναμικούς κλάδους της οικονομίας, γεγονός που αποτυπώνεται και στη σημαντική αύξηση της μέσης αξίας των συναλλαγών, θέτοντας αντίστοιχα τις βάσεις για μια εξίσου δυναμική πορεία εντός του 2023».