fbpx

Περιφέρεια Θεσσαλίας: Το Κατάλληλο Μοντέλο Διοίκησης για την Ανασυγκρότηση

0

Γράφουν οι:
Δρ Κωνσταντίνος Παπαδημητρίου*, Δρ Χριστίνα Μπαρμπαρούση**
Μετά το ακραίο καιρικό φαινόμενο με την κωδική ονομασία Daniel, που έπληξε τη Θεσσαλία με ισχυρές βροχές και καταιγίδες και είχε διάρκεια από τις 4 έως τις 7 Σεπτεμβρίου του 2023, ο γεωμορφολογικός χάρτης της Περιφέρειας άλλαξε.

Το μέγεθος των επιπτώσεων επηρεάστηκε από δύο παράγοντες. Πρώτον, από το γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν προβλέπεται ένα επαρκές πλαίσιο σύνδεσης των πολιτικών για τον διοικητικό, τον αναπτυξιακό και το χωρικό σχεδιασμό, μέρος του οποίου είναι και η ύπαρξη ενός συστήματος ανασυγκρότησης μετά από μια καταστροφή. Οι ανεπαρκείς συνέργειες δεν διαπερνούν το διοικητικό σύστημα. Επιπλέον, η Χώρα δεν ακολουθεί το εδαφικό πρότυπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), που συστήνει στα κράτη–μέλη να υιοθετήσουν ως το μοντέλο στο οποίο να βασίζεται η τρέχουσα εθνική οικονομική τους ανάπτυξη, όπου πρωταγωνιστούν οι τοπικές και οι περιφερειακές διοικήσεις. Δεύτερον, από τη στρατηγική γεωγραφική θέση και τη σημαντική οικονομική συμβολή της Περιφέρειας Θεσσαλίας στο ρυθμό μεγέθυνσης και στο επίπεδο ανάπτυξης της Χώρας.

Άρα, η καταστροφή μπορεί να ερμηνευθεί και ως αποτυχία του κυρίαρχου –αλλά παρωχημένου πλέον–μοντέλου διακυβέρνησης, που καλείται να αντιμετωπίσει τους σύγχρονους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής. Οπότε, είναι επιβεβλημένηκαι όχι προαιρετική η ριζική μεταβολή τόσο του διοικητικού όσο και του αναπτυξιακού υποδείγματος, που καθιστά τη Χώρα ευάλωτη στις διαδοχικές κρίσεις. Την επαύριο μιας τέτοιας έντασης φυσικής καταστροφής, παρότι οι προτεραιότητες αφορούν σε πρώτη φάση τα κατεπείγοντα ζητήματα των αποζημιώσεων και της αποκατάστασης βασικών υποδομών, προβάλλει η ανάγκη ενός αξιόπιστου στρατηγικού σχεδιασμού για την αντιμετώπιση των κινδύνων, που θα αναδεικνύει τα ευάλωτα σημεία και τις μακροχρόνιες επιπτώσεις τους.

Η πρώτη αντίδραση της ΕΕ φανερώνει την προσφυγή στη γνωστή συνταγή της αναμόχλευσης ήδη διαθέσιμων πόρων για την επούλωση των πληγών, γεγονός που καθιστά ακόμη επιτακτικότερο έναν εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό της επόμενης μέρας έναντι των αποσπασματικών μικρολύσεων περιορισμένου χρονικού ορίζοντα. Το σημερινό διοικητικό μοντέλο για την αντιμετώπιση των κρίσεων κρίνεται απαρχαιωμένο, καθώς το εξωτερικό περιβάλλον δεν παραμένει σταθερό και χωρίς εκπλήξεις. Απεναντίας, είναι δυναμικό, εμπεριέχοντας απρόβλεπτες καταστάσεις. Κατά συνέπεια, διακρίνεται από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας. Δεδομένου ότι η οικονομία της Θεσσαλίας αντιπροσωπεύει το 5,2% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), η ανασυγκρότηση της περιοχής σε στέρεες βάσεις αποτελεί κεντρικό στόχο της εθνικής οικονομίας. Χωρίς ένα ολικό σχέδιο διοίκησης της καταστροφής, η οικονομία της Περιφέρειας δεν θα κατορθώσει να αναδομηθεί.

