fbpx

Τα ποιήματα…της ήττας

0

Εγώ, που δουλειά μου είναι, δεν αντέχω να τους βλέπω να μπουρδολογούν, να τσακώνονται,  να κοινοτοπούν, να παραποιούν, να σκίζονται για το δίκιο τους. Ούτε δελτία ειδήσεων, προβοκατόρικες ερωτήσεις, τρικλοποδιές, γκάφες, παρανοήσεις, επινοήσεις, σούπα-μούπες, απλά βαριέμαι, όπως και εσύ.

Μέτρο χρειάζεται, δεν είναι για χόρταση.

Σιγά – σιγά κουράζει, αλλά στο τέλος βλάπτει η υπερβολή.

Αντίθετο αποτέλεσμα έχει.

Από ένα σημείο κι έπειτα, στα οικονομικά μας το μαθαν: η οριακή αποδοτικότητα καθίσταται οριακή.

Με ποιήματα για την ήττα, μπας και γλυκάνουμε, τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος;

Πάμε;

……………………………………………………………………………………………………………………………

Γιάννης Ρίτσος

Μετά την ήττα

Ύστερ’ απ’ την πανωλεθρία των Αθηναίων στους Αιγός Ποταμούς, και λίγο αργότερα

μετά την τελική μας ήττα, — πάνε πια οι ελεύθερες κουβέντες μας, πάει κι η Περίκλεια αίγλη,

η άνθηση των Τεχνών, τα Γυμναστήρια και τα Συμπόσια των σοφών μας. Τώρα

βαριά σιωπή στην Αγορά και κατήφεια, κι η ασυδοσία των Τριάντα Τυράννων.

Τα πάντα (και τα πιο δικά μας) γίνονται ερήμην μας, χωρίς καθόλου

τη δυνατότητα μιας κάποιας προσφυγής, μιας υπεράσπισης ή απολογίας,

μιας έστω τυπικής διαμαρτυρίας. Στη φωτιά τα χαρτιά και τα βιβλία μας·

κι η τιμή της πατρίδας στα σκουπίδια. Κι αν γινόταν ποτέ να μας επέτρεπαν

να φέρουμε για μάρτυρα κάποιον παλιό μας φίλο, αυτός δε θα δεχόταν από φόβο

μήπως και πάθει τα δικά μας — με το δίκιο του ο άνθρωπος. Γι’ αυτό

καλά είναι εδώ, — μπορεί και ν’ αποχτήσουμε μια νέα επαφή με τη φύση

κοιτώντας πίσω από το σύρμα ένα κομμάτι θάλασσα, τις πέτρες, τα χορτάρια,

ή κάποιο σύννεφο στο λιόγερμα, βαθύ, βιολετί, συγκινημένο. Κι ίσως

μια μέρα να βρεθεί ένας νέος Κίμωνας, μυστικά οδηγημένος

από τον ίδιο αϊτό, να σκάψει και να βρει τη σιδερένια αιχμή απ’ το δόρυ μας,

σκουριασμένη, λιωμένη κι αυτήν, και να την κουβαλήσει επίσημα

σε πένθιμη ή δοξαστική πομπή, με μουσική και στεφάνια στην Αθήνα.

Λέρος, 21.III.68

…………………………………………………………………………………………………………………………………..

Αγγελάκη-Ρουκ, «Το σώμα είναι η νίκη και η ήττα των ονείρων»:

Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων

όταν ασύστολο σαν το νερό

σηκώνετ’ απ’ τον ύπνο

με κοιμισμέν’ ακόμα τις βούλες

τις ουλές, τα τόσα τα σημάδια

τους σκούρους ελαιώνες του

ερωτευμένους

δροσερούς μέσα στη χούφτα.

Το σώμα είναι η Ήττα των ονείρων

σαν κείται μακρύ κι αδειανό

–να φωνάξεις μέσα ακούς την ηχώ–

με τις αναιμικές τριχίτσες του

ανέραστο απ’ το χρόνο

βογκάει, πλήγεται

μισεί την κίνησή του

ξεθωριάζει σταθερά

το αρχικό του μαύρο

ξυπνώντας ζεύεται την τσάντα

από δαύτη κρέμεται μαρτυρικά

ώρες μέσα στη σκόνη.

Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων

όταν βάζει το ένα πόδι μπρος στο άλλο

και κερδίζει τον συγκεκριμένο χώρο.

Ένα τόπο.

Με τράνταγμα βαρύ.

Θάνατο.

Όταν το σώμα κερδίζει τον τόπο του

με θάνατο

στην πλατεία

σα λύκος με ρύγχος καυτό

ουρλιάζει το «θέλω»

«δεν αντέχω»

«φοβερίζω – ανατρέπω»

«πεινάει το μωρό μου».

Το σώμα γεννάει το δίκιο του

και το υπερασπίζεται.

Το σώμα φτιάχνει το λουλούδι

φτύνει το κουκούτσι-θάνατο

κατρακυλάει πετάει

ακίνητο στροβιλίζεται γύρω απ’ την καταβόθρα

–κίνηση του κόσμου–

στ’ όνειρο το σώμα θριαμβεύει

ή βρίσκεται γυμνό στους δρόμους

κι υποφέρει·

χάνει τα δόντια του

τρέμει από έρωτα

σκάει η γη του σαν καρπούζι

και τελειώνει.

…………………………………………………………………………………………………………………………………..

Ο “ποιητής της ήττας” ο  Mανόλης Αναγνωστάκης

Φοβάμαι

τους ανθρώπους που εφτά χρόνια

έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι

και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–

βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας

«Δώστε τη χούντα στο λαό».

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που με καταλερωμένη τη φωλιά

πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που σου `κλειναν την πόρτα

μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια

και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο

να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που γέμιζαν τις ταβέρνες

και τα `σπαζαν στα μπουζούκια

κάθε βράδυ

και τώρα τα ξανασπάζουν

όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη

και έχουν και «απόψεις».

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν

και τώρα σε λοιδορούν

γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.

Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.

Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.

…………………………………………………………………………………………………………………………………..

Ἀφιέρωση

Γιὰ τοὺς ἐρωτευμένους ποὺ παντρεύτηκαν

Γιὰ τὸ σπίτι ποὺ χτίστηκε

Γιὰ τὰ παιδάκια ποὺ μεγάλωσαν

Γιὰ τὰ πλοῖα ποὺ ἄραξαν

Γιὰ τὴ μάχη ποὺ κερδήθηκε

Γιὰ τὸν ἄσωτο ποὺ ἐπέστρεψε

Γιὰ ὅλα ὅσα τέλειωσαν χωρὶς ἐλπίδα πιά.

………………………………………………………………………………………………………………………………

Θά ῾ρθει μιὰ μέρα

Θά ῾ρθει μιὰ μέρα ποὺ δὲ θά ῾χουμε πιὰ τί νὰ ποῦμε

Θὰ καθόμαστε ἀπέναντι καὶ θὰ κοιταζόμαστε στὰ μάτια

Ἡ σιωπή μου θὰ λέει: Πόσο εἶσαι ὄμορφη, μὰ δὲ

βρίσκω ἄλλο τρόπο νὰ στὸ πῶ

Θὰ ταξιδέψουμε κάπου, ἔτσι ἀπὸ ἀνία ἢ γιὰ νὰ

ποῦμε πὼς κι ἐμεῖς ταξιδέψαμε.

Ὁ κόσμος ψάχνει σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ νὰ βρεῖ τουλάχιστο

τὸν ἔρωτα, μὰ δὲν βρίσκει τίποτα.

Σκέφτομαι συχνὰ πὼς ἡ ζωή μας εἶναι τόσο μικρὴ

ποὺ δὲν ἀξίζει κἂν νὰ τὴν ἀρχίσει κανείς.

Ἀπ᾿ τὴν Ἀθήνα θὰ πάω στὸ Μοντεβίδεο ἴσως καὶ

στὴ Σαγκάη, εἶναι κάτι κι αὐτὸ δὲ μπορεῖς

νὰ τὸ ἀμφισβητήσεις.

…………………………………………………………………………………………………………………………………..

