Κρήτη: Zει σε σκάφος και γυρίζει τον κόσμο με τη γυναίκα του
Ο Κλεάνθης Αναστασάκης από τα Χανιά της Κρήτης, πριν από έξι χρόνια πήρε την απόφαση να αφήσει την γενέτειρά του και να ζήσει μόνιμα πάνω σε ένα σκάφος, γυρίζοντας όλο τον κόσμο.
Μιλώντας για τη ζωή του εν πλω, θυμήθηκε καλές αλλά και δύσκολες στιγμές από τα ταξίδια του.
Κάθε μέρα του είναι και μια μοναδική εμπειρία για εκείνον αλλά και την σύντροφό του Κονσεϊσάουα, η οποία είναι συνοδοιπόρος στην ζωή και στα ταξίδια του και την οποία γνώρισε στην Σούδα, την ώρα που επισκεύαζε το σκάφος του. Ο Κλεάνθης μπορεί να είναι νεαρός σε ηλικία, αφού είναι μόλις τριάντα ετών αλλά είναι γεμάτος από εμπειρίες. Έχει ήδη επισκεφθεί και έχει ζήσει σε δεκάδες χώρες, έχει γνωρίσει διαφορετικούς πολιτισμούς και λαούς.
“Σχέση με την θάλασσα είχα σα νησιώτης. Όταν μπήκα αργότερα στην σχολή, στην Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού και έκανα τα μπάρκα σαν δόκιμος, εκεί ανακάλυψα και την ιστιοπλοΐα από τύχη, γνώρισα κάποιους φίλους στην Καραϊβική, πήγα μαζί τους για 25 μέρες και όταν επέστρεψα πίσω σχολή μετά από 25 μέρες, είχα ήδη αποφασίσει να πάρω το δικό μου σκάφος και να ταξιδέψω. Ήξερα ότι μου αρέσει να ζω σε σκάφος, μου αρέσει αυτή η ζωή, η πιο νομαδική. Απλώς πήρα σκάφος, ξεκίνησα τα ταξίδια και δεν σταμάτησα ποτέ. Δεν είχα αποφασίσει να φύγω και να μη γυρίσω. Ξεκίνησα από Χανιά, έκανα ένα τουρ στη Μεσόγειο, μετά κατέβηκα στα Κανάρια νησιά, όπου έκατσα εννέα μήνες, γιατί είναι πολύ όμορφα τα Κανάρια νησιά κι από κει πήγαμε Δυτική Αφρική, πέρασα τον Ατλαντικό, κάτσαμε στα νησιά της Καραϊβικής, κεντρική Αμερική και μετά πήγαμε Αυστραλία, Ινδικό Ωκεανό, Ινδονησία, Ινδία, Ερυθρά Θάλασσα, Σουδάν, Σουέζ και πίσω».
«Πριν πάμε στο Σουδάν κάναμε ένα αναγκαστικό σταμάτημα, γιατί ξεκινήσαμε από Μπαλί για περάσουμε τον Ινδικό Ωκεανό και μείναμε 48 μέρες μέσα στη θάλασσα. Στις 30 μέρες είχαμε ξεμείνει από φρέσκα φαγητά, δεν είχαμε ούτε φρούτα, ούτε καφέ δεν είχαμε, τρώγαμε για δυο βδομάδες ρύζι. Οπότε όταν μπαίναμε στην Ερυθρά, η μόνη στάση που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν το Σουδάν, όπου έξι μήνες πριν, είχαν εμφύλιο πόλεμο. Οπότε δεν ξέραμε τι θα βρούμε εκεί. Τελικά πήγαμε και οι άνθρωποι ήταν πάρα πολύ καλοί και φιλόξενοι».
Η χώρα που εντυπωσίασε τον Κλεάνθη περισσότερο από όλα τα μέρη που έχει επισκεφθεί είναι η Γουινέα Μπισάο, μια χώρα στην Δυτική Αφρική και τόπο καταγωγής της συντρόφου του:
«Είναι ένα σύμπλεγμα 89 νησιών, που λέγονται Μπιζάνγκος και νομίζω έχουν περίπου 10.000 πληθυσμό. Οπότε είναι πολύ μικρά χωριουδάκια, ζουν απλά, έχουν άφθονο φαγητό, οπότε δεν στενοχωριούνται, δεν τους λείπει τίποτα και ζουν τη ζωή τους υπέροχα. Έχουν καλύψει τις ανάγκες τους διασκεδάζουν, είναι ανοιχτοί άνθρωποι, φιλόξενοι. Έχουν και ντίσκο από τις παλιές με τη μπάλα. Κάναμε πρωτοχρονιά εκεί, πέρασα τέλεια».
Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί, πως μπορεί και ταξιδεύει, πως τα βγάζει πέρα οικονομικά, είχε οικονομίες από πριν;
Η αλήθεια είναι πως ο Κλεάνθης, όπως ο ίδιος δήλωσε, εργάζεται σταδιακά σε κάποιες χώρες, είτε ως σερβιτόρος είτε ως εργάτης, μαζεύει χρήματα και μετά βάζει πλώρη για το επόμενο ταξίδι του.
«Έχει αρκετά μεγάλο κόστος, με τις κατάλληλες θυσίες, ο καθένας θα μπορούσε να το κάνει. Εάν κάποιος απλός Έλληνας θέλει να το κάνει πιο οικονομικά, θα πρέπει να υπολογίσει την διαδρομή του, να αγοράσει το κατάλληλο σκάφος και υπάρχουν κι άλλες λεπτομέρειες αλλά πιστεύω ότι είναι εφικτό. Καθόμαστε δυο μήνες δουλεύουμε, μαζεύουμε χρήματα, κάνουμε κάποιες οικονομίες τις οποίες ξοδεύουμε μετά στα ταξίδια. Για να το επιτύχουμε αυτό σταματάμε σε μέρη και πιάνουμε δουλειά οπουδήποτε. Εγώ δούλευα σε ένα κατάστημα με σουβενίρ».
Η ελευθερία είναι αυτό που εξιτάρει περισσότερο τον Χανιώτη ιστιοπλόο σε αυτό που κάνει: «Η ελευθερία που μου δίνει αυτό που κάνω με εξιτάρει περισσότερο. Μπορεί μια χώρα να έχει πρόβλημα ή να την έχει επηράσει ο κόβιντ, εμάς όμως δεν μας επηρεάζει. Εάν πας κάπου και δε σου αρέσει σηκώνεις τα πανιά σου και φεύγεις δεν σε εμποδίζει κανείς».