Εντούτοις, παρόλο που οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν ειδικό βάρος στη φροντίδα των οικείων υποθέσεων, στον κοινωνικό διάλογο, που έχει ήδη ξεκινήσει για την ανασύνταξη των δυνάμεων της πληγείσας περιοχής, η θέση της υπό μελέτη Περιφέρειας, ως θεσμού και ως εδαφικής ενότητας, στην καλύτερη περίπτωση υποβαθμίζεται και στη χειρότερη δεν εξετάζεται καθόλου. Παρά ταύτα, ο τρόπος οργάνωσης τόσο της τοπικής διοίκησης όσο και του παραγωγικού συστήματος, με το οποίο δια-και-συμπλέκεται, καθορίζει τα επίπεδα ασφάλειας, τη συμπεριφορά της παραγωγικότητας και, επομένως, της διαδικασίας της οικονομικής ανάπτυξης.

Ο Όμιλος Διοικητικών Επιστημόνων – Διοικητικό Επιμελητήριο παίρνει ξεκάθαρη θέση στον διάλογο και διατυπώνει την κεντρική του στάση, ότι η ανασυγκρότηση της Περιφέρειας Θεσσαλίας απειλείται, επιβραδύνεται ή διακόπτεται εξαιτίας του προβληματικού πλαισίου διαχείρισης. Στόχος είναι η ανάδειξη της αναγκαιότητας ενός νέου παραδείγματος διοίκησης, αφενός, της καταστροφής, αφετέρου, της αναπτυξιακής διαδικασίας, καταλληλότερου από το υφιστάμενο, με βάση την χωρο-εδαφική φυσιογνωμία της. Τούτο διότι η περιοχή μελέτης είναι αναγκαίο να γίνει το εργαστήριο των μεταρρυθμίσεων του μέλλοντος και η αποκατάστασή της μετά από μια τέτοια καταστροφή να σηματοδοτήσει τη μετάβαση σε ένα ποιοτικά νέο μοντέλο περιφερειακής ανάπτυξης και διακυβέρνησης. Πάντως, δεν μπορεί να ταυτίζεται με επιστροφή στο παλιό αναπτυξιακό ή οργανωσιακό πρότυπο, ως μια απλή επιδιόρθωση των ζημιών και με επαναφορά στην πρότερη συμβατική κατάσταση, αλλά να εκκινήσει την επιλογή ενός νέου γενικότερου μοντέλου διοίκησης της ανάπτυξης.

Είτε πρόκειται για τον σχεδιασμό των υποδομών είτε για την αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής ή για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων, το νέο διοικητικό και διαχειριστικό μοντέλο που θα στηθεί στα συντρίμμια του παλαιού είναι αναγκαίο να διαθέτει ισχυρή κοινωνική γείωση, πολιτικές συναινέσεις και διακομματική συνεννόηση πάνω στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Οι εκ των κάτω πρωτοβουλίες μπορούν να μειώσουν τη διάχυτη αβεβαιότητα για τις δυνατότητες επανεκκίνησης της αγροτικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας σε μια δυναμικά επιχειρηματική περιφέρεια με σημαντική συνεισφορά και στις εξαγωγές της Χώρας.

Σύμφωνα με τις παραπάνω απαιτήσεις, τα ερωτήματα που προκύπτουν αναζητώντας την οργανωτική δομή του καταλληλότερο μοντέλου, είναι τα εξής: Επιτάσσεται ένα καινούριο παράδειγμα διοίκησης ή θα αξιοποιηθούν τα υφιστάμενα σχήματα; Η έμφαση είναι προτιμότερο να δοθεί στην πλειοψηφία ή στην τεχνική γνώση; Ο ρόλος του θα είναι συμβουλευτικός, αποφασιστικός ή συντονιστικός; Η εστίαση είναι απαραίτητο να γίνει σε μορφές κρατικής οργάνωσης με τα χαρακτηριστικά της (ιεραρχία, αυταρχικότητα, γραφειοκρατία, αυστηρότητα και τυπικότητα διαδικασιών) ή σε οργανώσεις τοπικοαυτοδιοικητικές (αιρετότητα, συμμετοχικότητα, πολλαπλές διαβουλεύσεις, σχετική ευελιξία, χαλαρότητα διαδικασιών); Είναι αναγκαίο να προτιμηθεί ο δημόσιος ή ο ιδιωτικός χαρακτήρας;

