ΣΥΡΙΖΑ: Ποτέ ξανά «μεγάλος Συνασπισμός» λένε οι «53»
Σαφείς αποστάσεις από τις νουθεσίες του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στον επικεφαλής του SPD Μάρτιν Σούλτς να συμφωνήσει σε “κυβέρνηση συνεργασίας” με τους Χριστιανοδημοκράτες της Άνγκελα Μέρκελ πήρε η “Πρωτοβουλία 53+” του ΣΥΡΙΖΑ, άτυπος ηγέτης της οποίας θεωρείται ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Με ανακοίνωση τους στην ιστοσελίδα τους commonality.gr, οι “53” τονίζουν πως οι “αριστεροί” δεν θα πρέπει να παροτρύνουν την δημιουργία συγκυριακών κυβερνητικών συνεργασιών, αντιθέτως θα πρέπει να ενθαρρύνουν τα όποια σημάδια “ρωγμής” παρουσιάζονται στο πολιτικό σύστημα.
“…έχουμε κάθε λόγο, ως αριστεροί και αριστερές, να ενθαρρύνουμε τις ρωγμές που, έστω και δειλά, έχουν εμφανιστεί και ασφαλώς να μην πριμοδοτούμε για συγκυριακούς λόγους συμπράξεις, που παραπέμπουν στο έτσι κι αλλιώς, αδιέξοδο πρόσφατο παρελθόν” τονίζουν χαρακτηριστικά και επισημαίνουν ότι “το πολιτικό σήμα, που δικαιούμαστε να στείλουμε είναι αυτό των συντρόφων μας του “Die Linke” ή ακόμα της αριστερής πτέρυγας του SPD και της Νεολαίας του, που στο πρόσφατο συνέδριο που πραγματοποίησε, οι σύνεδροί του φώναζαν εν χορώ, παρουσία του Μ. Σουλτς, “ποτέ ξανά μεγάλος Συνασπισμός”.
Αναλυτικά το κείμενο των “53” έχει ως εξής:
«Το πολιτικό σύστημα της Ο.Δ. Γερμανίας αρχικά και της ενιαίας Γερμανίας αργότερα, σχεδιάσθηκε με γνώμονα τη συγκρότηση ισχυρών κυβερνήσεων και η μεταπολεμική ιστορία της χαρακτηρίζεται ακριβώς από αυτό το στοιχείο.
Οι πρόσφατες εκλογές διαμόρφωσαν, όμως, μια εντελώς νέα πραγματικότητα.
Tόσο οι Χριστιανοδημοκράτες, όσο και οι Σοσιαλδημοκράτες, υπέστησαν οδυνηρή ήττα καταγράφοντας τις ιστορικά χαμηλότερες εκλογικές επιδόσεις τους. Γεγονός, που δεν είναι καθόλου τυχαίο, καθώς η οικονομική και πολιτική ηγεμονία της Γερμανίας συνδυάζεται με σκληρή λιτότητα στο εσωτερικό της και με ενίσχυση των κοινωνικών διαφοροποιήσεων σε βάρος των πιο αδύναμων στρωμάτων της γερμανικής κοινωνίας.
Μια πολιτική λιτότητας, στο όνομα των υψηλών πλεονασμάτων, που επιβάλλεται με αυταρχισμό σε όλη την Ευρώπη –κυρίως στις χώρες του Νότου, και εφαρμόζεται με ιδιαίτερη ένταση και στην ίδια την Γερμανία.
Προφανώς τα ιστορικά χαμηλά ποσοστά των δύο κομμάτων οφείλονται ακριβώς στη δυσανεξία της κοινωνίας σε αυτήν την πολιτική σε συνδυασμό με την αξιοποίηση του προσφυγικού από τις ρατσιστικές και ξενοφοβικές δυνάμεις της ακροδεξιάς.
Ειδικά για το SPD ο κυβερνητικός εναγκαλισμός με τους χριστιανοδημοκράτες και η κυβερνητική συνεργασία στo πλαίσιο μιας αυταρχικής νεοφιλελεύθερης πολιτικής, είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Οι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες με τον πιο εμφατικό τρόπο σηματοδότησαν την προσχώρηση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στη νεοφιλελεύθερη πολιτική, την μετατροπή της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας σε συμπληρωματική δύναμη της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς. Άλλωστε, η συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ -ΝΔ ήταν μια προσαρμογή του ευρωπαϊκού – γερμανικού μοντέλου στην ελληνική πραγματικότητα.
