Μαριά κουτσί, σανταμούτρα
Γαλλικά και σήμερα, άμα γουστάρεις!
Κουτσέ, στραβέ, αγιό, παντελείμονά. Ντιμοτικέ, εκλογέ, ασκολουντέ, πολί, βουλευτικέ, σταρχιδέ. Φουρναρί κορί, ψιχογίο ψιλικατζί, μαρίά κουτσί.
Ψιφισό μαριά κουτσί, μινπουνέ ρατσιστί; Εχί αλαξί νομό εκλογικό, μπορουνέ κατεβί μισό χοριό ψηφοδελτιό τοπικό, μπαμπά, πεθερό, σινιφαδέ, γιατεσί κιοχιγό;
Διμοκρατί αμεσί και παντελεήμονέ μαζί, δεν ιπαρχι σοτιριά καμιά ανθροποτιτά, ελεός ντενιπαρχί. Σινθιμά: «ιμέ ενά αποσάς», σανταμουτρασού. Χειροτερί ινέ πολί απομάς, λεί σινθιμά ιδιό ινέ νανεβί. Γιατί κανίς δενλεί ιμέ καλιτερό αποσάς ψιφιστεμέ;
Ψιφιζι καλιτερό οού, σανταμουτρασού οου χιροτερό αποσενανέ; Μανταρά θατακανί παλί οσανταμούτρα! Θαπρεπέ ναδιαλεγί καλιτερό μπασκεγί νικατί στοχοριό. Εσί εχί ιποχρεοσί σινιφαδά πεθερό μετεθεσέ μικρό αποστρατό, φακονέ στατηγό εκδοροσφαγιό αποπισό. Δεντολεμέ στιγιτονιά αυτό. Δελεμέ μαρία κουτσί κρεβατί φωτιά φισί αδιναμιά εκανέ πλεονεκτιμά, εραστί ψιφισί μονοκουκί θαβγί.
Πουανικί μαριά κουτσί; Σιριζά οου μιτσοτακί; Ινε ιπερκοματικί και καλιτερί, κρεβατί τουλαχιστόν, αποψιχογιό ψιλικατζί καικορί φουρναρί. Ο μοναμούρ, κομπινεζόν, φορί, βγενί αυλί, μπανιστιρί καθεπροί, ταματακιά μουεχουνέ βγί.