Το Διοικητικό Επιμελητήριο απαντά ευθέως στα ερωτήματα, εξηγώντας ότι η ελληνική εμπειρία έχει δείξει, ότι τα αυταρχικά–συγκεντρωτικά, τα χαλαρού συντονισμού, τα μοντέλα με αμιγώς πολιτική ηγεσία και όσα διοικούνται με κριτήρια ιδιωτικής διοίκησης δεν αποδίδουν. Ο λόγος είναι ότι οι αιρετές αρχές, οι διορισμένες διοικήσεις και οι τοπικές κοινωνίες των περιοχών δεν συμμετέχουν στη διοίκηση των δικών τους υποθέσεων, αν και γνωρίζουν καλύτερα τις ιδιαίτερες ανάγκες και τα προβλήματά τους. Για την ακρίβεια, τα αυταρχικά–συγκεντρωτικά μοντέλα δεν αποδίδουν καθώς έχουν την τάση να δημιουργούν σύγχυση αρμοδιοτήτων, αναποτελεσματικότητα, αδιαφάνεια, ενώ βρίσκονται σε απόσταση από την Κοινωνία, που οφείλουν να υπηρετούν. Τα χαλαρού συντονισμού δεν αποδίδουν καθώς αποδείχθηκαν εντελώς αναποτελεσματικά για λόγους που σχετίζονται, κυρίως, με την οργανωσιακή κουλτούρα του ελληνικού Κράτους. Τα αμιγώς πολιτικής ηγεσίας δεν αποδίδουν διότι είναι άλλη η εστίαση που αποκτούν (πολιτική προσωποκεντρική) και, ως εκ τούτου, είναι εύκολο να παρεκκλίνουν, ακόμα και να χάνουν εντελώς τον σκοπό τους. Τα μοντέλα ιδιωτικής ευθύνης δεν φαίνονται ικανοποιητικά καθώς όσο και αν παρουσιάζουν υψηλό βαθμό τεχνοκρατικής επάρκειας και επαγγελματικής εργασίας, στερούνται της απαιτούμενης κοινωνικής νομιμοποίησης, ενώ αναπτύσσουν επιλεκτικές συνεργασίες με οικονομικά συμφέροντα και είναι άγνωστο, εάν διαχειριστικά αποδειχθούν αποδοτικά. Αντιθέτως, τα μοντέλα της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης ανταποκρίνονται στην πλήρη ενεργοποίηση όλων των τοπικών δυνάμεων μιας περιοχής. Συνεπώς, είναι καταλληλότερα γιατί έχουν έντονο το στοιχείο της τοπικής και κοινωνικής νομιμοποίησης, ενώ δεν υστερούν σε τεχνοκρατική γνώση.

Στη βάση αυτή, η Ομάδα Σχεδιασμού της Υποεπιτροπής Επιχειρησιακού Σχεδιασμού της Επιτροπής Μεταρρυθμίσεων για την Αντιμετώπιση Κρίσεων του Διοικητικού Επιμελητηρίου προχώρησε στην εκπόνηση Σχεδίου Διαχείρισης Καταστροφής και Εδαφικής Ανάπτυξης της Περιφέρειας Θεσσαλίας, στο πλαίσιο της συμμετοχής του στον κοινωνικό διάλογο, στοχεύοντας στην οργανωμένη διάθεση της γνώσης στην υπηρεσία της πληγείσας περιοχής, σύμφωνα με τους καταστατικούς σκοπούς του. Την Ομάδα Σχεδιασμού συγκροτούν οι: Δρ Κωνσταντίνος Παπαδημητρίου (Υπεύθυνος Σχεδιασμού), Δρ Χριστίνα Μπαρμπαρούση (Σχεδιάστρια Περιφερειακής Ανάπτυξης), Δρ Γεώργιος Ασπρίδης και Δρ Δημήτριος Πετρόπουλος (Επιστημονική Υποστήριξη).

Η Ομάδα, έχοντας την απαραίτητη πρόσβαση σε όλες τις επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις για τη μελέτη, την έρευνα, το σχεδιασμό και την εφαρμογή της σύγχρονης πρακτικής και χωρο-εδαφικής τεχνογνωσίας και τεχνολογίας σε θέματα διοίκησης και ανάπτυξης με γεωγραφικό προσδιορισμό, σχεδίασε για κοινωνικούς λόγους το κατάλληλο μοντέλο ανασυγκρότησης (Ενδογενές Μοντέλο Εδαφικής Διαπραγμάτευσης)και το διαθέτει για την κάλυψη των αναγκών της πλημμυροπαθούς περιφέρειας.