Τώρα εἶναι ἁπλὸς θεατής…

Τώρα εἶναι ἁπλὸς θεατὴς

Ἀσήμαντος ἀνθρωπάκος μέσα στὸ πλῆθος

Τώρα πιὰ δὲ χειροκροτεῖ δὲ χειροκροτεῖται

Ξένος περιφέρεται στῶν ὁδῶν τὸ κάλεσμα-

Ἔρχονται ἀπὸ μακριὰ οἱ νέοι σαλπιγκτὲς

Τῶν ἐπίλεκτων κλάσεων τοῦ μέλλοντος

Οἱ κραυγὲς τοὺς γκρεμίζουν τὰ σαθρὰ τείχη

Τήκουν τὴ λάσπη σὲ φωτεινοὺς ρύακες

Ἔρχονται οἱ ἁγνοί, οἱ ἀνυπόκριτοι.

Οἱ βιαστές, οἱ ἀμέτοχοι, οἱ παρθένοι.

Οἱ πονηροὶ συνδαιτυμόνες, οἱ ἀθῶοι

Οἱ ληξίαρχοι τῶν ἡμερῶν μας

Ἔρχεται τὸ μεγάλο παρανάλωμα

Μέσα στοὺς πίδακες τῶν πρόσχαρων νερῶν.

Ἔρχονται οἱ τελευταῖες προδιαγραφές

Μὰ τώρα αὐτὸς εἶναι ἁπλὸς θεατὴς

Ἀνώνυμος ἀνθρωπάκος μέσα στὸ πλῆθος

Μὲ τὰ χέρια στὸ στῆθος σὰν ἕτοιμος νεκρὸς

Τώρα πιὰ δὲ χειροκροτεῖ δὲ χειροκροτεῖται.

(Νὰ ξέρεις πάντα τὸ πότε καὶ τὸ πῶς)

…………………………………………………………………………………………………………………………………..

Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος…

Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τοὺς ἄλλους

Ὅταν ὑπόταξαν τὶς μέρες μας καὶ τὶς κρεμάσανε σὰ δάκρυα

Ὅταν μαζί τους πεθάνανε σὲ μίαν οἰκτρὴ παραμόρφωση

Τὰ τελευταῖα μας σχήματα τῶν παιδικῶν αἰσθημάτων

Καὶ τί κρατᾷ τάχα τὸ χέρι ποὺ οἱ ἄνθρωποι δίνουν;

Ξέρει νὰ σφίγγει γερὰ ἐκεῖ ποὺ ὁ λογισμός μας ξεγελᾷ

Τὴν ὥρα ποὺ ὁ χρόνος σταμάτησε καὶ ἡ μνήμη ξεριζώθηκε

Σὰ μίαν ἐκζήτηση παράλογη πέρα ἀπὸ κάθε νόημα;

(κι αὐτοὶ γυρίζουν πίσω μιὰ μέρα χωρὶς στὸ μυαλὸ μία ρυτίδα

βρίσκουνε τὶς γυναῖκες τους καὶ τὰ παιδιά τους μεγάλωσαν

πηγαίνουνε στὰ μικρομάγαζα καὶ στὰ καφενεῖα τῆς συνοικίας

διαβάζουνε κάθε πρωὶ τὴν ἐποποιία τῆς καθημερινότητας.)

Πεθαίνουμε τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους ἢ γιατὶ ἔτσι νικοῦμε τὴ ζωὴ

Ἢ γιατὶ ἔτσι φτύνουμε ἕνα-ἕνα τὰ τιποτένια ὁμοιώματα

Καὶ μία στιγμὴ στὸ στεγνωμένο νοῦ τους περνᾷ μίαν ἡλιαχτίδα

Κάτι σὰ μιὰ θαμπὴ ἀνάμνηση μιᾶς ζωικῆς προϊστορίας.

