O τουρισμός διατηρεί ψηλά το τζίρο του λιανεμπορίου
Ο τουρισμός και η εισαγόμενη κατανάλωση «κρατούν» ψηλά το τζίρο των καταστημάτων, με το δείκτη του λιανικού εμπορίου να παρουσιάζει αύξηση και την περίοδο του καλοκαιριού, μετά τη θετική εικόνα που παρουσίασε τον Μάϊο, συνεπεία των αυξημένων πωλήσεων σε τρόφιμα και καύσιμα.
Υπενθυμίζεται ότι ο εποχικά διορθωμένος γενικός δείκτης κύκλου εργασιών της ΕΣΤΑΤ κατά τον Μάιο, παρουσίασε αύξηση 1,1% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Απριλίου 2018 ενώ αύξηση 0,9%, κατά την ίδια σύγκριση, παρουσίασε και ο γενικός δείκτης όγκου.
Η αύξηση του δείκτη κύκλου εργασιών το Μάιο προήλθε κυρίως από μεγάλη αύξηση, σχεδόν 10%, στα πρατήρια καυσίμων και λιπαντικών, από την άνοδο 7,9% στα μεγάλα καταστήματα τροφίμων και άνοδο 5,8% στις επιχειρήσεις επίπλων, ηλεκτρικών ειδών και οικιακού εξοπλισμού.
Η θετική αυτή εξέλιξη, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθήνας Κωνσταντίνου Μίχαλου, αναμένεται να συνεχιστεί και την περίοδο του καλοκαιριού.
Όπως δήλωσε στο ΑΠΕ -ΜΠΕ ο κ. Μίχαλος, σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία, από την αγορά, για τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, ο κλάδος των τροφίμων εξακολουθεί να παρουσιάζει δυναμική αύξηση, συνεπεία του αυξημένου τουριστικού ρεύματος ενώ και η κατανάλωση καυσίμων για τον ίδιο λόγο ενδέχεται να συνεχίσει την ανοδική πορεία.
Από την άλλη πλευρά ο πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά Βασίλης Κορκίδης υπογραμμίζει σε δήλωσή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι η αύξηση του Μαΐου δεν συνεχίστηκε τους δύο καλοκαιρινούς μήνες, με αποτέλεσμα να παρατηρείται μία στασιμότητα στη κατανάλωση, συγκριτικά με το προηγούμενο διάστημα από την αρχή του έτους. Συγκριτικά μάλιστα με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα παρατηρείται αισθητή μείωση των πωλήσεων του φετινού Ιουνίου και Ιουλίου, ειδικά για τις ΜμΕ του λιανικού εμπορίου. Ωστόσο ελπίζει ότι η αύξηση του τουρισμού και η εισαγόμενη κατανάλωση θα αντισταθμίσουν την όποια απώλεια. Ο ίδιος προσθέτει: «γι αυτό θα περιμένουμε να κάνουμε συνολικό ταμείο τον Σεπτέμβριο».
Στη δήλωσή του ο κ. Κορκίδης αναφέρει ότι: «Ο Γενικός και Εναρμονισμένος Δείκτης Κύκλου Εργασιών και ο Δείκτης όγκου πωλήσεων στο Λιανικό Εμπόριο που δημοσιεύτηκε από την ΕΛΣΤΑΤ για τον Μάιο, δυστυχώς δεν συνεχίστηκε τους πρώτους δύο καλοκαιρινούς μήνες με αποτέλεσμα να παρατηρείται μία στασιμότητα στη κατανάλωση συγκριτικά με το προηγούμενο διάστημα από την αρχή του έτους. Συγκριτικά με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα παρατηρείται αισθητή μείωση των πωλήσεων του φετινού Ιουνίου και Ιουλίου. Το πρώτο εικοσαήμερο των εκπτώσεων, οι καταναλωτές ήταν αρκετά επιφυλακτικοί και διστακτικοί. Είναι προφανές ότι η αγοραστική αμηχανία που παρατηρείται επηρεάζεται από τη χρονική σύμπτωση με την πρώτη δόση των εκκαθαριστικών της εφορίας. Στις περισσότερες αγορές η κίνηση έως τώρα δείχνει αρκετά υποτονική, με εξαίρεση τις τουριστικές περιοχές, όπου παρατηρείται μια αυξημένη κίνηση με ανοδική τάση για φέτος. Η αγορά της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης κινείται σε χαμηλά επίπεδα, ενώ δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να παρατηρείται τόνωση της αγοραστικής κίνησης. Χαρακτηριστικό είναι ότι η κίνηση στα εμπορικά καταστήματα, εκτιμάται ότι συνολικά στις φετινές θερινές εκπτώσεις, θα κινηθούν τελικά χαμηλότερα από πέρυσι με τους Έλληνες καταναλωτές να κρατούν «μικρό καλάθι». Οι εκπτώσεις έχουν ακόμα μπροστά τους όλο τον Αύγουστο και θα συνεχίσουμε να ελπίζουμε από τον αυξημένο τουρισμό και την «εισαγόμενη κατανάλωση», γι αυτό θα περιμένουμε να κάνουμε συνολικό ταμείο τον Σεπτέμβριο».
Ο ίδιος εξηγεί ότι αν και για τον Ιούνιο και Ιούλιο δεν υπάρχουν επίσημα στατιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, «ωστόσο, μην ξεχνάμε ότι ο συνολικός ετήσιος τζίρος των εμπορικών επιχειρήσεων έχει σταθεροποιηθεί στα 35 δις ευρώ τα τελευταία τρία χρόνια ενώ των θερινών εκπτώσεων στα 6 δις ευρώ από τα 54 δις ευρώ ετησίως και τα 8 δις ευρώ της καλοκαιρινής αγοράς το 2009. Η στασιμότητα λοιπόν που περιγράφω αφορά στις ΜμΕ του λιανικού εμπορίου».
Τέλος, ο ίδιος προσθέτει ότι ο δείκτης Ιουνίου και Ιουλίου αναμένεται χαμηλότερος από αυτόν του Μαΐου διότι το 1,1 δις ευρώ της πρώτης δόσης του φόρου των φυσικών προσώπων έλλειψαν από την αγορά.