Societe Generale – Citi: Πόσο πιθανή είναι η αναβάθμιση της Ελλάδας από τη Fitch
Ύστερα από εκείνες τις κινήσεις των S&P και DBRS που έφεραν την Ελλάδα λίγο πριν την επενδυτική βαθμίδα, διατηρώντας εφικτό τον στόχο που έχει θέσει η κυβέρνηση για την ανάκτηση αυτού του οροσήμου εντός του 2023, η αγορά ελπίζει πως ανάλογα θετικά νέα θα “ακουστούν” και από τη Fitch σήμερα. Ωστόσο, τόσο η Société Générale όσο και η Citigroup εκτιμούν πως η Fitch θα διστάσει σήμερα να κάνει αυτό το βήμα, και ο λόγος είναι ο πολύ υψηλός πληθωρισμός καθώς και η αύξηση του κόστους δανεισμού της χώρας.
Οι αναλυτές εκτιμούν πως αυτό που απαιτείται από την Ελλάδα ώστε να δει τις αναβαθμίσεις που επιθυμεί και να γίνει “επενδύσιμη” και με τη… βούλα, θα πρέπει να μπει αποδεδειγμένα σε ένα δρόμο διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Όπως επισημαίνει η Société Générale, οι φόβοι για τον πληθωρισμό και την ύφεση παραμένουν η βασική ανησυχία για την Ελλάδα. Ο υψηλός πληθωρισμός συνεχίζει να επιταχύνεται στη ζώνη του ευρώ, ιδίως στην Ελλάδα, το Βέλγιο και την Ισπανία, σημειώνει. Αυτό θέτει ξανά στο επίκεντρο τις χώρες της περιφέρειας, καθώς μια ύφεση που προκαλείται από τον πληθωρισμό θα μπορούσε να επιβαρύνει την ικανότητα των κυβερνήσεων να αποπληρώσουν το χρέος τους και η δημοσιονομική υγεία των χωρών του Νότου θεωρείται η πιο εύθραυστη.
Παρ’ όλα αυτά, το θετικό μομέντουμ στην Ελλάδα συνεχίζεται, όπως επισημαίνει η SocGen, και τα οικονομικά και δημοσιονομικά στοιχεία της χώρας το 2021 αποδείχθηκαν καλύτερα από ό,τι ανέμενε νωρίτερα το ΔΝΤ. Παράλληλα, αυτή την εβδομάδα, ο Έλληνας πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης είπε ότι η κυβέρνηση θα προχωρήσει σε αυξήσεις συντάξεων από το 2023 για πρώτη φορά μετά την κρίση χρέους.
Επίσης, η S&P αναβάθμισε την Ελλάδα σε BB+ με σταθερές προοπτικές τον Απρίλιο, με την Fitch να αναμένεται να δώσει τη δική της ετυμηγορία κατά την προγραμματισμένη αξιολόγησή της σήμερα το βράδυ, τη στιγμή που βαθμολογεί τη χώρα στο BB με θετικές προοπτικές.
Σύμφωνα με τη γαλλική τράπεζα, η Fitch έχει προειδοποιήσει ότι το ενεργειακό σοκ θα μπορούσε να επιβραδύνει τη διαδικασία δημοσιονομικής εξυγίανσης της Ελλάδας. Όπως εκτιμά λοιπόν, ο οίκος πιθανότατα θα διατηρήσει αμετάβλητη την αξιολόγησή του προς το παρόν καθώς προσπαθεί να βρει την ισορροπία μεταξύ των θετικών ειδήσεων για τις διαρθρωτικές βελτιώσεις της Ελλάδας και των πιθανών κινδύνων του υψηλού πληθωρισμού.
Ίδια είναι σε αυτό και η άποψη της Citigroup η οποία δεν αναμένει ούτε και αυτή κάποια αλλαγή στη βαθμολογία της Ελλάδας σήμερα από την Fitch. Το βασικό εμπόδιο για μία θετική κίνηση από τον οίκο, είναι κατά την άποψή της, η αύξηση του κόστους δανεισμού της Ελλάδας σε σχέση με τον Ιανουάριο όταν και είχε προχωρήσει στην αναβάθμιση των προοπτικών της χώρας σε θετικές. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει, το κόστος δανεισμού της Ελλάδας έχει υπερδιπλασιαστεί από τότε.
Επιπροσθέτως, όπως τονίζει η Citi, το μοντέλο αξιολόγησης της Fitch θεωρεί επίσης δίκαιη την αξιολόγηση BB για την Ελλάδα και για αυτό στο βασικό της σενάριο η αμερικανική τράπεζα τοποθετεί τη μη μεταβολή τη αξιολόγησης της Ελλάδας”.