Φτάνουμε μέρες ποὺ δὲν ἔχεις πιὰ τί νὰ λογαριάσεις

Συμβάντα ἐρωτικὰ καὶ χρηματιστηριακὲς ἐπιχειρήσεις

Δὲ βρίσκεις καθρέφτες νὰ φωνάξεις τ᾿ ὄνομά σου

Ἁπλὲς προθέσεις ζωῆς διασφαλίζουν μίαν ἐπικαιρότητα

Ἀνία, πόθοι, ὄνειρα, συναλλαγές, ἐξαπατήσεις

Κι ἂν σκέφτομαι εἶναι γιατὶ ἡ συνήθεια εἶναι πιὸ προσιτὴ ἀπὸ τὴν τύψη.

Μὰ ποιὸς θὰ ῾ρθεῖ νὰ κρατήσει τὴν ὁρμὴ μιᾶς μπόρας ποὺ

πέφτει;

………………………………………………………………………………………………………………………..

Κι ἤθελε ἀκόμη…

Κι ἤθελε ἀκόμη πολὺ φῶς νὰ ξημερώσει. Ὅμως ἐγὼ

Δὲν παραδέχτηκα τὴν ἧττα. Ἔβλεπα τώρα

Πόσα κρυμμένα τιμαλφῆ ἔπρεπε νὰ σώσω

Πόσες φωλιὲς νεροῦ νὰ συντηρήσω μέσα στὶς φλόγες.

Μιλᾶτε, δείχνετε πληγὲς ἀλλόφρονες στοὺς δρόμους

Τὸν πανικὸ ποὺ στραγγαλίζει τὴν καρδιά σας σὰ σημαία

Καρφώσατε σ᾿ ἐξῶστες, μὲ σπουδὴ φορτώσατε τὸ ἐμπόρευμα

Ἡ πρόγνωσίς σας ἀσφαλής: Θὰ πέσει ἡ πόλις.

Ἐκεῖ, προσεχτικά, σὲ μιὰ γωνιά, μαζεύω μὲ τάξη,

Φράζω μὲ σύνεση τὸ τελευταῖο μου φυλάκιο

Κρεμῶ κομμένα χέρια στοὺς τοίχους, στολίζω

Μὲ τὰ κομμένα κρανία τὰ παράθυρα, πλέκω

Μὲ κομμένα μαλλιὰ τὸ δίχτυ μου καὶ περιμένω.

Ὄρθιος καὶ μόνος σὰν καὶ πρῶτα περιμένω.

…………………………………………………………………………………………………………………………………..

Οι νικημένοι

Ανάβαλες την τελευταία πάντα μέρα τη φυγή σου

Είχαμε μέσα κι οι δυο μας βαθιά τον πανικό του χωρισμού. Νοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε

τις αβέβαιες πλάνες μας στ’ όνειρο

Όμως ποιός δε λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια

που πληγώσαν τα χρόνια μας

Ποιός δεν επίστεψε πως δεν είχαμε ακόμα

πληρώσει το χρέος μας ολάκερο

Και βρίσκουμε την κρίσιμη τούτη στιγμή

αιχμάλωτους όρκους στη νιότη μας,

αισθήματα πιο πλούσια από τ’ άναμμα της σάρκας

Ξέρεις πως πια ξεχάσαμε τ’ αμέριμνα παιδιά

που σπαταλούσαν το γέλιο τους

Ξέρεις πως θά ’ρθει μια μέρα

που θα φορέσουμε αλογάριαστα

ολόγυμνοι τον εαυτό μας

Συντροφεύοντας τις ακριβές μας αμφιβολίες,

ξαγρυπνήσαμε ατέλειωτες νύχτες

χωρίς δίπλα μας να ’ναι κανείς ν’ ακούσει

την αγωνία της φωνής μας

Αγαπήσαμε μια τρικυμία καινούρια,

κι όμως γιατί ν’ αναβάλλουμε πάντα την ώριμη χρονολογία;

Και μένουμε δυο νικημένοι

μ’ ολιγόπιστα μάταια φερσίματα.

……………………………………………………………………………………………………………………………..

Αφήστε μια απάντηση

This website uses cookies to improve your experience. We'll assume you're ok with this, but you can opt-out if you wish. Accept Read More

where to buy viagra buy generic 100mg viagra online
buy amoxicillin online can you buy amoxicillin over the counter
buy ivermectin online buy ivermectin for humans
viagra before and after photos how long does viagra last
buy viagra online where can i buy viagra