Το Σχέδιο εκπονήθηκε υπό την εποπτεία της Ειδικής Γραμματείας Περιφερειακής Πολιτικής του Επιμελητηρίου και με την υποστήριξη του Εργαστηρίου Αγροτικής Οικονομίας, Ανάπτυξης και Επιχειρηματικότητας του Τμήματος Γεωπονίας της Σχολής Γεωπονίας και Τροφίμων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Το Σχέδιο προσφέρει τη μοντελοποίηση του ρόλου της Περιφέρειας Θεσσαλίας, καλύπτοντας το προβληματικό κενό στον κοινωνικό διάλογο, στον οποίο διαπιστώνεται μια αοριστία ανασυγκρότησης της περιφέρειας και μάλιστα χωρίς την περιφέρεια.Η μεθοδολογία του Διοικητικού Επιμελητηρίου προσφέρει μια εναλλακτική προοπτική σχετικά με το πώς η τοπική κοινωνία της μπορεί να αποφασίσει με δική της πρωτοβουλία την κατάλληλη στρατηγική ανασύνταξης που θα ακολουθήσει, αποκλείοντας τους εξωτερικούς παράγοντες, που θέτουν φραγμούς στην ανασυγκρότησή της.

Στο Σχέδιο γίνονται δύο διαπιστώσεις. Η πρώτη είναι ότι το αναπτυξιακό δυναμικό της Περιφέρειας Θεσσαλίας της παρέχει την πληροφοριακή και διαχειριστική επάρκεια που χρειάζεται για να αποφασίζει μόνη της για την ανάπτυξή της, με σημαντικότερο παράγοντα το ανθρώπινο κεφάλαιο, που διαθέτει, δίνοντάς της το προβάδισμα της γνώσης για την επίλυση των δικών της προβλημάτων. Διότι επιτρέπει στον τοπικό πληθυσμό να γνωρίζει εκ των προτέρων το εύρος των περιουσιακών στοιχείων της και να τα αξιοποιήσειστοχευμένα. Η συγκεκριμένηΠεριφέρεια έχειτο υπόβαθρο να προκρίνει η ίδια τον τρόπο που θα επιδιώξει την ανάπτυξή της, χωρίς να εξαρτάται από τα κέντρα εξουσίας ή τα αστοιχείωτα ιδιωτικά γραφεία συμβούλων, υπό την προϋπόθεση ότι οι τοπικοί πληθυσμοί των Περιφερειακών Ενοτήτων, ως διαχειριστές της περιοχής, θα συνεργαστούν για να λάβουν τις σχετικές αποφάσεις. Είναι σημαντικό να κατανοήσουν ότι η μεταξύ τους συνεργασίααυξάνει τη διαπραγματευτική τους δύναμη, η οποία με τη σειρά της μπορεί να τους καθοδηγήσει σχετικά με τη στρατηγική που θα επιλέξουν να ακολουθήσουν στο δύσκολο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.

Η δεύτερη είναι,ότι οι τοπικές κοινωνίες Λάρισας, Τρικάλων, Μαγνησίας – Σποράδων και Καρδίτσας, ωστόσο, είτε συνεργάζονται ανεπαρκώς είτε δεν συνεργάζονται καθόλου, τα περιουσιακά στοιχεία της Θεσσαλίας δεν αξιοποιούνται και ο τοπικός πλούτος υπονομεύεται. Κι έτσι, η περιοχή βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστη σε μια έκτακτη ανάγκη, αφού προηγουμένως είχε μεταφέρει την δική της ευθύνητων αποφάσεων αποκλειστικά στα εθνικά κόμματα, που μικρή ευαισθητοποίηση διαθέτουν για τις τοπικές υποθέσεις.Όμως, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο δεν υπάρχει στο λεξικό η «τοπική πολιτική», διότι εκεί το Κράτος αναγνωρίζει ότι οι τοπικές υποθέσεις των περιοχών είναι προτιμότερο να φροντίζονται και να λύνονται τοπικά. Οκύριος παράγοντας πουεμποδίζει τα μέλη τηςτοπικής κοινωνίαςτης Θεσσαλίας να βασιστούν στις δικές τους δυνάμεις και να συνεργαστούν για να λάβουν τις κατάλληλες αναπτυξιακές αποφάσεις για την περιοχή τους είναι το έλλειμμα της κοινωνικής εμπιστοσύνης που υπάρχει ανάμεσά τους, που εξηγεί και το χαμηλό επίπεδο ευημερίας της Περιφέρειας, αφού αποφασίζουν άλλοι για εκείνους.Επομένως, στο έλλειμα της κοινωνικής εμπιστοσύνης είναι αναγκαίο να προσανατολιστούν οι παρεμβάσεις της Περιφερειακής Αρχής και του Κράτους, στο μέτρο που τους αναλογεί, μέσω της απόδοσης κινήτρων συμμετοχής στις συλλογικές διαδικασίες της τριαδικής διαβούλευσης και της συναπόφασης με τα ευρωπαϊκά όργανα.

