Ο… μη ρατσιστής πρώτος τον λίθον βαλέτω
Το πρωί της Τετάρτης η Ευρώπη ξύπναγε με τη σοκαριστική είδηση της νίκης του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές. Μαζί της και η Γερμανία, όπου οι εξελίξεις στην αμερικανική κάλπη επισκίασαν στην επικαιρότητα τα σχόλια και τις εκδηλώσεις για την ιστορική επέτειο που γιόρταζε η χώρα την ίδια ημέρα: την 27η επέτειο από την πτώση του τείχους του Βερολίνου.
Η χρονική σύμπτωση ήταν το λιγότερο ειρωνική. Την ημέρα που η Γερμανία γιόρταζε την πτώση του τείχους, που όχι απλά επανένωσε τα δύο τμήματα της χώρας, αλλά σηματοδότησε την αρχή του τέλους για τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ δυτικής Ευρώπης και ανατολικού μπλοκ, η Αμερική έβαζε στην προεδρική καρέκλα το μόνο άνθρωπο που έχει διανοηθεί μέχρι σήμερα να μιλήσει για κατασκευή ενός «μεγάλου, μεγάλου τείχους» στα σύνορα με το Μεξικό.
Θα παραβλέψουμε το γεγονός, για το οποίο χιλιάδες Αμερικανοί κατέβηκαν χθες στους δρόμους ότι, δηλαδή, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν εξελέγη πραγματικά από την πλειοψηφία των Αμερικανών πολιτών, δεδομένου ότι νικήτρια της λαϊκής ψήφου ήταν η Χίλαρυ. Θα παραβλέψουμε και τις πρακτικές δυσκολίες ενός τέτοιου εγχειρήματος, ήτοι την κατασκευή ενός τείχους στα μήκους 3.200(!) χιλιομέτρων αμερικανο-μεξικανικά σύνορα, την επιτήρηση του και την συντήρηση του. Θα παραβλέψουμε και το κοινό μυστικό της ήδη ύπαρξης δεκάδων τούνελ, κάτω από την έρημο, από τα οποία οι διακινητές μετακινούν κατά δεκάδες νέους μετανάστες καθημερινά, και πιθανότατα όχι μόνο μετανάστες. Θα σταθούμε, όμως, στη ιδέα και τον συμβολισμό της, σε μια παγκόσμια πραγματικότητα όπου, δυστυχώς, τα τείχη έχουν αρχίσει να γίνονται επικίνδυνα της… μόδας.
Είναι σχεδόν… σουρεαλιστικό ότι το τελευταίο διήμερο η «προοδευτική» και «δημοκρατική» Ευρώπη, εξανέστη με την εκλογή του «ρατσιστή Τραμπ», τη στιγμή που και η ίδια έχει αρκετά… λερωμένη τη φωλιά της. Να ξεκαθαρίσω στο σημείο αυτό ότι σε καμία περίπτωση δεν υπερασπίζομαι τον Ντόναλντ Τραμπ, τον οποίο θα μπορούσε να «στολίσω» με διάφορους κοσμητικούς χαρακτηρισμούς, που η δεοντολογία μου δεν επιτρέπει να γραφούν, τόσο για τις ιδέες όσο και για τη συμπεριφορά του.
Όμως, με ποιο ακριβώς δικαίωμα η Ευρώπη κουνάει το δάχτυλο, όταν δεν μπορεί να συγκρατήσει τον ρατσισμό και τη ξενοφοβία στους πολίτες της, και να περιορίσει τα ακροδεξιά στοιχεία στο έδαφος της, όταν επιτρέπει σε κράτη μέλη της να παραβιάζουν τη Συνθήκη Σένγκεν, να κατασκευάζουν ή να σχεδιάζουν να κατασκευάσουν τείχη στα σύνορα τους, όταν δρομολογεί νόμους που στερούν δικαιώματα στους πρόσφυγες για να βεβαιωθεί ότι δεν πρόκειται να τύχουν της ίδιας μεταχείρισης με τους ντόπιους.
Μας ενοχλεί ότι ο Τραμπ θέλει να διώξει σωρηδόν τους παράνομους ισπανόφωνους μετανάστες και να μην δέχεται σχεδόν καθόλου μουσουλμάνους στις ΗΠΑ, όμως τι διαφορετικό κάνουμε εμείς; Τι διαφορετικό κάνει η «δημοκρατική» Ευρώπη; Ξεχνάμε ότι υπάρχουν στην ευρωπαϊκή μας οικογένεια κυβερνήσεις, οι οποίες έχουν στυλώσει τα πόδια στην μετεγκατάσταση προσφύγων στο έδαφος τους ή βάζουν ως προϋπόθεση να είναι μόνο χριστιανοί; Ξεχνάμε το νόμο-αίσχος της προοδευτικής Δανίας, με τον οποίο θα μπορεί να κατάσχει χρήματα και τιμαλφή (ευτυχώς… όχι χρυσά δόντια) από τους πρόσφυγες που φτάνουν στο έδαφος της;
«Ο λαϊκισμός δεν είναι μόνο πρόβλημα των ΗΠΑ» σχολίασε χθες, αναφερόμενος στις αμερικανικές εκλογές, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, επιρρίπτοντας, ταυτόχρονα, ευθύνες στις πολιτικές ελίτ. Και ποιος ακριβώς συνιστά τις «πολιτικές ελίτ»; Δεν είναι ο ίδιος, ως υπουργός Οικονομικών της «βασίλισσας» Γερμανίας τμήμα τους; Δεν κάνει σε όλη την Ευρώπη κουμάντο; Δεν έχει ευθύνη για τον ίδιο λαϊκισμό που θρέφει τη ξενοφοβία και την ακροδεξιά στην Ευρώπη και, πλέον, στην ίδια τη χώρα του;
Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια, στις 9 Νοεμβρίου το ημερολόγιο έδειχνε μια ακόμη, αν και σκοτεινή, επέτειο: τη λεγόμενη «νύχτα των κρυστάλλων», του πρώτου μαζικού πογκρόμ των ναζιστών κατά των εβραίων, το 1938, που έδωσε το στίγμα των προθέσεων της χιτλερικής Γερμανίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν το έζησαν, ούτε έχουν ιστορικό προηγούμενο για να μάθουν από τα λάθη τους. Η Ευρώπη, όμως;