S&P Global: Υποβάθμισε την Credit Suisse μία βαθμίδα πριν το junk
Υποβαθμίστηκε η μακροπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση του ομίλου Credit Suisse νωρίτερα σήμερα από την S&P Global Ratings μία μόλις βαθμίδα από το επίπεδο junk, τονίζοντας τις προκλήσεις που καλείται να υπερκεράσει ο ελβετικός χρηματοοικονομικός όμιλος που ανακοίνωσε την προηγούμενη εβδομάδα σχέδιο ευρείας αναδιάρθρωσης.
Η αξιολόγηση της Credit Suisse υποβαθμίστηκε σε BBB- από BBB, με σταθερό outlook. Βρίσκεται πλέον μόλις μία βαθμίδα πάνω από το BB, που εντάσσεται από πιστοληπτική άποψη στο πεδίο των “σπεκουλαδόρων”. Ο αμερικανικός οίκος, απηχώντας σειρά αναλυτών μετά την ανακοίνωση του πλάνου αναδιάρθρωσης, διαπίστωσε “πραγματικούς κινδύνους εκτέλεσης του σχεδίου εν μέσω επιδεινούμενων και έντονα μεταβαλλόμενων οικονομικών συνθηκών και περιβάλλοντος αγοράς”. Επισήμανε επίσης ότι ορισμένες λεπτομέρειες για πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων παραμένουν “μη ξεκαθαρισμένες”.
Η νέα στρατηγική της Credit Suisse οδήγησε τη μετοχή της σε κατάρρευση 18%, τη μεγαλύτερη ημερήσια πτώση στην ιστορία της, καθώς οι επενδυτές “ζύγισαν” το υψηλό κόστος του σχεδίου, τις μέτριες προβλέψεις για επιστροφές και τη σημαντική αποδυνάμωση της μετοχής.
Η τράπεζα ανακοίνωσε ζημίες τριμήνου 4,03 δισ. ελβετικών φράγκων, με την αναδιάρθρωση να προβλέπει τεμαχισμό του οργανισμού σε μικρότερα “κομμάτια” και να κοστίζει 2,9 δισ. φράγκα μέχρι και το 2024.
Η νέα υποβάθμιση της Credit Suisse σημαίνει ότι έχει πλέον τη χειρότερη “βαθμολογία” από πλευράς της S&P μεταξύ όλων των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών παγκοσμίως, δημιουργώντας ένα δομικό ντεζαβαντάζ στον ελβετικό όμιλο, αφού χαμηλότερη πιστοληπτική ικανότητα σημαίνει πρακτικά υψηλότερο κόστος εισροής κεφαλαίων. Κάνει επίσης τις τράπεζες λιγότερο θελκτικές ως εταίρους για συναλλαγές παραγώγων.
Πολλαπλές υποβαθμίσεις οδήγησαν τη γερμανική Deutsche Bank σε απώλεια μεγάλου μεριδίου αγοράς πριν χρόνια, ενώ η αναβάθμισή της έκτοτε οδήγησε και σε ανάκαμψη και επανάκτηση μέρους εκείνων των απωλειών.
Η Μοody’s, από την πλευρά της, επιβεβαίωσε την πιστοληπτική βαθμίδα μη εξασφαλισμένου χρέους της Credit Suisse στο Baa2, υποβαθμίζοντας παράλληλα το μακράς λήξης μη εξασφαλισμένο χρέος βασικής θυγατρικής της ελβετικής τράπεζας.
Προκειμένου να ενισχύσει τη χρηματοοικονομική της θέση, η τράπεζα σκοπεύει να αντλήσει περί τα 4 δισ. ελβετκά φράγκα μέσω έκδοσης δικαιωμάτων και πώλησης μετοχών σε επενδυτές – “κλειδιά” όπως η Saudi National Bank. Ο πρόεδρος του Δ.Σ. Axel Lehmann έχει δηλώσει ότι η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου θα κάνει την τράπεζα “εξαιρετικά σταθερή” και θα τη βοηθήσει να πραγματοποιήσει την αναδιάρθρωσή της, με την απόσχιση του κλάδου επενδυτικής τραπεζικής και την συρρίκνωση των δραστηριοτήτων trading.
Πέραν της πώλησης δραστηριοτήτων εξασφαλισμένων προϊόντων στις Apollo Global Management και Pacific Investment Management, η τράπεζα στοχεύει να περιορίσει το εργατικό δυναμικό της κατά 9.000, στις 43.000 εργαζόμενους έως το 2025.
Ως μέρος της ΑΜΚ, η Saudi National Bank αναμένεται να γίνει ένας από τους μεγαλομετόχους της Credit Suisse, με ποσοστό σχεδόν 10%. Η Αρχή Επενδύσεων του Κατάρ, έτερος μεγαλοεπενδυτής, αναμένεται να αυξήσει επίσης το ποσοστό της, σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times.