S&P: Οι τέσσερις βασικοί κίνδυνοι για τις ευρωπαϊκές τράπεζες το 2025
Η S&P εκτιμά ότι η απόδοση των τραπεζών στην Ευρώπη σε γενικές γραμμές θα παραμείνει γενικά σταθερή το 2025. Πιστεύει ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες θα συνεχίσουν να διατηρούν επαρκή κερδοφορία, ισχυρή ρευστότητα και υγιή κεφαλαιοποίηση καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, δεδομένων των προσεκτικά θετικών μακροοικονομικών προοπτικών.
Σύμφωνα με τον οίκο, η κερδοφορία των τραπεζών θα μειωθεί μόνο σε μέτριο βαθμό από τα υψηλά επίπεδα που παρατηρήθηκαν στους περισσότερους τραπεζικούς τομείς της περιοχής τα τελευταία δύο χρόνια. Αυτό θα υποστηριχθεί από την αυξημένη ζήτηση δανείων τόσο από εταιρείες όσο και από ιδιώτες, καθώς και από τη σταθερότητα στο πιστωτικό κόστος κατά τη διάρκεια του 2025. Όπως σημειώνει, το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, τα καθαρά έσοδα από τόκους αποδείχθηκαν πιο ανθεκτικά από τις προβλέψεις, λόγω των καθυστερημένων μειώσεων στα επιτόκια.
Η S&P τονίζει ότι τα χαμηλότερα επιτόκια θα συμβάλουν στην ανάπτυξη του τραπεζικού δανεισμού, με τη ζήτηση ήδη να εμφανίζει άνοδο. Αυτή η αύξηση θα μειώσει την πίεση στην ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών, που έχει αποδειχθεί ανθεκτική τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, η μείωση των επιτοκίων θα εντείνει την πίεση στα κέρδη, αναγκάζοντας τις ευρωπαϊκές τράπεζες να διαχειριστούν καλύτερα το κόστος χρηματοδότησής τους, να συνεχίσουν τη χρήση εργαλείων αντιστάθμισης επιτοκίου και να ελέγξουν περισσότερο το λειτουργικό τους κόστος.
Παράλληλα, οι διαφορές μεταξύ των τραπεζών και των τραπεζικών συστημάτων θα παραμείνουν, καθορίζοντας πόσο αποτελεσματικά θα αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της πτώσης των επιτοκίων. Παρόλα αυτά, ο οίκος εξακολουθεί να θεωρεί ότι, ακόμη και σε περίπτωση σημαντικών περαιτέρω μειώσεων στα επιτόκια, οι τράπεζες θα μπορέσουν να διατηρήσουν ικανοποιητικά επίπεδα κερδοφορίας.
Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και η μείωση των επιτοκίων αναμένεται να προσφέρουν κάποια πολυπόθητη ανακούφιση σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, συμβάλλοντας στη διατήρηση της ανθεκτικότητας των περιουσιακών στοιχείων για τις τράπεζες. Παρόλο που ενδέχεται να υπάρξει καθυστερημένη επίδραση στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων – ιδίως σε πιο ευάλωτους τομείς, όπως οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, η μη εξασφαλισμένη καταναλωτική πίστη και τα δάνεια για εμπορικά ακίνητα – η S&P εκτιμά ότι η αναμενόμενη αύξηση του πιστωτικού κόστους το 2025, σε σχέση με το προηγούμενο έτος, θα είναι διαχειρίσιμη για την πλειονότητα των τραπεζών της περιοχής.
Ο οίκος επισημαίνει τέσσερις βασικούς κινδύνους που θα μπορούσαν να ανατρέψουν αυτό το βασικό σενάριο:
• Ασθενέστερη οικονομική ανάπτυξη, που θα επηρεάσει αρνητικά τις αγορές εργασίας.
• Πιο αυστηρές δημοσιονομικές πολιτικές από τις κυβερνήσεις.
• Αυξημένη ανάληψη κινδύνων από τις τράπεζες, στην προσπάθειά τους να αντισταθμίσουν τη μείωση της αύξησης των κερδών.
• Χρηματοοικονομική αστάθεια λόγω αυξημένης μεταβλητότητας στις αγορές.
Η S&P υπογραμμίζει, επίσης, ότι πιθανή αστάθεια στις τιμές της ενέργειας και η υιοθέτηση πιο προστατευτικών εμπορικών πολιτικών στις ΗΠΑ θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τις τρέχουσες οικονομικές προοπτικές, οδηγώντας σε αυστηρότερους όρους χρηματοδότησης. Παρά ταύτα, για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αυτό εκτιμάται ότι θα συνεπάγεται πιο αργή οικονομική ανάπτυξη, και όχι ένα ισχυρό οικονομικό σοκ.
