Ναυτιλία: Τα ουρανοκατέβατα κέρδη δεν θα κρατήσουν για πάντα
Η άνοδος των ναύλων, λόγω της δράσης των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα, ανεβάζει τις μετοχές των ναυτιλιακών, αλλά… για πόσο;
Η δανέζικη Maersk και η γερμανική Hapag-Lloyd έχουν αυξήσει κατά, περίπου, 18 δισ. δολάρια τη χρηματιστηριακή αξία τους από τα μέσα Δεκεμβρίου, καθώς οι επιθέσεις των μαχητών Χούθι της Υεμένης έκλεισαν τη Διώρυγα του Σουέζ, προκαλώντας διπλασιασμό των ναύλων. Ωστόσο, οι ελπίδες για μια ώθηση διαρκείας στον ναυτιλιακό κλάδο, πιθανότατα, θα διαψευσθούν.
Η Maersk αποφάσισε αυτήν την εβδομάδα να αποφύγει επ’ αόριστον τη Διώρυγα του Σουέζ, από όπου διέρχεται το 12% του παγκόσμιου εμπορίου. Η απόφαση «κλείδωσε» αφού ένα από τα πλοία της εταιρίας, το αξίας πολλών εκατ. δολαρίων Hangzhou, γλίτωσε την τελευταία στιγμή από επιχείρηση πειρατείας, χάρη στην έγκαιρη επέμβαση αμερικανικών ελικόπτερων. Η κίνηση αυτή με τη σειρά της έδωσε λαβή στο Ιράν, το οποίο υποστηρίζει τους αντάρτες Χούθι, να στείλει ένα πολεμικό του πλοίο στην περιοχή.
Ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης έντασης, διάφοροι ισχυροί ναυτιλιακοί όμιλοι δρομολογούν εκ νέου μεγάλες θαλάσσιες εμπορικές διαδρομές, συμπεριλαμβανομένης της κυκλοφορίας από την Ασία προς την Ευρώπη γύρω από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας της Αφρικής, γεγονός που προσθέτει τουλάχιστον 10 ημέρες ταξιδιού.
«Καπέλο» στα ναύλα
Ο πρόσθετος χρόνος και η επικινδυνότητα του ταξιδιού έχουν προκαλέσει ραγδαία αύξηση των ναύλων. Οι τιμές από την Ασία προς την Ευρώπη, για παράδειγμα, έχουν σχεδόν διπλασιαστεί από τα μέσα Δεκεμβρίου σε περισσότερα από 4.000 δολάρια ανά ισοδύναμη μονάδα σαράντα ποδιών (FEU), όπως έδειξαν τα στοιχεία της Freightos (πλατφόρμα κρατήσεων και πληρωμών για διεθνείς μεταφορές) στις 3 Ιανουαρίου. Αν και αυτό απέχει πολύ από την 10πλάσια αύξηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας, το αποτέλεσμα είναι ένα απροσδόκητο κέρδος για τους ναυτιλιακούς ομίλους.
Πάρτε για παράδειγμα τη Maersk. Εάν οι τρέχουσες τιμές ναύλων διατηρηθούν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, τα λειτουργικά κέρδη του δανέζικου ομίλου, το 2024, θα μπορούσαν να αυξηθούν κατά 12 δισ. δολάρια, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Breakingviews, που υποθέτουν ότι κάθε αύξηση κατά 200 δολάρια στο κόστος FEU φέρνει 1,2 δισ. δολάρια επιπλέον στα κέρδη προ τόκων και φόρων. Για να δικαιολογηθεί, ωστόσο, το άλμα των 8 δισ. δολαρίων στην κεφαλαιοποίηση της εταιρίας και η ισοδύναμη αύξηση των καθαρών εσόδων το 2024, οι τιμές θα πρέπει να παραμείνουν στα τρέχοντα επίπεδα για περισσότερους από εννέα μήνες, έχοντας φορολογικό συντελεστή 22%.
Μη διατηρήσιμη
Υπάρχουν λόγοι, πάντως, που οι αναλυτές πιστεύουν ότι, αυτή η κατάσταση ενδέχεται να κορυφωθεί νωρίτερα. Τα κινεζικά εργοστάσια εργάζονται όλο το εικοσιτετράωρο πριν από τις εβδομαδιαίες διακοπές του κινέζικου Νέου Έτους, τον Φεβρουάριο, διατηρώντας τα πλοία πιο απασχολημένα από ό,τι συνήθως. Η παγκόσμια ζήτηση, όμως, εξασθενεί.
Και, εάν η σύγκρουση στη Γάζα δεν κλιμακωθεί σε ολόκληρη την περιοχή, είναι πιθανό να υπάρξει μία συντονισμένη διεθνής προσπάθεια για να ανοίξει ξανά το πέρασμα μέσω της Ερυθράς Θάλασσας. Τα ετήσια συμβόλαια ναύλων είναι φθηνότερα από τη spot αγορά, όπως παρατηρούν όσοι γνωρίζουν την αγορά, γεγονός που υποδηλώνει ότι, οι τιμές αναμένεται να μειωθούν.
Παλιά προβλήματα
Όταν το πρόσκαιρο όφελος εξασθενίσει, εταιρίες όπως η Maersk και η Hapag-Lloyd θα κληθούν και πάλι να αντιμετωπίσουν την… κληρονομιά της πανδημίας. Η συμφόρηση των λιμανιών και οι απαιτήσεις καραντίνας ώθησαν τις τιμές των ναύλων, ανεβάζοντας το λειτουργικό περιθώριο της Maersk στο 40%, το 2022. Παράλληλα όλα αυτά οδήγησαν σε υψηλότερο κόστος και υπερεπενδύσεις στα πλοία, κάτι που τελικά βλάπτει τις τιμές.
Το ποσοστό των αδρανών πλοίων ήταν, κατά μέσο όρο, περίπου 4% πέρυσι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Alphaliner. Και ένας αριθμός-ρεκόρ νέων πλοίων, που έρχονται να προστεθούν στους στόλους φέτος, θα μπορούσε να προσθέσει περίπου 12% στη συνολική χωρητικότητα της παγκόσμιας ναυτιλίας, εκτιμούν οι αναλυτές της Barclays.
Συμπέρασμα; Η κρίση στην Ερυθρά Θάλασσα μπορεί να προσφέρει μόνο μια προσωρινή ανακούφιση στις μετοχές της Maersk και της Hapag-Lloyd, που έχουν υποχωρήσει κατά το ήμισυ και κατά τα δύο τρίτα, αντίστοιχα, από την κορύφωσή τους το 2022.