Λάρι Έλισον: Ο CEO της Oracle αγόρασε νησί της Χαβάης – Απευθύνεται μόνο σε… γερά πορτοφόλια
Με την αγορά ενός νησιού της Χαβάης, ο δισεκατομμυριούχος Λάρι Έλισον, εκτόξευσε τις τιμές στον τροπικό παράδεισο με πολλές οικογένειες που ζούσαν εκεί για γενιές ολόκληρες, να τα μαζεύουν και να φεύγουν.
Ο 77χρονος Λάρι Έλισον, διευθύνων σύμβουλος της Oracle, της μεγαλύτερης εταιρείας επιχειρηματικού λογισμικού στον κόσμο, με περιουσία που αγγίζει τα 94,5 δισεκατομμύρια δολάρια σύμφωνα με το περιοδικό «Forbes», αγόρασε το 98% του «Lanai», ενός απομονωμένου νησιού στη Χαβάη, το 2012.
Το Lanai είναι το έκτο μεγαλύτερο νησί της Χαβάης και διαθέτει ενεργό ηφαίστειο.
Ο Έλισον, όπως αναφέρει η εφημερίδα New York Post, κατέβαλε το ποσό των 300 εκατομμυρίων δολαρίων για να αποκτήσει τα 90.000 στρέμματα του νησιού.
Το πάθος του για τη φύση και πιο ειδικά τη θάλασσα είναι γνωστό αφού έλαβε μέρος και στο κύπελλο Αμερικής για ιστιοφόρα. Έκανε ανακαίνιση σε δύο πολυτελή θέρετρα «Four Seasons», που παρέχουν τις περισσότερες θέσεις εργασίας, σπίτια και εμπορικά ακίνητα για τους περίπου 3.000 κατοίκους της περιοχής.
Ο γεννημένος στο Μπρονξ Έλισον, έδωσε το «φιλί» της ζωής στην περιοχή σε σημείο όμως που οι ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων όπως και άλλοι κάτοικοι της εργατικής τάξης, δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα καθημερινά τους έξοδα.
Λίγους μήνες αφότου αγόρασε το νησί, ο CEO της Oracle άνοιξε το «Nobu», το πασίγνωστο ιαπωνικό εστιατόριο υψηλής ποιότητας, όπου το δείπνο για δύο άτομα ξεπερνά τα 1.000 δολάρια.
Σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg, ο Έλισον κατέχει όλη την ακίνητη περιουσία στο νησί. Εάν ένας κάτοικος απολυθεί από μια δουλειά σε οποιαδήποτε από τις εταιρείες του, αυτό σημαίνει ότι, άπαξ και δεν μπορεί να πληρώσει το ενοίκιό του, πρέπει να φύγει από το νησί σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Ο Έλισον έχει επίσης επενδύσει σοβαρά χρηματικά ποσά για την ανακαίνιση εγκαταστάσεων και υποδομών στο νησί, το οποίο με τη σειρά του έχει προσελκύσει πλουσιότερους κατοίκους.
Αυτό σημαίνει ότι όσοι έχουν ζήσει εκεί για γενιές, και το ετήσιο εισόδημά τους είναι, κατά μέσο, 59.000 δολάρια, δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά το κόστος ζωής.