Εν κατακλείδι, τα μοντέλα που εντάσσονται στο σχήμα της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης, όπως το προτεινόμενο, χαρακτηρίζονται από ολιστική σύλληψη της προσπάθειας και επιδιώκουν την πλήρη κινητοποίηση όλων των τοπικών δυνάμεων μιας περιοχής. Συνεπώς, είναι καταλληλότερα στην περίπτωση της ανασυγκρότησης της πλημμυροπαθούς Περιφέρειας Θεσσαλίας γιατί έχουν έντονο το στοιχείο της τοπικής και κοινωνικής νομιμοποίησης, ενώ δεν υστερούν σε τεχνοκρατική γνώση και επαγγελματισμό. Αυτά τα μοντέλα, υιοθετώντας και τα πρότυπα της ΕΕ που δίνουν έμφαση στην ιδιαίτερη αναπτυξιακή ταυτότητα και την εδαφική συνοχή των περιοχών, είναι που μπορούν να εξασφαλίσουν σημαντικούς οικονομικούς πόρους, ενώ παράλληλα μπορεί να βελτιωθεί η οικονομική τους αποδοτικότητα μέσα σε ένα πλαίσιο διαφάνειας, επιτρέποντας στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, να απεμπλακεί,επιτέλους, από τον διακοσμητικό ρόλο της…

*Εμπειρογνώμονας Δημόσιας Διοίκησης, Διδάκτωρ ΕΚΠΑ,
Πρόεδρος ΔΣ Διοικητικού Επιμελητηρίου

**Περιφερειολόγος, Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια ΕΚΠΑ,
Ειδική Γραμματέας Περιφερειακής Πολιτικής Διοικητικού Επιμελητηρίου

Πηγές
Barbarousi C. (2023), Bargaining and development: Towards an alternative equilibrium model for regions and peripheries, Journal of Modern Civil Engineering, 3(9–12), 162–177 [http://academicstar.us/issueshow.asp?daid=4471].
Μπαρμπαρούση Χ., Ασπρίδης Γ., Παπαδημητρίου Κ. & Πετρόπουλος Δ. (2024), Ανασυγκρότηση της Περιφέρειας Θεσσαλίας κατά το Ενδογενές Υπόδειγμα της Εδαφικής Διαπραγμάτευσης: Μοντελοποίηση και Εμπειρική Διερεύνηση, Επιθεώρηση Δημόσιας Διοίκησης, 4(1), 98–121 [https://www.lawjournals.unic.ac.cy/index.php/pareview/article/view/74].
Μπαρμπαρούση Χ., Παπαδημητρίου Κ., Ασπρίδης Γ. & Πετρόπουλος Δ. (2024), Σχέδιο Διαχείρισης Καταστροφής και Εδαφικής Ανάπτυξης Περιφέρειας Θεσσαλίας, Διοικητικό Επιμελητήριο Ελλάδος.
Αφήστε μια απάντηση

This website uses cookies to improve your experience. We'll assume you're ok with this, but you can opt-out if you wish. Accept Read More

where to buy viagra buy generic 100mg viagra online
buy amoxicillin online can you buy amoxicillin over the counter
buy ivermectin online buy ivermectin for humans
viagra before and after photos how long does viagra last
buy viagra online where can i buy viagra