Το τελευταίο βράδυ μου στην Μύκονο με την Ζωή Λάσκαρη
“Να σου βγει το μάτι καλύτερα, παρά το όνομα” Εξυπνάδα που αναμασούν όσοι ποτέ τους δεν κινδύνευσαν να γενούν αόμματοι.
Σας υποσχέθηκα χθες μια ακόμη καλοκαιρινή ιστορία μου και τις κρατάω τις υποσχέσεις μου εγώ, γιατί δεν είμαι πολιτικός. Έχουμε ξεραθεί στα γέλια. Ο θεός με ευνόησε και κάθομαι δίπλα στην ίδια Ζωίτσα την Λάσκαρη, σ’ ένα τραπέζι από δω ως εκεί κάτω, υπέροχη βραδιά με την Μύκονο στα καλύτερά της, λέμε κάτι δικά μας ανέκδοτα κι έχουμε δακρύσει.
Απέναντί μας, στο δικό μας το τραπέζι, δύο πιτσουνάκια Εγγλεζάκια να φιλιούνται αγκαλιασμένα και να χαμουρεύονται ανεπίτρεπτα (δεν είχε εφευρεθεί μέχρι τότε το “φασώνονται”) δημοσίως, σε μια ωδή, τάχαμου, προς τον απύθμενο έρωτα. Όσο και να ήμασταν απορροφημένοι στα δικά μας δεν ημπορούσαμε να μη σχολιάσουμε την συνουσία που ήρχατε μπρος στα ματάκια μας και σε καθιστούσε με το ζόρι μπανιστιρτζή.
“Μη μασάς” μου λέει πάντα υπερβολική στις μπιχεβιοριστικές εκτιμήσεις της η Ζωή – ο Αλέξανδρος αλλού γι’ αλλού στην άλλη μεριά μίλαγε με κάποιον, μάλλον πολιτικά- ο τυπάκος δεν είναι απλώς γκέι, είναι “κραγμένη” και την κουκλάρα την έχει για κάλυψη.” Δεν πρόλαβα να είπω: “πόσα θες ρε Ζωούλα για να μας τρελάνεις όλους;” και νιώθω την ποδάρα, του μετά της δεσποινίδος χαμουρευομένου να μου πασπατεύει τα αμελέτητα.” Κάνω την καρέκλα πιο πίσω, λίγο δεξιά, πιο αριστερά, αλλά ο τυπάκος έχει πόδι Τιραμόλα, γλωσσοφιλιέται με την νεαρά και μου γαργαλάει αποκάτου τα αχαμνά”
“Σήκω να βαρέσεις παλαμάκια, θα χορέψω!” Με τραβάει στην πίστα η ωραιότερη γυναίκα όλων των εποχών, για να με βγάλει από την δύσκολη θέση, και ρίχνει μια ζεμπεκιά αδιανόητη που μόνο ο φαντάρος του φίλου μου του Αλέξη του Δαμιανού στην “Ευδοκία” θα μπορούσε να την ανταγωνιστεί. Σηκώθηκε, φυσικά, στο πόδι όλο το μαγαζί. Δυστυχώς και ο καμουφλέ γκέι ο Εγγλέζος μαζί. Κάτι έξαλλοι σπάνε πιάτα, αρπάει κι αυτός, αμάθητος, ένα ποτήρι, το σπάει κάτω με δύναμη, πετάγεται και μου καρφώνεται μέσα στο μάτι ένα μυτερό γυαλί. Δεν υπήρχε περίπτωση η νύχτα με την Ζωή Λάσκαρη στην Μύκονο να μην μου μείνει αξέχαστη.
Αντί να μου βγει, αδίκως έστω, το όνομα σ ένα σκανδαλοπεριοδικό: “Ό Ρουμελιώτης είναι το νέο τεκνό της Λάσκαρη, ο αδιάψευστος φωτογραφικός φακός τους συνέλαβε ανέμελους στην Μύκονο,” μου βγήκε το μάτι! Άγιο είχα που σε διπλανό τραπέζι καθόταν αυτή η υπέροχη Κυρία, η Ανδριανή Ζουναλή ( την δημοσίευσα, την επομένη αυτή την ιστορία στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ). Τηλεφωνεί στο σύμπαν, μαθαίνει πως υπάρχει χειρουργός- οφθαλμίατρος, με φορτώνουν, με κουβαλάνε σπίτι του αλλά δυστυχώς και για μένα ο άνθρωπος είχε αποχαιρετήσει τον μάταιο τούτον κόσμο, πριν λίγες μέρες. Τότε, στην πιο δύσκολη στιγμή, η Αδριανή επιβεβαίωσε τον μύθο που την ακολουθούσε από την εποχή που ήταν υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων του Ανδρέα με το ζιβάγγο. Εντόπισε και “επίταξε” έναν νεαρό (καλή του ώρα) τότε οφθαλμοχειρουργό, η σύζυγος (Τσέχα, αν ενθυμούμαι καλώς) μας άνοιξε το ιατρείο του εκλιπόντος, περασμένα μεσάνυχτα, έκανα δυόμισι ώρες χειρουργείο και μου έβγαλε ένα μεγάλο κομμάτι γυαλί και κάμποσα θραψαλάκια.
“Τυχερός είσαι, στο τσακ το γλύτωσες το μάτι φιλαράκο,” μου είπε ο καλή του η ώρα. Είχε κεί δίπλα κρεμασμένο ο εκλιπών, κάτι σαν αυτό που φορούσε ο Σονόρα και οι περισσότεροι, πειρατές, το μαύρο το κάλυμμα που κάλυπταν το ένα τους μάτι για να προσαρμόζονται απ’ το φως στο σκοτάδι κατεβαίνοντας στ’ αμπάρι. Μου το έδεσε απαλά, έτσι για μόστρα, πάνω από την φρέσκια πληγή. “Δεν έχει να πας πουθενά, κερνάω σφηνάκια να γλεντήσουμε το ιατρικό θαύμα” λέει η Ζωή. Μας τραβάει σ’ ένα μπαράκι όπου ξημερωνότανε. Και να σου σκάει, με πέντε φουσκωτούς, κι ο Σωκράτης (ο Κόκκαλης, που τον ήξερα λόγω Κίτσου, Γαύρου και FLASH). Με βλέπει με το πειρατικό μάτι, μασάει στο δούλεμα της Ζωούλας, ότι και καλά είμαι εκκεντρικός και πάω να φάω το ψωμάκι του Λάκη (του Γαβαλά) και γίνεται τζερτζελές μέχρι που χαράζει να φύγει η επικίνδυνη νύχτα.
Μέσα στα γέλια και τα πειράγματα ξημερώνει στο Αιγαίο. Κι είναι όμορφα σου λέω.