Τo υπόμνημα της Solidus για το Συνεγγυητικό Κεφάλαιο
Η Solidus χρηματιστηριακή κατέθεσε τη περασμένη Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020, υπόμνημα προς την Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή για την αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου που διέπει τη σύσταση και λειτουργία του Συνεγγυητικού Κεφαλαίου Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών, με κοινοποίηση προς τον υφυπουργό Οικονομικών Γιώργο Ζαββό αρμόδιο για το Χρηματοπιστωτικό Σύστημα, το διοικητή της τραπέζης της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα και τη πρόεδρο της Επιτροπής Κεφλαιαγοράς Βασιλική Λαζαράκου.
Στην εισαγωγή του υπομνήματος που περιέχει 3 βασικά θέματα η Solidus καθιστά γνωστό ότι από την έναρξη των δραστηριοτήτων της(1999) είναι μέλος του Συνεγγυητικού Κεφαλαίου Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών, καταβάλλοντας ανελλιπώς τις εισφορές της όπως αυτές ορίζονται κάθε φορά επί 20 και πλέον συναπτά έτη, η δε τακτική εισφορά της προς αυτό ανέρχεται σήμερα στο ποσό των 1.329.647 ευρώ.
Στο πρώτο θέμα του υπομνήματος η χρηματιστηριακή αναφέρεται αρχικά στην <Κατάρτιση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων του Συνεγγυητικού βάσει των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς και χαρακτηρισμός του ως «οντότητας δημόσιου συμφέροντος» και υπογραμμίζει τα εξής:
Α. Όπως είναι γνωστό, κατά τον Ν. 2533/1997, όπως τροποποιημένος ισχύει σήμερα και που αφορά τη σύσταση και λειτουργία του Συνεγγυητικού : Στο άρθρο 61 παρ. 2, το Συνεγγυητικό αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με χαρακτήρα εξασφαλιστικό, ήτοι αποσκοπεί στις ανάγκες προστασίας του επενδυτικού κοινού και λόγο της σπουδαιότητας του αυτής, εποπτεύεται κατ΄ άρθρο 76 παρ. 1 από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Στο άρθρο 63, οι περιγραφόμενοι σκοποί του Συνεγγυητικού, έχουν ως στόχο την υποστήριξη της σταθερότητας και αξιοπιστίας της λειτουργίας της αγοράς επενδυτικών υπηρεσιών.
Στο άρθρο 64 παρ.1, η συμμετοχή ……στο Συνεγγυητικό είναι υποχρεωτική και συνιστά προϋπόθεση της εκάστοτε παροχής των καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών. Στο άρθρο 68 παρ.5, αναφορικά με την αρμοδιότητα του Δ.Σ. του Συνεγγυητικού το Διοικητικό Συμβούλιο είναι αρμόδιο για κάθε θέμα που αφορά στη διαχείριση και την εκπροσώπηση του …. Ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, το Διοικητικό Συμβούλιο θα αποφασίζει …. και την άσκηση προληπτικών ελέγχων, μέσω ορκωτού ελεγκτή ή ελεγκτών που θα ορίζει κατά περίπτωση, στα οικονομικά και λογιστικά στοιχεία Ε.Π.Ε.Υ. για τη διακρίβωση της κεφαλαιακής επάρκειας ή φερεγγυότητας των Ε.Π.Ε.Υ. αυτών.
Στο άρθρο 70 παρ.1, με απόφαση της ετήσιας Γενικής Συνέλευσης ανατίθεται ο έλεγχος της οικονομικής διαχείρισης του Συνεγγυητικού και του ισολογισμού που καταρτίζει το Διοικητικό Συμβούλιο σε δύο (2) ορκωτούς ελεγκτές ή αναγνωρισμένη ελεγκτική εταιρία που υποβάλλουν σχετική έκθεση στην επόμενη ετήσια συνέλευση…., ενώ κατά την παράγραφο 2 αυτού το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει σε ορκωτούς ελεγκτές ή αναγνωρισμένες ελεγκτικές εταιρίες τον έλεγχο στοιχείων που του παρέχουν Ε.Π.Ε.Υ. Στο άρθρο τέλος 70 παρ.1, το κεφάλαιο του Συνεγγυητικού σχηματίζεται από τις εισφορές των Μελών. …Το σύνολο των εισφορών που έχει καταβάλει κάθε Μέλος αποτελούν τη μερίδα του.
