Ρινοπλαστική: Πότε η επανεπέμβαση είναι καλή επιλογή;
Απογοήτευση προκαλούν τα μη ικανοποιητικά αποτελέσματα μιας πλαστικής χειρουργικής επέμβασης, πόσο μάλλον μιας ρινοπλαστικής. Κι αυτό διότι η κεντρική θέση της μύτης στο πρόσωπο μπορεί να κάνει το μετεγχειρητικό πρήξιμο, το στράβωμα, την κατάρρευση ή την δυσαρμονία αρκετά εμφανή για τον μέσο παρατηρητή.
Συχνά το δυσάρεστο αυτό συναίσθημα συνοδεύει μετά την επέμβαση τον χειρουργημένο ασθενή και επιβάλλεται η σωστή ενημέρωση από τον χειρουργό και η υπομονή του ασθενούς προκειμένου να γίνει εμφανές το τελικό αποτέλεσμα της επέμβασης στη μύτη το οποίο μπορεί να χρειαστεί ακόμη και ένα χρόνο για να οριστικοποιηθεί. Παρότι στην πλειονότητα των χειρουργημένων η αρνητική αυτή άποψη υποχωρεί τελικά, υπάρχει ένα ποσοστό που συνειδητοποιεί ότι χρειάζονται μια δεύτερη ρινοπλαστική.
Όπως μας εξηγεί ο πλαστικός χειρουργός προσώπου – ΩΡΛ Δρ. Γεώργιος Μοιρέας, η μύτη είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του προσώπου που καθορίζει την έκφραση, την συμμετρία και την αισθητική του, σε σημείο που πολλοί άνθρωποι όταν είναι δυσαρεστημένοι από την εμφάνισή της, στρέφονται στους ειδικούς χειρουργούς για τη βελτίωσή της. Στους περισσότερους το αποτέλεσμα είναι ικανοποιητικό. Εντούτοις, είναι γεγονός ότι η ρινοπλαστική είναι μια πολύπλοκη επέμβαση που απαιτεί σημαντικές γνώσεις ανατομίας, καθώς και σχολαστική ακρίβεια και χειρουργική δεξιότητα. Είναι προφανές, λοιπόν, γιατί μπορεί μια ρινοπλαστική να μην έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Βέβαια, υπάρχουν πολλοί λόγοι που μπορεί μια επέμβαση να απογοητεύσει. Ο πρώτος είναι, η κακή επικοινωνία μεταξύ ασθενή και χειρουργού,όταν η αντίληψη της κατάστασης, οι απόψεις και οι προσδοκίες του ασθενή δεν συμβαδίζουν με εκείνες του χειρουργού. Για παράδειγμα, ένας ασθενής αποφασίζει να προχωρήσει στην αρχική χειρουργική επέμβαση επειδή θέλει να αλλάξει το μέγεθος της μύτης του. Μετά το χειρουργείο και ύστερα από την απαιτούμενη περίοδο αναμονής, διαπιστώνει ότι θα την προτιμούσε μικρότερη ή μεγαλύτερη. Αυτό οφείλεται είτε στο ότι ο ίδιος ο ασθενής δεν εξέφρασε την επιθυμία του, ώστε να γίνει αντιληπτό αυτό που ήθελε, είτεο χειρουργός δεν κατανόησε επαρκώς τα λεγόμενα του ασθενή γιατί δεν έδωσε την απαιτούμενη προσοχή, είτε διότι ο χειρουργός δεν κατάφερε να εξηγήσει επαρκώς τα περιθώρια που υπάρχουν βάσει της ανατομίας της μύτης και της συμμετρίας του προσώπου με τρόπο σαφή και κατανοητό.
Ένας δεύτερος λόγος είναι η περίπτωση κατά την οποία η αρχική ρινοπλαστική δημιουργεί περισσότερα προβλήματα στη μύτη από αυτά που κλήθηκε να επιλύσει, είτε αυτά είναι αισθητικά είτε λειτουργικά. Αιτία μπορεί να είναι η απειρία του χειρουργού, η βιασύνη του ή η έλλειψη εξειδίκευσής του.
«Το ενδεχόμενο μιας δεύτερης λειτουργικής ρινοπλαστικής μπορεί να εξεταστεί, όταν το λειτουργικό ή και το αισθητικό αποτέλεσμα δεν είναι ικανοποιητικά.Όπως όταν το μέγεθος ή το σχήμα της μύτης δεν είναι τα επιθυμητά, όταν έχουν δημιουργηθεί ασυμμετρίες, όταν παραμένει και επιμένει η δυσχέρεια ρινικήςαναπνοής, αφούδεν έχουν αναδιαμορφωθεί σωστά τα οστά και οι χόνδροι της μύτης (με μεγαλύτερες ή μικρότερες αφαιρέσεις ή μετακινήσεις)καθώς και όταν έχει προκύψει τραυματισμός της μύτης καιο νέος σκελετός και τα μοσχεύματα έχουν παρεκτοπιστεί με συνέπεια διαφοροποίηση από το αρχικό αποτέλεσμα», διευκρινίζει ο Δρ. Μοιρέας.
