“Χτυπάτε! Κτήνη”…
Eκείνο το πρωί ο καιρός ήταν βροχερός και η δοξολογία μουδιασμένη. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, ο ταξίαρχος Ρόναλντ Σκόμπι, ο στρατάρχης Ανατολικής Μεσογείου Ουίλσον, ο ναύαρχος Κάνιγχαμ, ο αρχηγός της Αστυνομίας Άγγελος Έβερτ. Παρατεταγμένοι έξω από τον ναό ιερολοχίτες, χωροφύλακες από τους στρατώνες του Μακρυγιάννη, το άγημα του ναυτικού και στη μέση του προαυλίου χώρου σε στάση “παρουσιάστε αρμ” μια διμοιρία του ΕΛΑΣ Αθήνας με 34 πάνοπλους γενειοφόρους που φορούσαν τα χαρακτηριστικά γερμανικά κράνη. Χιλιάδες κόσμος ζητωκραυγάζει – φωνάζει: “Θάνατος στους δοσιλόγους! Θάνατος στους προδότες! Λαοκρατία!” Η ΕΑΜοκρατούμενη Αθήνα μετρούσε μόλις 16 ημέρες ελευθερίας και υποδεχόταν την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και τα πρώτα βρετανικά αγήματα, Λίγο πριν αρχίσουν τα Δεκεμβριανά και ο εμφύλιος πόλεμος για μια στιγμή μόνο οι Έλληνες βρέθηκαν στον Άγνωστο Στρατιώτη για να υποκλιθούν στους νεκρούς του αλβανικών μετώπου, της αντίστασης και της ναζιστικής Κατοχής. Για την απελευθέρωση της Αθήνας, 80 χρόνια πριν, στις 12ης Οκτωβρίου 1944, πολλά έχουν γραφτεί. Ελάχιστες όμως είναι οι γραπτές μαρτυρίες για αυτό το “άγνωστο” αντιφασιστικό συλλαλητήριο της 28 Οκτωβρίου 1944.
Μπροστά στο ναό είχαν παραταχθεί το άγημα του ναυτικού, η διμοιρία του Ιερού Λόχου (με επικεφαλής τον τότε υπολοχαγό και μετέπειτα χουντικό, Ιωάννη Λαδά), αστυνομικοί και χωροφύλακες (διακριτικά) από τους στρατώνες του Μακρυγιάννη και μια διμοιρία του ΕΛΑΣ Αθήνας με τα χαρακτηριστικά γερμανικά κράνη. Ο κόσμος, περιγράφει ο ιστορικός Ιάσσονας Χανδρινός, ήταν εκστασιασμένος, χειροκροτούσε και ζητωκραύγαζε, έβγαζε φωτογραφίες. Τα περισσότερα μάτια έπεφταν σε μια ξεχωριστή ομάδα 34 πάνοπλων γενειοφόρων που βρίσκονταν, στη μέση του προαύλιου χώρου σε στάση «παρουσιάστε αρμ» με τον χαρακτηριστικό αντάρτικο τρόπο που είχε καθιερώσει ο Άρης Βελουχιώτης: Το χέρι κρατά το τουφέκι από το κοντάκι, προτεταμένο προς τα μπρος. Η ηγεσία του ΕΛΑΣ είχε διατάξει τη μονάδα που βρισκόταν πιο κοντά στην Αθήνα, το 34ο Σύνταγμα Αττικοβοιωτίας, να επιλέξει τους άνδρες για αυτή την εξόχως τιμητική αποστολή και ο θρυλικός καπετάνιος του Συντάγματος, Γιάννης Αλεξάνδρου (Διαμαντής), επέλεξε προσωπικά τους καλύτερους μαχητές.
