Κορονοϊός: Νέα μελέτη δείχνει αν θα νοσήσουν σοβαρά τα παιδιά
Σύμφωνα με νέα έρευνα που βρίσκεται ακόμα σε φάση εξέλιξης, το σάλιο των παιδιών με κορονοϊό είναι σε θέση να δείξει ποια από αυτά θα νοσήσουν βαριά και ποια όχι. Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κεντρικού Μίσιγκαν και του Νοσοκομείου Παίδων του Μίσιγκαν ανέλυσαν δείγματα σάλιου από 150 παιδιά με κορονοϊό και εντόπισαν ότι τα επίπεδα δύο κυτταροκινών (MIG και CXCL-10) ήταν υψηλότερα σε όσα εμφάνιζαν σοβαρή νόσο σε σύγκριση με όσα είχαν ηπιότερα συμπτώματα.
Τα ευρήματα αυτά τα οποία μόλις παρουσιάστηκαν στο διαδικτυακό ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής δείχνουν ότι υπάρχουν βιοδείκτες που προσεγγίζουν τα επίπεδα φλεγμονής οι οποίοι και μπορούν να βοηθήσουν στον ακριβή καθορισμό της βαρύτητας της λοίμωξης.
«Η χρήση του σάλιου για την πρόβλεψη της βαρύτητας της λοίμωξης από τον νέο κορωνοϊό αποτελεί μια μη παρεμβατική και ανώδυνη μέθοδο. Αν αποδειχθεί αποτελεσματική, τότε μπορεί να αλλάξει το τοπίο σε ό,τι αφορά την παρακολούθηση των παιδιών στα οποία η λήψη αίματος είναι μια δύσκολη και αγχωτική διαδικασία. Επιπροσθέτως η πρώιμη αναγνώριση της βαρύτητας της COVID-19 μπορεί να βοηθήσει τους γιατρούς να παρεμβαίνουν εγκαίρως και να χορηγούν την κατάλληλη θεραπεία στα παιδιά ώστε να έχουν την καλύτερη δυνατή έκβαση» σημείωσε μεταξύ άλλων η καθηγήτρια Επείγουσας Παιδιατρικής του Πανεπιστημίου του Κεντρικού Μίσιγκαν δρ Ούσα Σεθουράμαν, μέλος της ερευνητικής ομάδας.
Από τα παιδιά που μελετήθηκαν δειγματοληπτικά, η πλειονότητα παρουσίασε ήπια συμπτώματα της COVID-19, μολονότι ορισμένα παρουσίασαν σοβαρές επιπλοκές όπως αναπνευστική ανεπάρκεια ή καρδιακές φλεγμονές. Οι κυτταροκίνες είναι πρωτεΐνες που βρίσκονται στο αίμα και στο σάλιο και παράγονται φυσιολογικά από τον οργανισμό ως άμυνα στις φλεγμονές. Να σημειωθεί συμπληρωματικά ότι άλλες μελέτες σε ενηλίκους έχουν δείξει πως τα επίπεδα ορισμένων κυτταροκινών αυξάνονται στο αίμα ασθενών με COVID-19 και μπορούν να αποτελέσουν δείκτη πρόβλεψης για τη βαρύτητα της νόσου.
Απώτερος στόχος των ερευνητών είναι να εντοπίζουν εγκαίρως τα παιδιά που κινδυνεύουν από σοβαρή COVID-19 χρησιμοποιώντας τους βιοδείκτες που ανακάλυψαν σε συνδυασμό με την τεχνητή νοημοσύνη. Όπως προαναφέρθηκε, η μελέτη συνεχίζεται, και αυτή τη στιγμή οι ερευνητές – στους οποίους περιλαμβάνονται επίσης ειδικοί του Κολεγίου Ιατρικής στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνιας και στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο Γουέιν – συλλέγουν δείγματα σάλιου από συνολικά 400 παιδιά ηλικίας έως 18 ετών με COVID-19 που καταφεύγουν στα επείγοντα δύο νοσοκομείων Παίδων και συγκεκριμένα στο νοσοκομείο Παίδων του Μίσιγκαν και στο Νοσοκομείο Παίδων UPMC στο Πίτσμπουργκ.
Εκτός από τον εντοπισμό των δύο κυτταροκινών οι οποίες φάνηκε να βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα στα παιδιά με σοβαρή COVID-19 σε σύγκριση με όσα παιδιά είχαν ήπια νόσο, οι επιστήμονες βρήκαν και δεκάδες microRNAs των οποίων τα επίπεδα εμφάνιζαν μεταβολές στα παιδιά με σοβαρή νόσο – στην πλειονότητα των περιπτώσεων τα microRNAs εντοπίζονταν σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα στο σάλιο των παιδιών που νοσούσαν βαριά.
Περαιτέρω ανάλυση που αναμένεται να διεξαχθεί, θα αποτιμήσει τα αποτελέσματα αυτά προκειμένου να επιβεβαιώσει τη σημασία των κυτταροκινών και των microRNAs στο σάλιο των παιδιών με COVID-19 σε συνδυασμό με κοινωνικούς παράγοντες, όπως οι περιοχές όπου ζουν.