Κόντρα στο δυσμενές κλίμα που επικρατεί σε όλη την Ευρώπη, τα στοιχεία δείχνουν ότι η γερμανική οικονομία παραμένει σε θετικό έδαφος, αν και ελαφρά αποδυναμωμένη από όσα συμβαίνουν στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Κόντρα στο δυσμενές κλίμα που επικρατεί σε όλη την Ευρώπη, τα στοιχεία δείχνουν ότι η γερμανική οικονομία παραμένει σε θετικό έδαφος, αν και ελαφρά αποδυναμωμένη από όσα συμβαίνουν στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Όμως, το τίμημα που πληρώνουν οι πολίτες της, οι απλοί εργαζόμενοι, για την ευμάρεια αυτή παραμένει υψηλό. Είναι χαρακτηριστικό ότι νέα έκθεση της εθνικής στατιστικής παρουσίας ήρθε εκ νέου να επιβεβαιώσει την πίεση που δέχονται οι εργαζόμενοι για να κρατήσουν την οικονομική και βιομηχανική μηχανή της χώρας ζωντανή.
Πραγματικά, τα στοιχεία της Destatis έδειξαν ότι, στη χώρα που θέλει να μας διδάξει τον ορθό δρόμο για την έξοδο από τη κρίση, το εργατικό δυναμικό εργάζεται περισσότερο, και υπό χειρότερες συνθήκες, απ’ ότι 15 χρόνια πριν. Συγκεκριμένα, ολοένα μεγαλύτερος αριθμός εργαζομένων υποχρεώνεται να δουλεύει τα Σαββατοκύριακα ή και νυχτερινές ώρες προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των εργοδοτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 1996, μόλις το 18,8% του εργατικού δυναμικού ήταν υποχρεωμένο να δουλεύει και το Σάββατο, το ίδιο ποσοστό το 2011 ανέβηκε στο 34,5%. Αντιστοίχως, το ποσοστό των εργατών που είναι υποχρεωμένο να κάνει νυχτερινές βάρδιες αυξήθηκε, κατά το ίδιο διάστημα, από το 6,8% στο 9,6%.
Συνολικά μέσα στα τελευταία 15 χρόνια, ο συνολικός χρόνος εργασίας μέσα στην εβδομάδα αυξήθηκε κατά μέσο όρο κατά 40 λεπτά, φτάνοντας έτσι τις 40,7 ώρες την εβδομάδα. Το νούμερο αυτό κατατάσσει τη Γερμανία πάνω από το κοινοτικό μέσο όρο των 40,4 ωρών ανά εβδομάδα, αν και όχι στη κορυφή της λίστας, καθώς προηγείται η Βρετανία (με μέσο όρο στις 42,2 εργατοώρες) και η Αυστρία (με 41,8 ώρες).
Η επιβάρυνση των συνθηκών εργασίας δεν αφορά μόνο τις ώρες εργασίας, αλλά και τον τρόπο εργασίας. Και αυτό διότι πολλοί εργοδότες θέλησαν να εκμεταλλευτούν την χαλάρωση της εργατικής νομοθεσίας παρέχοντας πιο ευέλικτες σχέσεις εργασίας, γεγονός που μείωσε το κόστος παραγωγής και βελτίωσε την ανταγωνιστικότητα των γερμανικών προϊόντων, οδηγώντας στη σημερινή καλή εικόνα της γερμανικής οικονομίας. Ωστόσο, αυτό επετεύχθη εις βάρος των εργαζομένων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ίδια έκθεση επισημαίνει ότι ενώ το 1996 μόλις το 10% των εργαζομένων ηλικίας 25 έως 34 ωρών δούλευαν με προσωρινό ή εποχιακό καθεστώς εργασίας, το ποσοστό αυτό σχεδόν διπλασιάστηκε, στο 19% το 2011.
Πάντως, το «κερασάκι» στη τούρτα της έκθεσης είναι η επίσης θλιβερή επισήμανση ότι στη καθόλα προηγμένη γερμανική κοινωνία τα δικαιώματα των γυναικών στο εργασιακό πεδίο έχουν επιδεινωθεί αντί να βελτιωθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι περισσότερες γυναίκες εξακολουθούν να αμείβονται χαμηλότερα από τους άντρες συναδέλφους τους, κατά μέσο όρο κατά 23%, και εξακολουθούν να καταλαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος στην ομάδα των προσωρινών, εποχιακών ή part-time υπαλλήλων, όπου οκτώ στους δέκα εργαζομένους είναι γυναίκες.
Μικρή πρόοδος έχει σημειωθεί μόνο στη παρουσία των γυναικών στα ανώτατα διοικητικά κλιμάκια των μεγάλων γερμανικών ομίλων, όπου το ποσοστό τους έχει αυξηθεί ελαφρά μέσα στα τελευταία δεκαπέντε χρόνια από το 27% στο 30%. Και αυτό, βεβαίως, παρά το γεγονός ότι στο τιμόνι της χώρας, σχεδόν το μισό από το διάστημα αυτό, ήτοι από το Νοέμβριο του 2005, βρίσκεται μια γυναίκα, η Άνγκελα Μέρκελ.