Το φάντασμα της λιτότητας επιστρέφει
Οι πρωτόγνωρες συνθήκες που διαμορφώθηκαν λόγω της συνεχιζόμενης πανδημίας έκρυψαν κάτω από το χαλί τα δημοσιονομικά προβλήματα των πιο αδύναμων χωρών της Ευρώπης.
Η χαλάρωση των αυστηρών κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαν οι οικονομίες, ειδικά του ευρωπαϊκού νότου, να αντιμετωπίσουν τη λαίλαπα που επέφερε ο κορονοϊός σε οικονομικό επίπεδο, διατηρώντας ένα μίνιμουμ κοινωνικής συνοχής και ειρήνης.
Τι θα γίνει, όμως, όταν η φονική πανδημία υποχωρήσει, ποιος θα κληθεί να πληρώσει τον λογαριασμό και με ποια ακριβώς λεφτά θα τον πληρώσει, όταν όλη αυτή η υγειονομική περιπέτεια έχει αφήσει πίσω της αποκαΐδια σε τράπεζες, επιχειρήσεις, νοικοκυριά; Τι μέλλει γενέσθαι όταν έρθει η ώρα της απόσυρσης της φθηνής ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες και το χρέος των πιο αδύναμων οικονομιών έχει σκαρφαλώσει στα ύψη; Υπάρχει λύση, με δεδομένο ότι η οποιασδήποτε μορφής «σεισάχθεια» δεν υφίσταται όχι στο «οπλοστάσιο», αλλά ούτε καν στο λεξιλόγιο των ταγών της παγκόσμιας οικονομίας;
Διαβάσαμε τις προάλλες την έκθεση της HSBC σχετικά με τον κίνδυνο επιστροφής της Ε.Ε. στη λιτότητα το 2023. Σύμφωνα με τους αναλυτές της, ο κίνδυνος είναι περιορισμένος, ειδικά από τη στιγμή που είναι προγραμματισμένες οι εκλογές στην Ιταλία και την Ισπανία. «Σε κάποιο χρονικό σημείο» όμως, έτσι αόριστα, η HSBC αναμένει πιέσεις για δημοσιονομική προσαρμογή «εξαιτίας και των πιέσεων από τις αγορές». Σας θυμίζει κάτι αυτό; Αν οι αγορές, που τώρα σπεύδουν να δανείσουν με σχεδόν μηδενικά επιτόκια ακόμη και χώρες όπως η Ελλάδα, με χρέος στο 206% του ΑΕΠ, ξαφνικά κλείσουν τις κάνουλες, μήπως είναι αυτοεκπληρούμενη προφητεία οι «φτωχοί» της Ε.Ε. να βρεθούν και πάλι σε μία δίνη αδυναμίας δανεισμού, λιτότητας και μνημονίων, όπως κι αν αποφασιστεί να λέγονται;
Σύμφωνα με την HSBC, αν οι δημοσιονομικοί κανόνες της Ε.Ε. επιστρέψουν και πάλι σε ισχύ από την επόμενη άνοιξη και θα πρέπει να εφαρμοστούν στους προϋπολογισμούς των χωρών της ευρωζώνης το 2023, θα μπορούσε να υπάρξει πίεση για δημοσιονομική προσαρμογή. Βεβαίως η βρετανική τράπεζα αμφιβάλλει ότι, η επιστροφή των δημοσιονομικών κανόνων θα αποτελέσει προτεραιότητα για την επερχόμενη γαλλική προεδρία της Ένωσης. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει τίποτα παραπάνω από μερικούς μήνες καθυστέρησης. Αφήστε, που πολλά θα εξαρτηθούν από το ποιος θα είναι ο «τσάρος» των οικονομικών στη νέα γερμανική κυβέρνηση.
Από την άλλη, η HSBC θεωρεί πολύ πιθανό ότι οι χώρες του βορρά θα ζητήσουν δημοσιονομική πειθαρχία και προσαρμογή από τις χώρες του Νότου, εκτιμώντας πως οι βόρεις χώρες της Ε.Ε. έχουν δομικό έλλειμμα μικρότερο του 3% για το 2022, ενώ οι νότιες, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα, κοντά στο 5%. Η δυναμική του χρέους, δε, εξαρτάται από το πρωτογενές έλλειμμα το οποίο είναι κοντά 2,5% του ΑΕΠ, από περίπου μηδέν πριν την κρίση.
Η HSBC εξηγεί, επιπλέον, πως παρότι το κόστος δανεισμού έχει μειωθεί, το υψηλότερο πρωτογενές έλλειμμα ίσως δυσκολέψει τις χώρες να σταθεροποιήσουν τους δείκτες χρέος προς ΑΕΠ, ενώ ο κίνδυνος για μελλοντικά «δημοσιονομικά σοκ» είναι υπαρκτός. «Συνεπώς, είτε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είτε από τις αγορές, η δημοσιονομική προσαρμογή θα μπορούσε να επιστρέψει στο μέλλον, ειδικά όταν η ΕΚΤ δώσει σινιάλο για την έξοδο από την ποσοτική χαλάρωση», τονίζει η τράπεζα.
Όσο για το έλλειμμα των χωρών της Ευρωζώνης, η HSBC εκτιμά πως θα μειωθεί στο 3,8% του ΑΕΠ το 2022 από 7,2% φέτος, με βάση τα προσχέδια των προϋπολογισμών και αφαιρώντας την επίδραση από την απόσυρση των έκτακτων μέτρων που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Σύμφωνα με την ανάλυση των Βρετανών, τα στοιχεία δείχνουν πως στην Ευρωζώνη θα εφαρμοστεί ήπια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και το 2022, αφού οι φετινές ισχυρές επιδόσεις επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να δαπανήσουν περισσότερα, με την ελπίδα ότι θα επιτύχουν γρηγορότερη ανάκαμψη.
Όλα τα παραπάνω αφήνουν, πάντως, ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο μελλοντικής επιστροφής στη λιτότητα και τους δημοσιονομικούς περιορισμούς και αυτό είναι κάτι που ο ευρωπαϊκός νότος πρέπει να το έχει πάντοτε κατά νου. Ειδικά από τη στιγμή που η παγκόσμια έκρηξη των τιμών στην ενέργεια ανεβάζει τον λογαριασμό ακόμη περισσότερο για τα νοικοκυριά και συμπιέζει τα περιθώρια κέρδους των, ήδη πιεσμένων λόγω Covid-19, επιχειρήσεων.