Πώς θα κινηθούν οι τιμές ρεύματος τα επόμενα χρόνια
Πτωτικά αναμένεται να κινηθούν τα επόμενα χρόνια οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, σύμφωνα με τις παραδοχές που επικαλείται το εθνικό σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ), παρ’ ότι επίκειται εκτίναξη σε ένα βασικό κοστολογικό παράγοντα, τα δικαιώματα CO2.
Αν και οι μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις βασίζονται πάντα σε υποθέσεις που στην πορεία μπορεί κάλλιστα να διαψευστούν, οι συντάκτες του ΕΣΕΚ, που πρόκειται να βγει σε διαβούλευση αυτή την εβδομάδα, προβλέπουν ότι το μέσο κόστος του ρεύματος θα πέσει κάτω από τα 14 λεπτά / κιλοβατώρα το 2030 (σήμερα λίγο πάνω από 16 λεπτά). Το 2035 θα κυμαίνεται στα 12,5 λεπτά, το 2040 στα 11,6 λεπτά, το 2045 θα υποχωρήσει περαιτέρω στα 10,9 λεπτά για να πέσει από το 2050 και μετά, κάτω και από το φράγμα των 10 λεπτών.
Η εκτίμηση αυτή των συντακτών του κειμένου υπόκειται φυσικά σε μια σειρά από παραδοχές με υψηλό βαθμό αβεβαιότητας. Στηρίζεται, ωστόσο, σε αδρές γραμμές στην λογική ότι το ενεργειακό μείγμα της χώρας θα πρασινίζει όσο περνούν τα χρόνια ολοένα και περισσότερο.
Το μείγμα θα απαρτίζεται πλέον από πολλά παλαιά και αποσβεσμένα έργα ΑΠΕ, οι περικοπές πράσινης ενέργειας θα έχουν περιοριστεί, καθώς θα υπάρχει πληθώρα μπαταριών, ενώ οι χονδρεμπορικές τιμές του φυσικού αέριου (TTF) θα παραμείνουν σχετικά σταθερές.
Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Κομισιόν που επικαλείται το ελληνικό σχέδιο, πέρα από τα σκαμπανεβάσματα, αυτές θα κυμαίνονται στα επίπεδα των 38 ευρώ / MWh μέχρι και το 2050. Σημειωτέον ότι η τιμή που έκλεισε τη Παρασκευή το ολλανδικό χρηματιστήριο ήταν τα 40 ευρώ, έπειτα από ένα μίνι ράλι 15% τη τελευταία εβδομάδα.
Ακόμη και αν αποδεχτούμε τη μεθοδολογική προσέγγιση για το φυσικό αέριο, εγείρεται το ερώτημα πώς δικαιολογείται μια σταδιακή μείωση μακροπρόθεσμα των τιμών στο ρεύμα όταν όλες οι εκτιμήσεις δείχνουν εκτίναξη, γύρω από τον άλλο βασικό παράγοντα κόστους, τις τιμές CO2. Τα γνωστά δηλαδή δικαιώματα που τελούν υπό διαπραγμάτευση στα χρηματιστήρια ρύπων. Αυτά από τα 70 ευρώ ανά τόνο σήμερα, αναμένεται ότι θα κυμαίνονται στα επίπεδα των 80 ευρώ μέχρι το 2030, για να εκτιναχθούν την επόμενη δεκαετία στα 290 ευρώ μέχρι το 2040 και στα 490 ευρώ τον τόνο μέχρι το 2050, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Βρυξελλών που επικαλείται το σχέδιο. Δηλαδή θα αυξηθούν πάνω από 300% μέχρι το 2040.
Αύξηση που βρίσκεται στη καρδιά της πολιτικής της Κομισιόν για τη πράσινη μετάβαση, προκειμένου να καταστούν όσο το δυνατόν πιο ασύμφορα τα ορυκτά καύσιμα, να επιταχυνθεί η ενεργειακή μετάβαση και να βρεθούν πόροι για τη χρηματοδότηση της και από τους νέους τομείς στους οποίους θα επεκταθούν τα δικαιώματα CO2, δηλαδή τα κτίρια και οι μεταφορές.
Στο ερώτημα πώς είναι δυνατόν μπροστά σε μια τέτοια εκτίναξη του κόστους των ρύπων, να είναι εφικτή η μείωση των τελικών τιμών στο ρεύμα, η απάντηση των συντακτών του ΕΣΕΚ ακούει στη λέξη ΑΠΕ. Το ολοένα και μεγαλύτερο πρασίνισμα του ενεργειακού μεγίματος της χώρας θα εμποδίζει τη μετακύλιση από τα κόστη του CO2 στις τελικές τιμές.
Το μεταβλητό κόστος των μονάδων φυσικού αερίου θα αυξάνεται λόγω των δικαιωμάτων ρύπων, ωστόσο το συνολικό μεσοσταθμικό μεταβλητό κόστος του συστήματος θα πέφτει, ακριβώς επειδή θα μπαίνουν μαζικά στο μείγμα μεγάλοι όγκοι πράσινης ενέργεια. Εργα με μηδενικό λειτουργικό κόστος, τα οποία θα έρχονται να προστεθούν στα παλαιότερα που θα έχουν ήδη αποσβέσει το αρχικό κόστος κεφαλαίου.
Το 2025 η συμμετοχή των ΑΠΕ στο μείγμα θα φτάσει το 55% (χωρίς τα μεγάλα υδροηλεκτρικά). Το 2030 στο 66,5%, το 2035 στο 74%, το 2040 στο 79%, το 2045 στο 81% και το 2050 στο 83%. Και παρ’ ότι μέχρι τότε τα κόστη του CO2 θα έχουν εκτιναχθεί, εντούτοις το τελικό κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας θα βαίνει μειούμενο.
Στην ουσία, το κείμενο υπονοεί ότι δίχως ένα όλο και πιο πράσινο ενεργειακό μείγμα τα επόμενα χρόνια, που το 2035 θα ξεπερνά πλέον το 70% όσες επιδοτήσεις και να μοίραζε το κράτος, θα ήταν αδύνατο να συγκρατηθούν σε λογικά επίπεδα οι τιμές του ρεύματος μπροστά σε τέτοια ανατιμητικά σινιάλα από τη πλευρά του κόστους.
Τα παραπάνω φυσικά παρ’ ότι στηρίζονται σε λογικές παραδοχές, έχουν την αξία που έχουν οι μακροπρόθεσμες μακροοικονομικές προβλέψεις. Η κατάρτιση τους έχει λάβει υπόψη μεθοδολογίες και υποθέσεις, αγνοώντας από τη φύση τους άλλες παραμέτρους και αγνώστους «Χ», που όπως έχει αποδείξει η εμπειρία, εμφανίζονται πλέον με τέτοια συχνότητα, ώστε ανατρέπουν κάθε μακροπρόθεσμη πρόβλεψη, ακόμη και αυτές που έχουν στηριχθεί σε μετριοπαθείς εκτιμήσεις.