Οι πολιτικοί κίνδυνοι στην Ευρώπη είναι αυξημένοι, καθώς η περιοχή καλείται να ενισχύσει τις επενδύσεις της σε τομείς όπως η ψηφιοποίηση και η μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Οι προσπάθειες αυτές στοχεύουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας, καθώς και στην ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων της Ευρώπης. Αυτές οι πρωτοβουλίες, αν και μπορούν να αναμορφώσουν τις οικονομικές προοπτικές της περιοχής, απαιτούν ενότητα και στενό συντονισμό μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών – κάτι που, όπως επισημαίνει η S&P, δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί.
Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, λόγω της συνεχούς απειλής περαιτέρω κλιμάκωσης των πολέμων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, οι οποίοι θα μπορούσαν να διαταράξουν τις αλυσίδες εφοδιασμού, να προκαλέσουν μεταβολές στις τιμές των εμπορευμάτων και να ανατρέψουν τις προτεραιότητες δαπανών των κυβερνήσεων. Επιπλέον, παράγοντες όπως η ανάπτυξη τεχνολογιών αιχμής (π.χ. τεχνητή νοημοσύνη), η κλιματική αλλαγή και οι κίνδυνοι στον κυβερνοχώρο αναμένεται να δοκιμάσουν τα επιχειρηματικά μοντέλα και τη στρατηγική διαχείρισης κινδύνων ορισμένων τραπεζών. Παράλληλα, όμως, θα δημιουργήσουν νέες ευκαιρίες για άλλες, διευρύνοντας τις πιστωτικές αποκλίσεις, σύμφωνα με την S&P.
Η S&P σημειώνει ότι έχει αναβαθμίσει την αξιολόγηση ρίσκου BICRA (Banking Industry Country Risk Assessment) για την Ελλάδα από την ομάδα “7” στην ομάδα “6”, μετά την αναθεώρηση της βαθμολογίας οικονομικού κινδύνου και κινδύνου κλάδου από “7” σε “6”.
Η ενεργή διαδικασία εκκαθάρισης των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών πλησιάζει στην ολοκλήρωσή της, καθώς ο κλάδος ανακάμπτει πλήρως από την κρίση και επωφελείται από τη θετική οικονομική δυναμική της Ελλάδας. Παράλληλα, η βελτιωμένη εμπιστοσύνη στην αγορά έχει μειώσει τις ανησυχίες του οίκου για τους κινδύνους χρηματοδότησης. Οι ελληνικές τράπεζες διατήρησαν χαμηλό κόστος χρηματοδότησης, χάρη στη σταθερή καταθετική βάση και την πρόσβαση σε πιο προσιτές διεθνείς αγορές χρέους.
Η S&P παραμένει θετική για τις προοπτικές του τραπεζικού συστήματος το 2025, λόγω της αυξημένης ανθεκτικότητας του κλάδου. Σύμφωνα με την αξιολόγησή της, οι Eurobank και Εθνική Τράπεζα λαμβάνουν “BB+” με θετικές προοπτικές, η Alpha Bank “BB+” με σταθερές προοπτικές, και η Πειραιώς “BB” με θετικές προοπτικές.
Παρά τη βελτιωμένη ικανότητα κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών, η μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ θα δοκιμάσει την ανθεκτικότητα των κερδών τους. Το χαμηλότερο κόστος κινδύνου, τα υψηλά έσοδα από αμοιβές και προμήθειες, η αυξημένη πιστωτική ζήτηση και η βελτίωση της λειτουργικής αποτελεσματικότητας αναμένεται να μετριάσουν μόνο εν μέρει τις απώλειες από τη μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους. Η S&P εκτιμά ότι η απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROTE) θα υποχωρήσει από το 13,7% το 2023 στο 11,0% το 2025, παραμένοντας ωστόσο σε ισχυρά επίπεδα.
Τέλος, ο οίκος επισημαίνει δύο βασικά ζητήματα που θα παρακολουθεί το 2025 για να καθορίσει τις αξιολογήσεις των ελληνικών τραπεζών:
1. Την πορεία των καθαρών εσόδων από τόκους σε συνάρτηση με τις μειώσεις επιτοκίων.
2. Τη στρατηγική κατανομής κεφαλαίων των τραπεζών στο μέλλον.