Πολέμα τον βασιλιά όταν είναι ζωντανός
Χαλκιδα, Δεκέμβρης 1974. Οδός Αβάντων. Ένα τσούρμο πιτσιρίκια κολλάμε αφίσες για το δημοψήφισμα. «ΟΧΙ στον βασιλιά!», Μόλις έχω γυρίσει από Στοκχόλμη, «φορτωμένος» από τα πύρινα λόγια του Περικλή Κοροβέση. Σε λίγες μέρες θα γινόμουνα 14 χρόνων…
Ο Κώστας ο Θανόπουλος, που μας εγκατέλειψε ένα από τα τελευταία βράδια του 2022 στην τύχη μας, ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία και αρχηγός της αφισοκολλήσεως. Ή μάλλον όχι αυτός, ο σεσημασμένος κομμουνιστής ο σκύλος του, ο Ναλούτ ήτανε. Αίφνης μας κόβει τον δρόμο μια λευκή Galant. Μια υπέροχη ελληνικής κατασκευής λιμουζίνα, από αυτές που είχε χαρίσει ο Σαρακάκης στην Ασφάλεια. Ξεπροβάλλουν από μέσα οι … «μυστικοί», ο Τζώρτζης, ο Ζαφείρης και ο Καλιγούλας, με μαύρες καμπαρντίνες, μαύρα γυαλιά και καπέλα, πράκτωρ ΘΟΥ ΒΟΥ κανονικά.
«Μας κυκλώσανε» φωνάζει, αν θυμάμαι καλά, ο Θάνος. Άλλη Galant από πίσω, μαύρη, ανοίγουν οι πόρτες και βγαίνει ο ίδιος ο Αθάνατος, ο διοικητής ασφαλείας Χαλκίδας. «Μας μπουζουριάζουνε, ήδη τρώμε ανάποδες, θα μας κουρέψουνε στο τμήμα με την ψιλή, τι κάνει ο αρχηγός;» Ο Θανόπουλος προσπαθούσε να ηρεμίσει τον Ναλούτ: «ήρεμα αγόρι μου, μασκαράδες είναι οι τύποι, άδικα αγριεύεις». Ο πρόγονος του Λουκάνικου όταν μυριζότανε μπάτσο λύσσαγε, δεν δεχόταν αφεντικό και καθοδήγηση. Δαγκώνει λοιπόν το χέρι του Καλιγούλα και χυμάει στον ίδιο τον Αθάνατο. Έντρομος προσπαθεί να κρυφτεί στο ασφαλίτικο, ο Ναλούτ βάζει το κεφάλι του στο ανοιχτό παράθυρο και του σκίζει την μαύρη καμπαρντίνα. Ήταν η πρώτη νικηφόρα μάχη με τα απομεινάρια της χούντας, χάρη στον υπέροχο σκύλο του Θανόπουλου.
Έκτοτε η δίκη μας παρέα ήταν η μόνη που κυκλοφορούσε νύχτα στο κεντρο της Χαλκίδας ανενόχλητη. Όποιος άλλος τολμούσε να ξεμυτίσει τον συλλαμβάνανε με την κατηγορία ότι… περιφέρετο ασκόπως. Ο Ναλούτ έφυγε νωρίς αλλά τον θυμόμαστε πάντα. Όπως δεν θα ξεχάσουμε ποτέ και το αφεντικό του, τον φίλο μας τον Κωστή, μια μεγάλη μορφή της Αριστεράς και του αντεργκράουντ στην πόλη, στον οποίο αποφεύγω να αναφερθώ μη τυχόν και ευθυμήσουμε, ενώ θέλουμε να τον κλάψουμε λίγο ακόμα.
Αν πω ότι λυπήθηκα για τον γιό της Φρειδερίκης θα ‘ταν ψέμα.
Η ανθελληνική δυναστεία των Σλέσβιχ – Χολστάιν – Σόντερμπουργκ – Γλίξμπουργκ ήταν μισητή. Αυτοί οι βασιλιάδες δεν ήτανε δικοί μας, μας τους φόρεσαν οι βαυαροί γι αυτό δεν μπορέσαμε ποτέ να τους ανεχτούμε, έστω, σαν φολκλόρ.
Αρκετοί γράφανε ιστορίες, σαν την δική μου, ψες βράδυ στο Facebook.
Πολλοί όμως, που πιθανόν, λόγω ηλικίας, να μην έχουν ζήσει τον αντιβασιλικό αγώνα, έβγαλαν χολή, ειρωνεύονταν.
Ποτέ δεν ειρωνευόμαστε τον νεκρό.
Αν έχεις γκατς κάντο όταν έχει όλη την εξουσία.
Πολέμα τον βασιλιά όταν είναι ζωντανός.
Δεν μου αρέσανε αυτοί οι τζάμπα μάγκες χθες στα σόσιαλ.
Διότι, όπως πολύ σωστά έγραφε κάποτε ο Αλέκος Α. Ανδρικάκης στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ: «Σ’ ένα σημείο συμπίπτουν πάντοτε οι πολιτισμοί. Ανεξάρτητα από τη βαρβαρότητα ή όχι μιας εποχής ή ενός λαού, ανεξάρτητα από το θρήσκευμα ή την κυρίαρχη ιδεολογία, ο σεβασμός στο νεκρό ήταν πάντα το κοινό και ξεχωριστό χαρακτηριστικό. Δεν υπάρχει πολιτισμός, δεν υπάρχει λαός, που να μην είχε αυτό το σεβασμό, ακόμη και στο νεκρό του εχθρού. Η σκύλευση, η προσβολή ενός νεκρού και της μνήμης του, θεωρείται πράξη που ξεφεύγει από τα όρια και τις αρχές του πολιτισμού. Και χαρακτηρίζει την έννοια της βαρβαρότητας».
Εμείς, ως γνωστόν, τον θέλουμε παιδιά τον βασιλιά, όπως λέει το άσμα, να τον πάμε στο παλάτι, να πουλάει Ριζοσπάστη και να κάνει ό,τι λέει η εργατιά.