Ένας από αυτούς, ο Γιώργος Γούναρης (“Αρτέμης”) από την Εύβοια, περιέγραψε στο ημερολόγιο που κρατούσε τη πιο συγκινητική μέρα της μέχρι τότε ζωής του:
“Το τι έγινε δεν περιγράφεται!… Μάταια ο [επικεφαλής μας] Αποστόλης δίνει παραγγέλματα βηματισμού. Οι αστυφύλακες προσπαθούν να συγκρατήσουν τον κόσμο. Σπάζουν τα φράγματα, χυμούνε πάνω μας και μας αρπάζουν τρεις από κάθε σειρά. Μας φιλούν, κλαίνε… Είμαι σε μια από τις δύο σειρές προτελευταίος. Μας σηκώνουν στα χέρια, προσπαθούν κάτι να πάρουν σαν ενθύμιο μα τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Όλοι μας τραβολογούν… Εμείς τα έχουμε χαμένα… Μόνον κεφάλια βλέπομε και χέρια να ανεμίζουν, φιλιά να μας στέλνουν από μακριά… Μια κοπέλα στα μαύρα με έχει αγκαλιάσει σα να θέλει να είμαι δικός της. Της δίνω ένα δαχτυλίδι γερμανικό. Κλαίει και φωνάζει ‘Αδελφάκι μου!…’. Ένα γερμανικό τσακμάκι το δίνω σε κάποια που κλαίει. Δύο μανδηλάκια από φωτοβολίδες τα πετώ και αναμπουμπούλα γίνεται ποιος θα τα πάρει. Το ίδιο κάνουν και οι άλλοι. Τέλος επεμβαίνει πάλι η ΕΠΟΝ και μπροστά αυτοί, κοντά εμείς, φτάσαμε και μπήκαμε στην σειρά μας. Ο κόσμος φωνάζει: ‘Θάνατος στους δοσιλόγους! Θάνατος στους προδότες δολοφόνους!’. Φτάσαν οι επίσημοι, καταθέτουν στεφάνια στον Άγνωστο Στρατιώτη, εμείς παρουσιάζομε όπλα […] Η πλατεία είναι ασφυκτικά γεμάτη, τα αντάρτικα τραγούδια έχουν ανάψει. Σε μια στιγμή βγήκε ο συναγωνιστής Σαράφης, ο Ποπώφ και 5-6 άλλοι στο μπαλκόνι, μας κοίταξαν χαμογελώντας και μπήκαν μέσα. Επίκαιρο τραγούδι του Αγώνα λέγαμε: “Απόψε θα πλαγιάσουμε σε δροσερά χορτάρια” καθώς και: “Το λεν’ οι κούκοι στα βουνά και οι πέρδικες στα πλάγια”. Επίσης: “Εσείς παιδιά ανταρτόπαιδα, παιδιά της Σαμαρίνας”. Τέλος, αφού πέρασε καμιά ώρα με χορούς και τραγούδια, τους αποχαιρετήσαμε όλους [και] ανεβήκαμε στο αμάξι για την επιστροφή. Το αμάξι το ακολουθούν νέοι και νέες. Από διάφορους δρόμους έρχονται μάζες συναγωνιστών με στεφάνια και λουλούδια. Πηδάν οι νέες πάνω στην καρότσα και μας κρεμούν στεφάνια στους λαιμούς. Με πρόκες τα κρεμούν στην καρότσα. Στον Ασπρόπυργο που φτάσαμε, μέτρησαν οι συναγωνιστές 210 στεφάνια. Ένας τεράστιος σωρός έγινε εκεί στην άκρη της πλατείας…”
Στις 5 Σεπτεμβρίου 1944 εκτελείται στο Σκοπευτήριο Καισαριανής ανάμεσα σε 50 πατριώτες η ΕΠΟΝίτισσα Ηρώ Κωνσταντοπούλου, 17 ετών, η οποία στις 31 Ιουλίου είχε συμμετάσχει στην ανατίναξη τρένου που μετέφερε πυρομαχικά για τον γερμανικό στρατό, αφού πριν είχε συλληφθεί και βασανιστεί φριχτά και ο 14χρονος Ανδρέας Λικουρίνος, ο οποίος σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του, ώστε να είναι στη γραμμή βολής του πολυβόλου και να μην αποφύγει την σφαίρα. Οι τελευταίες μέρες της ναζιστικής κατοχής μόνο αναίμακτες δεν ήταν. Δύο μέρες πριν τη γερμανική υποχώρηση τα Τάγματα Ασφαλείας εκτέλεσαν 47 άτομα και πυρπόλησαν 400 σπίτια στο Κορωπί, στο δρόμο προς την πρωτεύουσα από τα ανατολικά παράλια της Αττικής, από όπου οι Βρετανοί προωθούσαν οπλισμό για την ενίσχυση της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής και αντικομουνιστικών οργανώσεων, όπως η οργάνωση Χ. Την παραμονή της Απελευθέρωσης Γερμανοί επιτέθηκαν στην προσφυγική