Σε χαμηλό όριο αντίστασης η ελληνική οικονομία
Το σημερινό επίπεδο των εισοδημάτων, που προσαρμόστηκαν βίαια σε ένα πρώτο μετά-τη-φούσκα επίπεδο των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας, δεν είναι δεδομένο. Αν η οικονομία δεν καταστεί διεθνώς ανταγωνιστική, μπορεί να πέσει χαμηλότερα. Με αυτήν την έννοια, «πάτος στο βαρέλι» δεν υπάρχει. Ωστόσο, από την εξέλιξη ορισμένων δεικτών, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η οικονομία μας έχει αγγίξει έναν οιονεί «πάτο» που, χωρίς να είναι άθραυστος, δείχνει ότι είναι αρκετά ανθεκτικός, στα σημερινά επίπεδα ΑΕΠ.
Γράφει ο Κώστας Καλλίτσης*
Τρεις οι αξιοπρόσεκτοι δείκτες:
(α) Η υπέρβαση κάθε καπιταλιστικής κρίσης σηματοδοτείται πάντα από μια τάση ανοδικής αναστροφής του καπιταλιστικού κέρδους. Οπως προκύπτει από ορισμένες έρευνες στη βάση των εταιρικών ισολογισμών, μια τέτοια τάση διαφαίνεται ήδη από το 2014, οπότε σημειώθηκε αύξηση 19% των προ φόρων-τόκων κερδών, ενώ οι τελικές ζημίες των εταιρειών συρρικνώθηκαν 55%. Και αυτή η τάση ενισχύθηκε (ελαφρά και ανισομερώς από κλάδο σε κλάδο…) πέρυσι.
(β) Το ΑΕΠ σημειώνει ελαφρά ανάκαμψη. «Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας –εκτιμά ο κ. Δ. Μαρούλης, μέχρι πρότινος διευθυντής οικονομικών μελετών της Alpha Bank– ξεκίνησε το 2014 (+0,7%), συνεχίστηκε το πρώτο 6μηνο του 2015 (+0,83%) και ουσιαστικά συνεχίστηκε ακόμη και το δεύτερο 6μηνο του 2015 και στο πρώτο 3μηνο του 2016, όπου το ΑΕΠ κατέγραψε μεν πτώση 1,21% και 1,35% αντίστοιχα, αλλά, αν αφαιρεθούν τα καθαρά έσοδα από τη ναυτιλία (που η πτώση τους οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στα capital controls…), αυξήθηκε 0,97% το δεύτερο 6μηνο 2015 και 0,36% το πρώτο 3μηνο φέτος».
«Αυτά συνέβησαν –υπογραμμίζει ο κ. Δ. Μαρούλης– παρά την ανατροπή της οικονομικής πολιτικής της χώρας στο 7μηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2015 (με αποτέλεσμα το κλείσιμο των τραπεζών, τα capital controls και το γ’ μνημόνιο) και παρά την εκ νέου επιβάρυνση της οικονομίας με νέα αντιαναπτυξιακά μέτρα ύψους 5,4 δισ. ευρώ και την αναίτια καθυστέρηση της πρώτης αξιολόγησης του μνημονίου στα τέλη του πρώτου 6μηνου, φέτος».
(γ) Ο τρίτος πολύ σημαντικός δείκτης, άμεσα συνδεόμενος με τους δύο προηγούμενους, είναι η εξέλιξη της απασχόλησης. Παρότι το πρόβλημα της ανεργίας παραμένει η μεγάλη μάστιγα (που, αν δεν αντιμετωπιστεί, σε λίγο δεν θα μιλάμε για χαμένες θέσεις εργασίας αλλά για μια χαμένη γενιά…), είναι αξιοπρόσεκτη η αντοχή που δείχνει η απασχόληση όπως αποτυπώνεται στα επίσημα στοιχεία τα δύο τελευταία χρόνια, αφού προηγουμένως σταθεροποιήθηκε τη διετία 2013-14. Με αποτέλεσμα, το εποχικά προσαρμοσμένο ποσοστό της ανεργίας, από 25,8% τον Φεβρουάριο 2015, να πέσει στο 24,3% τον Ιανουάριο φέτος και στο 23,3% τον Απρίλιο.
