Οι ναυτιλιακές επιστρέφουν στην Ερυθρά Θάλασσα
Η γαλλική CMA CGM αυξάνει τον αριθμό των πλοίων που ταξιδεύουν μέσω της Διώρυγας του Σουέζ, όπως γνωστοποίησε η ίδια η εταιρία την περασμένη Τρίτη, μία κίνηση που φαίνεται να ακολουθεί και η Maersk. Η επιστροφή στην πιο επικίνδυνη και φορτισμένη περιοχή για την παγκόσμια ναυτιλία έρχεται μετά την ανάπτυξη μιας στρατιωτικής δύναμης υπό την ηγεσία των ΗΠΑ για την αποτροπή επιθέσεων.
Οι κορυφαίες ναυτιλιακές εταιρίες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των Maersk και Hapag-Lloyd, σταμάτησαν να πραγματοποιούν δρομολόγια μέσω της Ερυθράς Θάλασσας αφότου η μαχητική ομάδα Χούθι της Υεμένης άρχισε να στοχεύει πλοία αυτόν τον μήνα, διακόπτοντας το παγκόσμιο εμπόριο μέσω της Διώρυγας του Σουέζ.
Αλλαγή ρότας
Έτσι, οι κολοσσοί της ναυτιλίας αναγκάσθηκαν ν’ αλλάξουν ρότα ακολουθώντας τη διαδρομή μέσω της νότιας Αφρικής, ένα μακρύτερο, μεγαλύτερης διάρκειας και φυσικά πιο ακριβό ταξίδι. Το κανάλι του Σουέζ είναι η πιο γρήγορη θαλάσσια διαδρομή μεταξύ Ασίας και Ευρώπης.
Οι ναυτιλιακές εταιρίες φαίνεται όμως ότι, επανεξετάζουν τη θέση τους και αυτό που προς ώρας συζητιέται είναι το αν και κατά πόσο είναι ασφαλές να επιστρέψουν μετά την ανακοίνωση των Ηνωμένων Πολιτειών για μια πολυεθνική πρωτοβουλία για την ασφάλεια στη θάλασσα στην Ερυθρά Θάλασσα, ως απάντηση στις επιθέσεις σε πλοία από τους Χούθι.
Η CMA CGM έχει αναλάβει «μια εις βάθος αξιολόγηση του τοπίου που διαμορφώνεται στον τομέα της ασφάλειας των μεταφορών», ανέφερε σε ανακοίνωσή της η εταιρία. «Αυτή τη στιγμή επεξεργαζόμαστε σχέδια για τη σταδιακή αύξηση του αριθμού των πλοίων που διέρχονται από τη Διώρυγα του Σουέζ. Παρακολουθούμε συνεχώς την κατάσταση και είμαστε έτοιμοι να επανεκτιμήσουμε άμεσα και να προσαρμόσουμε τα σχέδιά μας, όπως απαιτείται».
Η Maersk, με έδρα τη Δανία, είχε δηλώσει την περασμένη Κυριακή ότι, ετοιμάζεται να ξαναρχίσει τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις στην Ερυθρά Θάλασσα και στον Κόλπο του Άντεν, επικαλούμενη την ανάπτυξη της στρατιωτικής επιχείρησης υπό την ηγεσία των ΗΠΑ που έχει σχεδιαστεί για να διασφαλίσει την ασφάλεια του εμπορίου στην περιοχή.
Πάντως, αν και ρωτήθηκε σχετικά, η Maersk απέφυγε να δώσει συγκεκριμένη απάντηση στα ερωτήματα που αφορούσαν το πότε βλέπει να επιστρέφουν τα πλοία της στη Διώρυγα του Σουέζ και τα εχέγγυα που έχει λάβει από τη ναυτική δύναμη υπό τις ΗΠΑ.
Νέες χρεώσεις
Η Maersk -η δεύτερη μεγαλύτερη ναυτιλιακή εταιρία στον κόσμο από άποψη χωρητικότητας- είχε ανακοινώσει, λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα, ότι θα επιβάλει «Παράβολο Διακοπής Διέλευσης» με άμεση ισχύ. «Η εκτροπή πλοίων γύρω από το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας για τον μετριασμό των συνεχιζόμενων κινδύνων από την ναυσιπλοΐα στην περιοχή είναι ένα απαραίτητο βήμα προς όφελος της ασφάλειας, αλλά τελικά έχει επιφέρει αυξημένο κόστος για τους μεταφορείς», ανέφερε η δανέζικη εταιρία.
Η Maersk επιβάλλει τώρα επιπλέον χρέωση 200 δολαρίων για τη μεταφορά ενός τυπικού κοντέινερ, που ταξιδεύει από την Κίνα στη βόρεια Ευρώπη. Το ποσό αυτό θα αυξηθεί στα 500 δολάρια από την 1η Ιανουαρίου.
Η γαλλική CMA CGA ανακοίνωσε επίσης παρόμοιες προσαυξήσεις, συμπεριλαμβανομένης επιβάρυνσης 325 δολαρίων για κάθε κοντέινερ στη διαδρομή από τη βόρεια Ευρώπη προς την Ασία και επιπλέον χρέωση 500 δολάρια ανά κοντέινερ που θα ταξιδέψει από την Ασία στη Μεσόγειο τον επόμενο χρόνο.
Άνοδος πετρελαίου
Οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου αυξήθηκαν στην είδηση ότι, η BP διακόπτει τις μεταφορές μέσω της Ερυθράς Θάλασσας. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι, αν συνεχιστούν οι επιθέσεις σε πλοία και περισσότερες πετρελαϊκές εταιρίες σταματήσουν τις μεταφορές μέσω της Ερυθράς Θάλασσας, το κόστος της ενέργειας είναι πιθανό να αυξηθεί περαιτέρω.
Το Atlantic Council δήλωσε ότι, η διαταραχή θα μπορούσε να δημιουργήσει «ισχυρό αντίθετο άνεμο στην παγκόσμια οικονομία, η οποία εξακολουθεί να ανακάμπτει από την πανδημία του Covid-19, την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τη σημαντική νομισματική σύσφιξη», που παρατηρείται σε πολλές χώρες.
Με τους κεντρικούς τραπεζίτες σε όλο τον κόσμο να βρίσκονται στα πρόθυρα να κηρύξουν τη νίκη στη μάχη κατά του πληθωρισμού, η άνοδος των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου -σε συνδυασμό με μια νέα διαταραχή της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού- θα μπορούσε να απειλήσει να ανατρέψει το τοπίο.