Ποιος θα ανοίξει το διάλογο για την αλλαγή του εκλογικού νόμου;
Λίγο πριν κλείσει το 2024 φαίνεται πως δειλά σε πρώτη φάση ανοίγει το θέμα αλλαγής του εκλογικού νόμου, καθώς σύμφωνα με νεότερες πληροφορίες το θέμα συζητήθηκε τελικά στη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Νίκο Ανδρουλάκη στις 4 Δεκεμβρίου.
Στη συνάντηση αυτή ο πρωθυπουργός, ο οποίος είχε ξεκαθαρίσει ότι οι επόμενες εκλογές θα διεξαχθούν με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, φέρεται να βολιδοσκόπησε τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ αν σκοπεύει να αναλάβει κάποια πρωτοβουλία για τροποποίηση παραμέτρων της εκλογικής νομοθεσίας, τονίζοντας μάλιστα ότι η Ν.Δ. δεν θα ήταν αρνητική στο να μπει σε μια τέτοια συζήτηση εάν ερχόταν σχετική πρόταση από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ο κ. Ανδρουλάκης φέρεται να διαφωνεί, με ριζικές παρεμβάσεις, όπως για παράδειγμα με την αύξηση του ορίου 3% για την είσοδο στη Βουλή, γιατί θεωρεί ότι μια αλλαγή σε αυτή την κατεύθυνση θα φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα, θα προκαλέσει δηλαδή συσπείρωση των ψηφοφόρων προς τα μικρότερα κόμματα και θα αυξήσει το ποσοστό τους, άποψη σημειωτέον που έχει σύμφωνα με πληροφορίες μας και ο υπουργός Εσωτερικών Θοδωρής Λιβάνιος.
Ωστόσο το ΠΑΣΟΚ δεν θα ήταν αρνητικό σε αλλαγές ορισμένων σημείων του εκλογικού νόμου, όπως για παράδειγμα της ρύθμισης που προβλέπει ότι το “μπόνους” εδρών μπορεί να λάβει μόνο ένα κόμμα και όχι συνασπισμός κομμάτων. Η συγκεκριμένη ρύθμιση αφορά το ΠΑΣΟΚ, καθώς στις εκλογές κατεβαίνει ως ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής, ως συνασπισμός κομμάτων δηλαδή, εκτός και αν η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ προχωρήσει σε αλλαγή του Καταστατικού του κόμματος ώστε να μετατραπεί σε ένα ενιαίο κόμμα.
Προς το παρόν ούτε το Μαξίμου, ούτε η Χαριλάου Τρικούπη θέλουν να αναλάβουν πρωτοβουλία για να αλλάξουν οι όροι το παιχνιδιού, πετώντας ο ένας το μπαλάκι στον άλλον και τηρώντας στάση αναμονής.
Την ίδια ώρα πάντως ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκος Αλιβιζάτος με άρθρό του στη εφημερίδα “Καθημερινή” υπό το τίτλο “Αλλαγές μόνο για τα μείζονα” αναφέρει μεταξύ άλλων: “Σημαίνουν άραγε αυτά ότι το ισχύον εκλογικό σύστημα είναι ικανοποιητικό και δεν πρέπει να αλλάξει; Για όσους δεν βλέπουν λίγο πιο μακριά, η απάντηση είναι ναι: αφού απεχθανόμαστε τις συμμαχικές κυβερνήσεις, η χώρα θα επιβιώσει μόνο με μονοκομματικές, τις οποίες το εκλογικό σύστημα οφείλει να διευκολύνει. Εξ ου και η κρυφή γοητεία της ενισχυμένης αναλογικής. Για όσους, τουναντίον, βλέπουν λίγο πιο μακριά, όπως είναι αυτοί που ανησυχούν με τα υψηλά ποσοστά αποχής, με το πελατειακό σύστημα και με την αυξανόμενη απαξίωση της πολιτικής, είναι προφανές ότι κάτι πρέπει να αλλάξει: για παράδειγμα, δεν θα πρέπει κάποτε ο σταυρός προτίμησης να αντικατασταθεί με ένα σύστημα που θα περιορίζει το ρουσφέτι και θα ενισχύει την πολιτική αντιπαράθεση εις βάρος της προσωπικής; Η καθιέρωση 180 μονοεδρικών περιφερειών (χωρίς σταυρό προτίμησης) και 120 πολυεδρικών (με λίστα), όπως το είχαμε προτείνει το 2009 (επιτροπή Ραγκούση) θα ήταν ίσως μια λύση. Η πρόβλεψη εξάλλου πολλαπλής ψήφου –όπως το προτείνει σήμερα (μόνον όμως για τους ΟΤΑ) ο κ. Θοδωρής Λιβάνιος– θα συνέτεινε στην αποδυνάμωση των αντισυστημικών κομμάτων υπέρ των μετριοπαθών, κάτι που θα συνέβαλε στη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος σε ένα περιβάλλον γεωπολιτικών (και όχι μόνο) ανατροπών.”
Και τονίζει με νόημα “Τέτοιου είδους αλλαγές θα ήταν ευκταίες, γιατί θα καθιστούσαν την πολιτική ελκυστικότερη και θα μείωναν την αποχή. Προϋπόθεση γι’ αυτές είναι να υπάρξουν ευρύτερες συναινέσεις, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με σοβαρό διάλογο. Αρκεί να βρεθεί κάποιος να τον ανοίξει.”.