Που πας βρε κακομοίρη
Από το γαλάζιο χρώμα του Twitter μέχρι το μανταρίν της Κεντρικής Επιτροπής, η γεωπολιτική σκηνή θυμίζει πια περισσότερο παρωδία τύπου Saturday Night Live παρά σοβαρή παρτίδα σκάκι. Και στη γωνία του ρινγκ, με σφιγμένα τα δόντια και τεντωμένη τη γραβάτα, στέκεται ο γνωστός πορτοκαλής υπερ-εγώ: Ντόναλντ Τραμπ, με τη γνωστή του αυτοπεποίθηση που τρέφεται από τηλεθέαση, μπέργκερ και χειροκροτήματα.
Απέναντί του, σαν σκιά που δεν μιλάει αλλά καταπίνει, κάθεται ο Σι Τζινπίνγκ. Δεν του αρέσουν τα σλόγκαν, δεν κάνει λογοπαίγνια, δεν φοράει καουμπόικες μπότες. Φοράει το ίδιο γκρι κουστούμι εδώ και δώδεκα χρόνια, αλλά κυβερνά 1,4 δισεκατομμύρια ανθρώπους με το ίδιο βλέμμα που άλλοι χρησιμοποιούν για να περάσουν ακτίνες Χ από το μυαλό σου.
Ο Σι Τζινπίνγκ δεν μεγάλωσε με χρυσά κουτάλια – μεγάλωσε χωρίς κουτάλια. Στα 13 του τον είπαν “προδότη”, του έκλεισαν τις πόρτες του σχολείου, τον έστειλαν εξορία σε ένα χωριό χωρίς ηλεκτρικό, και τον ανάγκασαν να κουβαλάει κοπριά για να αποδείξει πως αξίζει να υπάρχει. Η μητέρα του υποχρεώθηκε να τον αποκυρηξει δημοσίως. Ζούσε σε μια σπηλιά. Επτά χρόνια χειρωνακτικής δουλειάς για να μπει στο κόμμα που είχε εξορίσει τον πατέρα του. Ο Τραμπ την ίδια ώρα ζούσε στον Πύργο του πατέρα του και αναρωτιόταν γιατί το Diet Coke δεν έχει τη γεύση που του αρέσει. Ο Σι έμαθε να σωπαίνει και να περιμένει. Όπως τις δεκάδες φορές που αιτηθηκε- και απορρίφθηκε – να γίνει μέλος του κόμματος που τώρα κυβερνά. Ο Τραμπ έμαθε να φωνάζει για να παίρνει ό,τι θέλει. Ο ένας χαλυβδώθηκε. Ο άλλος κακομαθεύτηκε. Δεν είναι απλώς διαφορετικές ζωές. Είναι διαφορετικά είδη.
Και κάπου εδώ, ο ελέφαντας του δωματίου (ο κυριολεκτικός, με τα αστεράκια και τις ρίγες) αποφασίζει πως μπορεί να τα βάλει με τον Δράκο.
Πού πας βρε κακομοίρη;
Ο Σι δεν έχει ανάγκη να φωνάζει. Ούτε να γράφει με κεφαλαία γράμματα στο Truth Social. Την ώρα που ο Τραμπ παραληρεί για «κλεμμένες εκλογές» και «σατανικά emails», ο Σι υπογράφει συμφωνίες δισεκατομμυρίων στη Μέση Ανατολή, διεισδύει στην Αφρική σαν μετάσταση σε σώμα και επαναφέρει τον κρατικό καπιταλισμό ως ιδεολογική νίκη πάνω στη Δύση.
Ο πρώτος φωνάζει “Make America Great Again”, ο δεύτερος κάνει την Κίνα Great Again – χωρίς να το διαφημίζει.
Ο Τραμπ απειλεί να “καταστρέψει” το Πεκίνο με δασμούς, ενώ αγοράζει γραβάτες φτιαγμένες στην Κίνα. Ο Σι απαντάει όχι με tweets, αλλά με μικροτσιπ, δορυφόρους, και ένα κοινωνικό credit system που σε κάνει να σκέφτεσαι δύο φορές πριν διαμαρτυρηθείς επειδή ο αναπτήρας σου δεν δουλεύει.
Ο Τραμπ σκηνοθετεί τον εαυτό του ως Κολοκοτρώνη του λευκού Οίκου. Ο Σι, από την άλλη, δεν χρειάζεται να σκηνοθετήσει τίποτα. Το σύστημα έχει ήδη στήσει τη σκηνή – χωρίς ερωτήσεις, χωρίς αντίλογο, χωρίς εκλογικά… μικροατυχήματα. Και όσο ο Τραμπ απειλεί να “κάψει το βάλτο” στην Ουάσιγκτον, ο Σι χτίζει από το μηδέν μια παγκόσμια εναλλακτική τάξη – με την ίδια ησυχία που άλλοι αλλάζουν λάμπες.
Είναι σαν να συγκρίνεις ένα ριάλιτι σόου με έναν γαλλικό πύραυλο εδάφους-αέρος. Ο ένας είναι χαοτικός, θορυβώδης και φτιαγμένος για τις κάμερες. Ο άλλος είναι ψυχρός, στρατηγικός, και όταν πατάει το κουμπί, δεν το κάνει για να πάρει likes.
Η ειρωνεία; Ο Τραμπ συνεχίζει να πιστεύει πως μπορεί να “νικήσει την Κίνα”. Όχι γιατί έχει κάποιον στρατηγικό σχεδιασμό ή διεθνή όραση, αλλά επειδή κάποτε έπαιξε πόκερ με έναν Κινέζο εκατομμυριούχο στο Ατλάντικ Σίτι και τον κέρδισε. Μάλλον.
Ο Σι, πάλι, δεν χρειάζεται να νικήσει τον Τραμπ. Ο Τραμπ κάνει αρκετή ζημιά μόνος του. Με κάθε ανορθόγραφο post, με κάθε θεωρία συνωμοσίας, με κάθε απόπειρα να ξαναγράψει το Σύνταγμα με μαρκαδόρο Sharpie.
Και το συμπέρασμα;
Ο Σι χτίζει το μέλλον. Ο Τραμπ διαφημίζει το παρελθόν.
Και όσο ο πρώτος γράφει την ιστορία με χαμηλή φωνή και σιδερένια βούληση, ο δεύτερος παίζει το ρόλο του αυτοκράτορα χωρίς ρούχα – μόνο που δεν το καταλαβαίνει καν.
Ο κόσμος αλλάζει, η Ανατολή ανεβαίνει, και ο Ντόναλντ… βάζει ακόμα ζελέ.
Πού πας βρε κακομοίρη;