Β. Συνεπεία των ανωτέρω διατάξεων, όλες ανεξαιρέτως οι εποπτευόμενες από την επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την Τράπεζα της Ελλάδος εταιρείες που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες (Πιστωτικά Ιδρύματα, Α.Ε.Π.Ε.Υ και Α.Ε.Δ.Α.Κ.) συμμετέχουν υποχρεωτικά στο Συνεγγυητικό και είναι αυτοί που αποκλειστικά με τις σημαντικές εισφορές τους (αρχικές, τακτικές, συμπληρωματικές και ειδικές ) έχουν σχηματίσει το κεφάλαιο του, για την υποστήριξη της σταθερότητας και αξιοπιστίας της λειτουργίας της αγοράς επενδυτικών υπηρεσιών. Περαιτέρω, λόγω της φύσης της δραστηριότητας τους, όλες ανεξαιρέτως οι εταιρείες που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, συντάσσουν – και ΟΡΘΩΣ – τις ετήσιες χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις βάσει των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο παρέχουν αξιόπιστες, διαφανείς, κατανοητές και συγκρίσιμες διεθνώς και διαχρονικά οικονομικές πληροφορίες, διαφυλάττοντας την εμπιστοσύνη των επενδυτών προς τις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Γ. Παρά ταύτα για το Συνεγγυητικό εμφανίζεται το εξής ανακόλουθο, παράδοξο και απολύτως ακατανόητο γεγονός :
Ενώ οι εποπτευόμενες από την επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την Τράπεζα της Ελλάδος εταιρείες που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και κατά συνέπεια και ως μέλη αλλά και μεριδιούχοι του Συνεγγυητικού, υποχρεούνται να εφαρμόζουν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα για λόγους διαφάνειας, εντούτοις το Συνεγγυητικό και « οιονεί ελεγκτής » των μελών του, για τις δικές του ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις, εφαρμόζει το Ελληνικό Γενικό Λογιστικό Σχέδιο (Ε.Γ.Λ.Σ.) και δη με τους περιορισμούς που έχει αυτό για τις πολύ μικρές οντότητες, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μία οντότητα : με ΑΜΙΓΩΣ εξασφαλιστικό χαρακτήρα, που εποπτεύεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, που υφίσταται και λειτουργεί ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ για τις ανάγκες προστασίας του επενδυτικού κοινού, που έχει δικαιοδοσία στην άσκηση προληπτικών ελέγχων, στα οικονομικά και λογιστικά στοιχεία των μελών του, για τη διακρίβωση της κεφαλαιακής επάρκειας ή φερεγγυότητας τους, που αναθέτει σε ορκωτούς ελεγκτές ή αναγνωρισμένες ελεγκτικές εταιρίες τον έλεγχο οικονομικών στοιχείων που του παρέχουν τα μέλη του που εφαρμόζουν ΔΛΠ και που έχει την αποκλειστική ευθύνη για την οικονομική διαχείριση του ενεργητικού του(του κεφαλαίου του δηλαδή), που προέρχεται αποκλειστικά από τις εισφορές των μελών του και από και τις εν γένει επιδόσεις της οικονομικής διαχείρισης του ενεργητικού του αυτού, επηρεάζοντας την σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και το αίσθημα εμπιστοσύνης σε αυτό αλλά και τη κοινωνία συνολικά, καθώς εκ του σκοπού του το Συνεγγυητικό με το ενεργητικό του, εγγυάται την εύρυθμη λειτουργία του συνόλου της αγοράς.
Ως «οντότητες του δημοσίου συμφέροντος» νοούνται οι οντότητες εκείνες που λόγω του μεγέθους τους ή της φύσης των δραστηριοτήτων τους ή της διαπραγμάτευσης των κινητών αξιών (μετοχές ή ομολογίες) που έχουν εκδώσει οι ίδιες σε οργανωμένα χρηματιστήρια, ενδιαφέρουν ιδιαίτερα την εθνική ή τη διεθνή επιχειρηματική κοινότητα αλλά και την κοινωνία συνολικά. Το ενδιαφέρον για τις οντότητες αυτές είναι «δημόσιο» γιατί υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός φυσικών ή νομικών προσώπων, πέραν των μελών ή των μετόχων τους, τα οποία επηρεάζονται από την ύπαρξη, τις αποφάσεις και τις επιδόσεις των δημοσίων οντοτήτων αυτών. Είναι σαφές λοιπόν, με αβίαστη διασταλτική ερμηνεία, ότι το Συνεγγυητικό λόγω της φύσης της λειτουργίας και κυρίως του δημοσίου ενδιαφέροντος σκοπού του, πληροί όλες εκείνες τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις περί χαρακτηρισμού και ένταξης του στην κατηγορία των οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος, ούτως ώστε για λόγους διαφάνειας, αλλά και ασφάλειας των πάσης φύσεως επενδυτών – να προβλεφθεί και νομοθετικά η υποχρεωτική κατάρτιση των χρηματοοικονομικών του καταστάσεων βάσει των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς, όπως αυτά έχουν άλλωστε υιοθετηθεί και εφαρμόζονται από ετών από όλα τα μέλη του και όλες τις εποπτευόμενες από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οντότητες.