Καισαριανή, προπύργιο του ΕΑΜ, απαγχονίζοντας τους αγωνιστές που συνέλαβαν. Μέχρι την ύστατη ώρα οι κατακτητές προσπάθησαν να υπονομεύσουν και να καταστρέψουν βιομηχανικές υποδομές γύρω από την Αθήνα. Η “Μάχη της Ηλεκτρικής” που έδωσε ο ΕΛΑΣ έσωσε το εργοστάσιο από την καταστροφή η οποία θα βύθιζε για μήνες την περιοχή της πρωτεύουσας στο σκοτάδι και διαφύλαξε το αγαθό του ηλεκτρισμού για τους κατοίκους της. Το λιμάνι του Πειραιά δε γλίτωσε ωστόσο την “υπογραφή του κτήνους.” Πριν λάβουν την εντολή εκκένωσης της πρωτεύουσας, τα S-S προχώρησαν στην εκτέλεση 72 Ελλήνων πατριωτών στο Δαφνί, ενώ εξόντωσαν και την ομάδα των συνεργατών τους διερμηνέων, προκειμένου να μην αποκαλυφθούν λεπτομέρειες των εγκληματικών τους πράξεων. Λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί ανατινάζουν αποθήκη πυρομαχικών στο Παναθηναϊκό Στάδιο, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν οι τρεις χωροφύλακες που τη φρουρούν. Τμήματα του ΕΛΑΣ φροντίζουν τους τρεις τραυματίες, ωστόσο όχι πολύ μακριά τους, στην οδό Αναπαύσεως, στο Μετς, στρατοπεδεύουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Σύμφωνα με τον “Ριζοσπάστη” (ο οποίος κόστιζε 200.000.000 δραχμές!), οι “εκτός νόμου γερμανοτσολιάδες ματοκύλισαν πάλι τις συνοικίες Α’ Νεκροταφείου – Μετς. Με όλμους, βαριά πολυβόλα, χτύπησαν πάνω στα σπίτια με αποτέλεσμα των τραυματισμό δεκάδων γυναικόπαιδων και μια γυναίκα νεκρή.” Ο ΕΛΑΣ επιτίθεται τελικώς και ύστερα από μάχη σκοτώνονται είκοσι ταγματασφαλίτες, ενώ ο ΕΛΑΣ έχει έναν νεκρό και δέκα τραυματίες. Η “λευτεριά φτερουγίζει πάνω από την Αθήνα μας.” Το πρωινό της 12ης Οκτωβρίου 1944, Γερμανοί στρατιώτες υποστέλλουν τη ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη, ύστερα από 1264 ημέρες Κατοχής . Πριν αποχωρήσουν τα Γερμανικά στρατιωτικά οχήματα από την Αθήνα ο επικεφαλής τους μαζί με τον διορισμένο δήμαρχο Άγγελο Γεωργάτο καταθέτουν στεφάνι στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη. Μόλις οι Γερμανοί εγκαταλείπουν την Πλατεία Συντάγματος, το σιωπηρό πλήθος ξεσπάει σε αλαλαγμούς χαράς και ποδοπατάει το στεφάνι με τον αγκυλωτό σταυρό. Το διήμερο 14 και 15 Οκτωβρίου εισέρχονται στην Αθήνα οι πρώτες βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες γίνονται δεκτές από τους Αθηναίους με ενθουσιασμό. Στις 15 λίγο μετά τη μία το μεσημέρι ξεσπούν βίαια επεισόδια επί της Πανεπιστημίου, με ανταλλαγές πυροβολισμών, νεκρούς και τραυματίες. Στα ξενοδοχεία «Ερμής», «Παλλάδιον» και «Μαζέστικ» εισέρχονται ένοπλοι εθνικιστικών οργανώσεων, οι οποίοι βάλλουν από εκεί κατά των ΕΑΜιτών. Ο απολογισμός, σύμφωνα με τον “Ριζοσπάστη” είναι 8 νεκροί και 94 τραυματίες, ενώ υπεύθυνη του μακελειού: “η διαβόητη σπείρα του Τάκη Μακεδόνα και του Παναγιώτη Ψαραδέλη, που ματοκύλισε την εποχή της γερμανικής κατοχής τον Βόλο, διαπράττοντας αφάνταστα κακουργήματα”. Την 28η Οκτωβρίου για μια μόνο στιγμή υπήρξε ανακωχή. Τα Δεκεμβριανά όμως και ο εμφύλιος πόλεμος ήταν πολύ κοντά.
Ηρώ Κωνσταντοπούλου: 17 σφαίρες στα 17 της χρόνια. Λίγο πριν την εκτελέσουν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής έσκισε το φόρεμά της και φώναξε: “Χτυπάτε! Κτήνη”…