Είναι γεγονός ότι τα αδιέξοδα, που διαμορφώθηκαν εξαιτίας αυτής της πολιτικής και ειδικά οι ισχυροί κλυδωνισμοί στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, (αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο- ανάπτυξη της ξενοφοβίας), κυρίως όμως οι ισχυρές πιέσεις από τα αριστερά με επίκεντρο τη διαχείριση του ελληνικού ζητήματος, διαμόρφωσαν νέες σκέψεις σε μέρος της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, οδηγώντας στη ριζοσπαστικοποίηση τμημάτων της, με πιο εμφατικό παράδειγμα αυτό του Εργατικού Κόμματος Βρετανίας, το οποίο, όχι μόνο απαλλάχθηκε από το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, αλλά παίζει έναν σημαντικό και ελπιδοφόρο ρόλο σε ευρωπαϊκό επίπεδο στην πάλη ενάντια στη λιτότητα, τον αυταρχισμό, την παραβίαση των δικαιωμάτων.
Προφανώς, η επιλογή των γερμανών σοσιαλδημοκρατών, αμέσως μετά το εκλογικό αποτέλεσμα, να μην συμμετάσχουν στην κυβέρνηση, αντανακλούσε τη διάθεση επανεκκίνησης, έστω και βασανιστικά ή με πολλές αντιφάσεις, σε αντινεοφιλελεύθερη κατεύθυνση. Με δεδομένο τον ειδικό ρόλο του SPD στο Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, οι πιθανότητες δημιουργίας μιας ευρύτερης κοινωνικής – πολιτικής συμμαχίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο με προοπτική την Ευρώπη της αλληλεγγύης, της κοινωνικής και πολιτικής δημοκρατίας και των δικαιωμάτων, θα είναι μεγαλύτερες. Για να το πούμε διαφορετικά. Όσο απομακρύνονται οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας από το νεοφιλελεύθερο άρμα , τόσο αυξάνονται οι δυνατότητες για ένα διαφορετικό δρόμο στην Ευρώπη.
Αντίθετα, η προοπτική δημιουργίας ενός νέου μεγάλου συνασπισμού στην Γερμανία, ακόμα και αν το μείγμα της πολιτικής λιτότητας «λειανθεί» -που και αυτό είναι εξαιρετικά αμφίβολο με βάση το πρόσφατο παρελθόν- ή ακόμα και αν υπάρξει μια ευνοϊκότερη μεταχείριση θεμάτων ελληνικού ενδιαφέροντος (χρέος), θα εγκλωβίσει εκ νέου τους γερμανούς σοσιαλδημοκράτες στο ρόλο του μικρότερου εταίρου αποδυναμώνοντας την πιθανότητα μιας αποφασιστικής στροφής στην Ευρώπη. Επίσης, μια τέτοια εξέλιξη, θα αναδείκνυε την ακροδεξιά Εναλλακτική για την Γερμανία, σε αξιωματική αντιπολίτευση, γεγονός πρωτόγνωρο και απολύτως επικίνδυνο για την μεταπολεμική Γερμανία.
Σε μία φάση όπου είναι απολύτως απαραίτητη η υπενθύμιση, αλλά και η ενδυνάμωση της μεγάλης διαχωριστικής γραμμής μεταξύ δεξιάς – αριστεράς, της μόνης που μπορεί να δώσει απαντήσεις, το μεσομακροπρόθεσμο συμφέρον των δυνάμεων της εργασίας στην Γερμανία και την Ευρώπη, συνδέεται με τον απεγκλωβισμό όλο και περισσότερων δυνάμεων από το άρμα της ευρωπαϊκής νεοφιλελεύθερης δεξιάς και την ενίσχυση του πόλου της αριστεράς και της ριζοσπαστικής οικολογίας.
Συνεπώς, έχουμε κάθε λόγο, ως αριστεροί και αριστερές, να ενθαρρύνουμε τις ρωγμές που, έστω και δειλά, έχουν εμφανιστεί και ασφαλώς να μην πριμοδοτούμε για συγκυριακούς λόγους συμπράξεις, που παραπέμπουν στο έτσι κι αλλιώς, αδιέξοδο πρόσφατο παρελθόν.
Από τη σκοπιά της αριστεράς, λοιπόν, από τη σκοπιά της κοινωνικής χειραφέτησης, το πολιτικό σήμα, που δικαιούμαστε να στείλουμε είναι αυτό των συντρόφων μας του “Die Linke” ή ακόμα της αριστερής πτέρυγας του SPD και της Νεολαίας του, που στο πρόσφατο συνέδριο που πραγματοποίησε, οι σύνεδροί του φώναζαν εν χορώ, παρουσία του Μ. Σουλτς, “ποτέ ξανά μεγάλος Συνασπισμός”.