Ευτυχώς, τις περισσότερες φορές οι αστοχίες αυτές μπορούν να διορθωθούν με μια επανεπέμβαση. Υπάρχουν, όμως, και προβλήματα που δεν μπορούν ναεπιλυθούν πλήρως σε ένα πιθανό δεύτερο χειρουργείο. Μερικοί ασθενείς, για παράδειγμα, μπορεί -ιδίως μετά από πολλαπλές επεμβάσεις- να έχουν σημαντική ίνωση στηνχειρουργημένη περιοχή, γεγονός που περιορίζει τις δυνατότητες της επανεπέμβασης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάποιες από αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι δυνατό να βελτιωθούν σημαντικά στο διορθωτικό χειρουργείο.
Μια λειτουργική ρινοπλαστική η οποία αποτελεί επανεπέμβαση, είναι ένα απαιτητικό χειρουργείο, διάρκειας 2-4 ωρώνμε αρκετές τεχνικές δυσκολίες, καθώς οι ιστοί είναι ινώδεις, έχουν προηγηθεί πολλές φορές υπερβολικές αφαιρέσεις και κακοποίηση του σκελετού στις προηγούμενες επεμβάσεις.
Η χρονική απόσταση από την πρώτη επέμβαση, είναι κρίσιμος παράγοντας για την πραγματοποίηση της επανεπέμβασης, καθώς οι περισσότεροι χειρουργοί δεν επιχειρούν μια δεύτερη ρινοπλαστική προτού περάσει το λιγότερο ένας χρόνος από την αρχική. Αιτία είναι ότιτο αποτέλεσμα της πρώτης ρινοπλαστικής χρειάζεται κάποιο χρόνο μέχρι να φανεί πλήρως.
Η αποθεραπεία της επανεπέμβασης είναι σύντομη. Οι περισσότεροι άνθρωποι επιστρέφουν στο σπίτι την ίδια μέρα μετά την επέμβαση. Μετά από μια εβδομάδα περίπου είναι σε θέση να εκτελέσουν τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις, εκτός κι εάν η φύση της εργασίας απαιτεί έντονη σωματική καταπόνηση.
«Η επαναληπτική ρινοπλαστική είναι διαφορετική για κάθε ασθενή και εξαρτάται από τον λόγο που έχει αποφασιστεί η πραγματοποίησή της. Είναι,λοιπόν, φυσιολογικό να υπάρχουν διαφορές στον απαιτούμενο χειρουργικό χρόνο ή και στην περίοδο ανάρρωσης. Τις περισσότερες φορές η δεύτερη επέμβαση διαρκεί περισσότερο από την αρχική, ειδικά σε πολύπλοκες περιπτώσεις που πρέπει να ληφθούν μοσχεύματα (μύτη, αυτιά, θωρακική πλευρά), ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που η διάρκεια είναι πολύ μικρή λόγω τοπικού προβλήματος, ακόμη και κάτω από μια ώρα. Κατά τη διάρκεια της ανάρρωσης -κατά περίπτωση- μπορεί να υπάρχει από πολύ μικρό έως και μεγαλύτερο οίδημα το οποίο απορροφάται σε διάστημα αντίστοιχο με αυτό μιας αρχικής ρινοπλαστικής. Το αποτέλεσμα όμως μέσα στους επόμενους 12-18 μήνες δικαιώνει κάθε αναμονή, με την προϋπόθεση, φυσικά, ότιστο διάστημα ανάρρωσης ο ασθενής προστάτευε τη μύτη του από τραυματισμούς», τονίζει ο Δρ. Μοιρέας.
«Η επιλογή του σωστού χειρουργού θα πρέπει να είναι το πρώτο μέλημα των ανθρώπων που επιθυμούν να αλλάξουν την εμφάνιση της μύτης τους για δεύτερη, τρίτη ή οποιαδήποτε επόμενη φορά. Ένας πολύ έμπειρος και εξειδικευμένος χειρουργός με σύγχρονα, προηγμένα χειρουργικά εργαλεία μπορεί να προσφέρει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα. Απαραίτητη προϋπόθεση, ωστόσο, είναι να υπάρχει καλή επικοινωνία με τον ασθενή και να γίνεται διάλογος για το τι είναι εφικτό να γίνει ώστε να αλλάξει την εμφάνιση και τον τρόπο λειτουργίας της μύτης. Η είσοδος της τεχνολογίας έχει βοηθήσει σημαντικά στην πρόληψη των προβλημάτων συνεννόησης, αφού οι ασθενείς έχουν πλέον τη δυνατότητα να δουν τη μελλοντική τους εμφάνιση πριν την επέμβαση. Με το σύστημα 3D προσομοίωσηςρινοπλαστικής ο χειρουργός μπορεί να προτείνει στον ασθενή τις ιδανικές λύσεις και ο ασθενής να δείξει πώς ακριβώς φαντάζεται τον εαυτό του, στην οθόνη σε μια τριών διαστάσεων εικόνα του. Το σημαντικότερο, όμως, όλων είναι ότι ο ασθενής με ρεαλιστικούς στόχους και προσδοκίες είναι εκείνος που θα ωφεληθεί περισσότερο από το αποτέλεσμα της χειρουργικής επέμβασης κυρίως όταν αυτή δεν γίνεται για πρώτη φορά», καταλήγει ο γιατρός.