Προτείνεται η υποχρεωτική κατάρτιση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων του Συνεγγυητικού Κεφαλαίου Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών βάσει των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς και ο χαρακτηρισμός του ως «οντότητα δημοσίου συμφέροντος».
Στο 2ο θέμα η Solidus αεπευ αναφέρεται στα ακίνητα του Συνεγγυητικού και τονίζει τα εξής:
Όπως είναι γνωστό, η περιουσία των νομικών προσώπων είναι ενιαία και αδιαίρετη, ανήκει δε καθ΄ ολοκληρίαν στο νομικό πρόσωπο και κατ΄ επέκταση στους μετόχους, εταίρους ή στα μέλη του ανά περίπτωση, κατά την αναλογία συμμετοχής ενός εκάστου εξ αυτών.
Η πλήρης αποτύπωση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του κάθε νομικού προσώπου είναι υποχρεωτική από το Νόμο, η αξιοποίηση και κατανομή της θα πρέπει να διαπνέεται από τις αρχές της συνετής επιχειρηματικής λογικής, της χρηστής και επιμελούς διαχείρισης αλλότριας περιουσίας και πάντοτε σύμφωνα με τους κανόνες της δημοσιότητας και διαφάνειας, με γνώμονα την κατά το καλύτερο δυνατό τρόπο εξυπηρέτηση του καταστατικού σκοπού και της αποστολής του. Το Συνεγγυητικό ως θεσμός, με χαρακτήρα εξασφαλιστικό και μη κερδοσκοπικό, λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, διέ πεται από τις διατάξεις της νομοθεσίας περί Ανωνύμων Εταιρειών, δεν υπάγεται στην κατηγορία των οργανισμών και επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και δεν εφαρμόζονται σε αυτό οι διατάξεις που διέπουν εταιρείες που ανήκουν άμεσα ή έμμεσα στο Δημόσιο.
Οι πόροι του προέρχονται από τις εισφορές των μελών του, τακτικές και έκτακτες, αλλά και από την διαχείριση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του, το δε συνολικό προϊόν αξιοποίησης τους θα πρέπει να χρησιμοποιείται για τις ανάγκες προστασίας του επενδυτικού κοινού, εξυπηρετώντας πρωτίστως το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον και εν συνεχεία τους δικαιούχους μεριδιούχους του. Η αξία της ατομικής μερίδας των υποχρεωτικά μεριδιούχων στο Συνεγγυητικό θα έπρεπε να αποτιμάται, όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε οικονομική οντότητα, στο σύνολο της περιουσίας αυτού ( κινητά, ακίνητα και κάθε είδους ενσώματες ή ασώματες αξίες ). Στο Συνεγγυητικό όμως εμφανίζεται το εξής ανακόλουθο, παγκοίνως πρωτότυπο και απολύτως οξύμωρο γεγονός: Οι μεν υποχρεώσεις του να βαρύνουν το σύνολο των εκάστοτε ενεργών μελών του, οι δε προσδοκώμενες υπεραξίες των ακινήτων του να καρπώνονται όχι από το νομικό πρόσωπο (και κατ΄ επέκταση το σύνολο των μεριδιούχων), αλλά επιλεκτικά από μια μονάχα ομάδα παλαιών μεριδιούχων.