Αυτοί οι τρεις δείκτες ίσως υποδηλώνουν ότι η ελληνική οικονομία έχει φτάσει σε ένα χαμηλό όριο αντίστασης. Θα το σπάσει προς τα κάτω και θα κατρακυλήσει σε ακόμη χαμηλότερο σημείο ή αυτό το όριο θα αποτελέσει τη βάση για μια νέα ώθηση προς τα πάνω; Την απάντηση θα δώσει η κυβέρνηση με την πολιτική που θα ασκήσει.
Δεν είναι αναπόφευκτο τα νέα μέτρα να βυθίσουν τη χώρα σε νέα ύφεση. Φέτος, μέσω των επιπλέον φόρων, θα αφαιρεθούν από τη ζήτηση περίπου 1,8 δισ. ευρώ. Ωστόσο, το κράτος θα λάβει από τους δανειστές και θα ρίξει στην αγορά 3,5 δισ. ευρώ, τα οποία θα λειτουργήσουν ανάποδα, θα τονώσουν τη ζήτηση. Μαζί, θα την τονώσουν και τα 6,75 δισ., που είναι διαθέσιμα από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων – εφόσον εκτελεστεί ταχέως και υπεύθυνα. Η ύφεση δεν είναι αναπόφευκτη. Και, ήδη, σχεδόν όλοι εκτιμούν ότι ούτε ο «κόφτης» θα ενεργοποιηθεί την άνοιξη του 2017, διότι το πλεόνασμα θα είναι μεγαλύτερο από όσο έχει συμφωνηθεί.
Υπάρχει έδαφος για μια αναπτυξιακή επανεκκίνηση. Ο δρόμος θα είναι ανηφορικός, γιατί (όπως, πλέον, είναι γνωστό…) η οικονομική κρίση δεν είναι κυκλικού αλλά διαρθρωτικού χαρακτήρα, δεν αντιμετωπίζεται με το κεϊνσιανό εργαλείο τόνωσης της ζήτησης σε μία μόνο χώρα, προϋποθέτει μια συνολική πολιτική παραγωγικής ανασυγκρότησης με όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Αλλά, όπως σοφά λένε, κι αν δεν μπορείς να δεις ολόκληρη τη σκάλα, ξεκίνα βάζοντας το πόδι σου στο πρώτο σκαλοπάτι. Ορισμένα πρώτα σκαλοπάτια είναι: (α) Η ταχεία υλοποίηση όλων όσα έχουν συμφωνηθεί με τους δανειστές. (β) Η προώθηση των συμφωνημένων αποκρατικοποιήσεων. (γ) Η ταχεία απελευθέρωση του παραγωγικού δυναμικού που μένει θαμμένο κάτω από τα «κόκκινα» επιχειρηματικά δάνεια. Και (δ) η απεμπλοκή επενδύσεων ύψους περίπου 14 δισ. ευρώ, που είναι έτοιμες να ξεκινήσουν, αλλά παραμένουν μπλεγμένες στα γρανάζια μιας πολύ κακής γραφειοκρατίας.
Αν αυτά «τρέξουν», θα προσελκύσουμε ξένα ιδιωτικά μακροπρόθεσμα κεφάλαια, το δύσκολο πρόγραμμα θα βγει σε πέρας και θα επιταχυνθεί η δημιουργία θέσεων εργασίας. Ωστε να αναπληρώσουμε τον χρόνο που χάθηκε και να μην πάνε χαμένες οι θυσίες του ελληνικού λαού.
*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Καθημερινή» της 17.07.2016