Σχόλιο αγοράς (Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2025)
Άνοδο κατά 0,37% κατέγραψε ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. στη συνεδρίαση της Τρίτης κλείνοντας στις 1.545,62 μονάδες.
Παράλληλα, η αξία των συναλλαγών διαμορφώθηκε στα 132,9 εκατ. ευρώ. Στους επιμέρους δείκτες ο FTSE LARGE CAP έκλεισε στις 3.776,26 μονάδες, ενώ ο FTSE MID CAP στις 2.470,59 μονάδες.
Κέρδη κατέγραψαν η ΑΕΜ (+4,10%), ο ΟΤΕ (+2,34%) και η ΔΕΗ (+1,94%), ενώ απώλειες κατέγραψαν ο TITC (-3,33%), η ΟΤΟΕΛ (-1,96%) και ο ΟΛΠ (-1,11%).
Απολογιστικά, 49 μετοχές κατέγραψαν κέρδη έναντι 57 εκείνων που υποχώρησαν.
Η πρόσφατη ανάλυση της HSBC αναδεικνύει την Alpha Bank ως την πιο οικονομική και ανταγωνιστική ελληνική τράπεζα, χάρη στη σταθερότητα εσόδων, την εξαιρετική διαχείριση κόστους και την ανθεκτικότητα σε μεταβολές επιτοκίων. Αναμένεται αύξηση καθαρών εσόδων από τόκους κατά 3% έως το 2026, ενώ οι ανταγωνιστές της προβλέπεται να σημειώσουν μείωση. Η τράπεζα διατηρεί χαμηλά λειτουργικά έξοδα, επιτυχημένη εξυγίανση δανείων και ισχυρό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας, προβλέποντας αύξηση κερδών κατά 20% το 2025 και υψηλές αποδόσεις μερισμάτων από το 2025. Με την τιμή-στόχο στα 3,05 ευρώ και χαμηλό δείκτη P/E, η HSBC θεωρεί την Alpha Bank κορυφαία επενδυτική επιλογή στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο.
Η Alpha Bank ανακοίνωσε την εξαγορά του 100% της Flexfin, πρωτοπόρου fintech στον τομέα factoring, με στόχο τη συγχώνευσή της με την ABC Factors και τη δημιουργία της πιο καινοτόμου εταιρείας factoring στην Ελλάδα. Η Flexfin ειδικεύεται στη χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων μέσω ψηφιακής πλατφόρμας, ενώ η συγχώνευση στοχεύει στη στήριξη 4.500 επιχειρήσεων με χρηματοδοτήσεις άνω του 1 δισ. ευρώ. Η νέα εταιρεία θα ενισχύσει την πρόσβαση των μικρομεσαίων στη χρηματοδότηση, βασικό στρατηγικό στόχο της Alpha Bank, προσφέροντας καινοτόμες λύσεις. Η κίνηση αυτή αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής ανάπτυξης και ενίσχυσης του ηγετικού ρόλου της τράπεζας στον τραπεζικό κλάδο.
Ο τεχνολογικός ανταγωνισμός μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας έχει μετατραπεί σε ανοιχτή σύγκρουση, με την τεχνητή νοημοσύνη και την ημιαγωγική βιομηχανία στο επίκεντρο. Η κυκλοφορία της κινεζικής εφαρμογής τεχνητής νοημοσύνης DeepSeek, που κυριάρχησε στο Apple App Store, προκάλεσε ανησυχίες στις ΗΠΑ, καθώς θεωρήθηκε απειλή για τις αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες. Η κυβέρνηση Τραμπ ανακοίνωσε επενδύσεις 500 δισ. δολαρίων στην τεχνητή νοημοσύνη, αυστηρότερους περιορισμούς στις εξαγωγές ημιαγωγών και συνεργασία με την Ευρώπη για να περιορίσει την κινεζική επιρροή.
Από την πλευρά της, η Κίνα επενδύει δυναμικά στην ανάπτυξη δικών της microchips και τεχνολογιών, ενώ διαμορφώνει τη στρατηγική της με στόχο τη γεωπολιτική και τεχνολογική κυριαρχία. Η αντιπαράθεση αυτή, που επηρεάζει την παγκόσμια οικονομία, αναμένεται να ενταθεί, καθώς οι δύο χώρες διεκδικούν την ηγεσία στην τεχνολογία, καθορίζοντας το μέλλον της οικονομίας και της διεθνούς ισορροπίας.