Ειδικότερα:
Ενώ στο άρθρο 68 παρ. 5. του Ν. 2533/1997 το Διοικητικό Συμβούλιο του Συνεγγυητικού είναι αρμόδιο: « … για κάθε θέμα που αφορά στη διαχείριση και την εκπροσώπηση του Συνεγγυητικού, στη λήψη των πάσης φύσης αποφάσεων του … που προβλέπονται στο παρόν μέρος, στην είσπραξη των πάσης φύσης πόρων του, στη διαχείριση της περιουσίας του και γενικά στην εκπλήρωση της αποστολής του. Ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, το Διοικητικό Συμβούλιο θα αποφασίζει την οργάνωση και στελέχωση των υπηρεσιών του Συνεγγυητικού, την πρόσληψη, απόλυση και αμοιβή των απασχολούμενων σε αυτό ή συνεργαζόμενων με αυτό προσώπων και κάθε σχετικό θέμα, καθώς και κάθε θέμα που αφορά στις εισφορές των συμμετεχόντων στο Συνεγγυητικό Ε.Π.Ε.Υ., καθώς και την άσκηση προληπτικών ελέγχων, μέσω ορκωτού ελεγκτή ή ελεγκτών που θα ορίζει κατά περίπτωση, στα οικονομικά και λογιστικά στοιχεία Ε.Π.Ε.Υ. για τη διακρίβωση της κεφαλαιακής επάρκειας ή φερεγγυότητας των Ε.Π.Ε.Υ. αυτών … »και
Στο άρθρο 69 παρ. 1. του ιδίου ως άνω Νόμου η Γενική Συνέλευση του είναι αρμόδια : « …για την έγκριση του Ισολογισμού του Συνεγγυητικού, την εκλογή των εκλεγόμενων (ανά κατηγορία συμμετεχόντων) μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, το διορισμό των ελεγκτικών οργάνων, τη λύση του Συνεγγυητικού (υπό την αίρεση της έγκρισης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς) και για την διατύπωση προτάσεων και υποδείξεων προς το Διοικητικό Συμβούλιο ως προς οποιοδήποτε θέμα αρμοδιότητάς του …», εν τούτοις, καθ΄ υπέρβαση του θεσμικού ρόλου των οργάνων του και της εξουσίας που τους παρέχεται ειδικά κατά τα ανωτέρω από το Νόμο, η συγκεκριμένη ομάδα μεριδιούχων, μέσω προβληματικών από κάθε άποψη αποφάσεων του Δ.Σ και της Γ.Σ., που σε κάθε περίπτωση εκφεύγουν των αρμοδιοτήτων τους, αποπειράται αντλώντας επιχειρήματα εκ της σιωπής του Νόμου, με εξόχως στρεβλή συλλογιστική, να καρπωθεί την τυχόν υπεραξία των ακινήτων του Συνεγγυητικού, πέραν αυτής που είναι καταχωρημένη στα βιβλία του ως τιμή κτήσης τους. Η προσπάθεια όμως αυτή δημιουργεί ως φυσικό παρεπόμενο, μεριδιούχους δύο ταχυτήτων και απέχει σημαντικά από την αρχή της δίκαιης, ισόνομης και αναλογικής αντιμετώπισης όλων των μελών του Συνεγγυητικού, ανά πάσα χρονική περίοδο και ανεξάρτητα από τον χρόνο αποχώρησής τους. Η δαπάνη αγοράς των συγκεκριμένων ακινήτων, επιβάρυνε όπως είναι φυσικό τα ταμειακά διαθέσιμα του νομικού προσώπου. Το ταμειακό όμως «κενό» που δημιουργήθηκε και αποστερήθηκε εξ αυτής το Συνεγγυητικό, καλύφθηκε υποχρεωτικά και διαχρονικά στη πορεία από πολλαπλάσιας αξίας κεφάλαια των υπόλοιπων και εκάστοτε ενεργών μελών, δεδομένης της προβληματικής αξιοποίησης των ακινήτων, του υψηλού λειτουργικού του κόστους, αλλά και του παρατεταμένου δυσμενούς οικονομικού κλίματος που επακολούθησε, ήτοι : συνεχείς εκκαθαρίσεις μεριδιούχων εταιρειών, αποζημιώσεις επενδυτών κ.α..
Τέλος είναι ανορθόδοξο και έξω από κάθε κοινή λογική και επιχειρηματική πρακτική, η μεν διαχρονική πληρωμή φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας (ΦΜΑΠ) και στη συνέχεια ΕΝΦΙΑ, η καταβολή των εξόδων των κάθε είδους τακτοποιήσεων, εκτιμήσεων, συντήρησης και επισκευών των ακινήτων, να επιβαρύνει τα αποτελέσματα του νομικού προσώπου και επομένως το σύνολο των ενεργών μεριδιούχων, ενώ προνομιακά μια ομάδα παλαιών μεριδιούχων, να διεκδικεί να καρπωθεί το σύνολο της υπεραξίας! Προτείνεται το σύνολο των κινητών και ακίνητων περιουσιακών στοιχείων του Συνεγγυητικού καθώς και κάθε είδους ενσώματες ή ασώματες αξίες, να νομοθετηθεί ότι ανήκουν στα ενεργά Μέλη του, κατά την αναλογία συμμετοχής της μερίδας τους στο ενεργητικό του.