Σε κάθε περίπτωση η Citi αναγνωρίζει ότι η S&P αναβάθμισε την Ελλάδα σε BB+ με σταθερές προοπτικές τον Απρίλιο, όταν οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων ήταν πολύ κοντά στα επίπεδα που βρίσκονται σήμερα. Μία νέα αναβάθμιση όπως επισημαίνει, θα έφερνε έτσι την Ελλάδα μόλις ένα σκαλοπάτι μακριά από την επενδυτική βαθμίδα από τρεις από τους τέσσερις μεγάλους οίκους (εκτός από την S&P και την DBRS), και συνεπώς θα της έδινε επιλεξιμότητα για το πρόγραμμα PSPP της ΕΚΤ.
Να τονιστεί εδώ πως οι επόμενες προγραμματισμένες αξιολογήσεις της Ελλάδας μετά τη σημερινή της Fitch είναι η διπλή ετυμηγορία από Moody’s και DBRS στις 16 Σεπτεμβρίου, η τρίτη αξιολόγηση της Fitch στις 7 Οκτωβρίου και η τελευταία για το έτος αξιολόγηση της S&P, στις 21 Οκτωβρίου.
Πάντως, όλοι οι οίκοι έχουν θέσει ως βασικούς παράγοντες για την αναβάθμιση της Ελλάδας την πτωτική τροχιά του χρέους και τη διατηρήσιμη αναπτυξιακή πορεία, κάτι που τόνισε και η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική. Όπως σημείωσε η ΤτΕ, βασική πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η οικονομική πολιτική, σε ένα δυσμενές διεθνές περιβάλλον είναι η διατήρηση της δυναμικής της ανάπτυξης καθώς πέρα από την ενίσχυση των μεσοπρόθεσμων προοπτικών, θα συμβάλει και στην αναβάθμιση της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα, αυξάνοντας έτσι την ανθεκτικότητα της οικονομίας σε μελλοντικές εξωγενείς διαταραχές.
Οι εκτιμήσεις πάντως των αναλυτών είναι ενθαρρυντικές. Η HSBC αυτή την εβδομάδα αναβάθμισε την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη στην Ελλάδα φέτος στο 6,5% από 4% που προέβλεπε πριν, εξηγώντας πως ο τουρισμός είναι αυτός που ουσιαστικά θα δώσει πρόσθετη ώθηση στην ελληνική οικονομία, κυρίως στο δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο, προσθέτοντας 2-3% στο ΑΕΠ, ενώ στο 3,5% τοποθέτησε την ανάπτυξη το 2023.
Και η ING προχώρησε σε σημαντική αναβάθμιση της εκτίμησής της για την ανάπτυξη στην Ελλάδα φέτος, προβλέποντας πως το ελληνικό ΑΕΠ θα αυξηθεί με ρυθμούς της τάξης του 4,2% φέτος, από 2,9% που προέβλεπε πριν. Όπως επισημαίνει, το ευνοϊκό προφίλ του ελληνικού χρέους –σε συνδυασμό με τη συνέχιση της στήριξης της ΕΚΤ, σημαίνει πως δεν υπάρχει ανησυχία για τη βιωσιμότητά του, ωστόσο μακροπρόθεσμα η διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης θα είναι ζωτικής σημασίας. “Μακροπρόθεσμα, καθώς τα υψηλότερα επιτόκια ισχύουν για ένα αυξανόμενο μερίδιο του χρέους, η επιβράδυνση της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ θα προκαλέσει ξανά την αύξηση του χρέους και θα απαιτηθούν πρωτογενή πλεονάσματα για να διασφαλιστεί μια πτωτική τροχιά στο χρέος/ΑΕΠ”, σημειώνει. “Είναι περιττό να πούμε ότι η βελτίωση της μακροπρόθεσμης οικονομικής ανάπτυξης θα ήταν ζωτικής σημασίας για τη βιωσιμότητα του χρέους τα επόμενα χρόνια. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δημιουργήθηκε το Ταμείο Ανάκαμψης, με μια πιο γενναιόδωρη κατανομή κεφαλαίων για τις χώρες της Νότιας Ευρώπης”, όπως προσθέτει.
Έτσι, κατά την ING, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο τρέχον μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός σχεδιασμός σε υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ιταλία και η Ελλάδα προβλέπουν ήδη επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα τρία χρόνια. Το επίπεδο του απαιτούμενου πρωτογενούς πλεονάσματος θα εξαρτηθεί από το πόσο αποτελεσματικά οι χώρες μπορούν να στραφούν σε μια ταχύτερη αναπτυξιακή πορεία σε βιώσιμη βάση. Ο τρόπος με τον οποίο οι χώρες χρησιμοποιούν τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης θα διαδραματίσει έτσι βασικό ρόλο”, καταλήγει η ολλανδική τράπεζα.
“Η μάχη για τη βιωσιμότητα του χρέους θα κερδηθεί πιο πειστικά εάν εφαρμοστεί σωστά ο συνδυασμός μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων, από τα οποία εξαρτώνται οι εκταμιεύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης”, όπως καταλήγει η ING.