Το 3ο θέμα που υπογραμμίζει η Solidus είναι ο τρόπος Υπολογισμού Ετήσιας Τακτικής Μερίδας. Η χρηματιστηριακή αναφέρει ότι ο τρόπος υπολογισμού της ετήσιας τακτικής μερίδας των μελών του Συνεγγυητικού καθορίζεται με την υπ’ αρ. 17759/Β.769/23-4-2010 απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Οικονομικών (με εντολή Υπουργού) με θέμα «Κριτήρια προσδιορισμού του τρόπου υπολογισμού του ύψους και επιμερισμού της ετήσιας τακτικής εισφοράς των Μελών του Συνεγγυητικού στο κεφάλαιο του Συνεγγυητικού» ( ΦΕΚ Β’, 611/10-5-2010 ), στα άρθρα 1 και 2 της οποίας προβλέπονται τα ακόλουθα:
Το εν λόγω άρθρο της προσβαλλόμενης απόφασης καθορίζει τον τρόπο υπολογισμού της ετήσιας τακτικής εισφοράς των μελών του Συνεγγυητικού με βάση τους ακόλουθους συντελεστές : για αξία των περιουσιακών στοιχείων των πελατών (των μελών του Συνεγγυητικού) μέχρι 30.000.000 ευρώ η τακτική ετήσια εισφορά ανέρχεται στο 2,75% (περ. α’ ), για αξία των περιουσιακών στοιχείων των πελατών από 30.000.001 έως 250.000.000 ευρώ η τακτική ετήσια εισφορά ανέρχεται στο 2,75% ( περ. β’ ) και για αξία των περιουσιακών στοιχείων των πελατών πλέον των 250.000.000 ευρώ η τακτική ετήσια εισφορά μειώνεται δραστικά στο 1% ( περ. γ’ ).
Ο καθορισμός όμως αυτός των συντελεστών για τον προσδιορισμό της τακτικής ετήσιας εισφοράς των μελών του Συνεγγυητικού αντίκειται καταφανώς στη συνταγματική αρχή της ισότητας. Και τούτο διότι το άρθρο 2 παρ. 1 της προσβαλλόμενης απόφασης, προβλέποντας μειωμένο συντελεστή ( 1% ) για την αξία περιουσιακών στοιχείων πελατών που υπερβαίνει τα 250.000.000 ευρώ, μεταχειρίζεται κατά άνισο και προφανώς ευνοϊκό τρόπο τις εταιρείες- μέλη του Συνεγγυητικού που διαθέτουν αξία περιουσιακών στοιχείων πελατών που υπερβαίνει τα 250.000.000 ευρώ ( περ. γ’ ).
Ειδικότερα, οι εταιρείες αυτές καταβάλλουν ως ετήσια τακτική εισφορά το 2,75% επί της αξίας των περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους μέχρι 250.000.000 ευρώ, ενώ επί της αξίας των περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους που υπερβαίνει τα 250.000.000 ευρώ, η εισφορά τους υπολογίζεται με τον σημαντικά μειωμένο συντελεστή 1%. Με τον τρόπο αυτό, οι μεγάλες εταιρείες – μέλη του Συνεγγυητικού που διαθέτουν αξία περιουσιακών στοιχείων πελατών που υπερβαίνει τα 250.000.000 ευρώ, καταβάλλουν ετήσια τακτική εισφορά στο Συνεγγυητικό που υπολείπεται συνολικά του 2,75%, ενώ όλα τα υπόλοιπα μέλη του Συνεγγυητικού ( ήτοι αυτά των οποίων η αξία των περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους δεν υπερβαίνει τα 250.000.000 ευρώ), καταβάλλουν εισφορά υπολογιζόμενη συνολικά στο 2,75% επί της αξίας των περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους.
Η παραβίαση αυτή της αρχής της ισότητας (για άλλα δηλαδή μέλη του Συνεγγυητικού να καθορίζεται μεγαλύτερος συντελεστής και για άλλες συνολικά μικρότερος συντελεστής ) καθίσταται ακόμη πιο εμφανής, αν αναλογισθεί κανείς ότι, πρώτον, δεν υπάρχει πρόσφορο και εύλογο κριτήριο που να επιβάλλει τη διαφοροποίηση αυτή και, δεύτερον, ο μειωμένος συντελεστής 1% για αξία περιουσιακών στοιχείων πελατών άνω των 250.000.000 ευρώ είναι πολύ μικρότερος (περίπου το 1/3 ) σε σχέση με τον συντελεστή του 2,75% για αξία περιουσιακών στοιχείων των πελατών μέχρι 250.000.000 ευρώ.
Προτείνεται ο καθορισμός της ετήσιας τακτικής μερίδας του Συνεγγυητικού Κεφαλαίου Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών να πραγματοποιείται με ενιαίο συντελεστή επί της αξίας των περιουσιακών στοιχείων των πελατών των εκάστοτε μελών του.