Μια αμφίρροπη προεκλογική εκστρατεία που πλημμυρίζει από έχθρα και μίσος εκτοξεύοντας τα επίπεδα του εθνικού διχασμού σε δυσθεώρητα ύψη δύσκολα θα μπορούσε να παράγει ένα διαφορετικό, πόσο μάλλον καλύτερο debate από αυτό που παρακολούθησε χθες βράδυ η αμερικανική κοινή γνώμη και ολόκληρος ο πλανήτης στο πρώτο, πολυαναμενόμενο, τετ-α-τετ μεταξύ Ντόναλντ Τραμπ και Τζο Μπάιντεν.
Υπό την έννοια αυτή σίγουρα δεν ήταν μια τιμητική στιγμή για την αμερικανική πολιτική ιστορία και το κύρος του προεδρικού θώκου της μοναδικής υπερδύναμης.
Δεν ήταν διάλογος, όταν ξανά και ξανά και ξανά ο κύριος Τραμπ με τον γνωστό αγενή του τρόπο δεν άφηνε τον αντίπαλο του να ολοκληρώσει την τοποθέτηση του προκαλώντας τον εκνευρισμό ακόμη και του έμπειρου συντονιστή-δημοσιογράφου.
Δεν ήταν μια παρουσίαση ιδεών, με την πληθώρα των υπερβολών και των ανυπόστατων στοιχείων που παρουσιάστηκαν κυρίως βέβαια από την πλευρά του Αμερικανού προέδρου.
Η δε, πληθώρα των γνήσια υβριστικών και προσβλητικών εκφράσεων έκλεβε την παράσταση αφήνοντας και τους δύο μονομάχους χαμένους, τον κύριο Τραμπ διότι εσκεμμένα ήθελε να… βγάλει τον αντίπαλο του από τα ρούχα του και τον κύριο Μπάιντεν διότι, παρά την εμπειρία του, δεν μπορούσε να συγκρατηθεί να απαντήσει σε ανάλογο ύφος.
Ήταν ένα κουραστικό και θλιβερό θέαμα που δύσκολα μπορούσε να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή, πόσο μάλλον να του αλλάξει πολιτική άποψη, εφόσον ήδη έκλινε προς έναν από τους δύο υποψηφίους.
Αυτό ισχύει για την προοδευτική Αμερική και τις μειονότητες που θεωρούν (δίκαια) τον Ντόναλντ Τραμπ ως ρατσιστή και ηθικό αυτουργό της χειρότερης κοινωνικής εξέγερσης που έχει βιώσει η χώρα εδώ και δεκαετίες, όπως και για όσους πολίτες αντιμετωπίζουν την πανδημία χωρίς υγειονομική κάλυψη. Αυτό ισχύει και για τους συντηρητικούς (κυρίως λευκούς) Αμερικανούς της μεσαίας και ανώτερης τάξης που θεωρούν τον κύριο Τραμπ καλύτερο σε θέματα οικονομίας από τον Τζο Μπάιντεν και θα τον ξαναψηφίσουν αποκλειστικά για το λόγο αυτό.
Πραγματικά, η φετινή προεκλογική εκστρατεία δεν μοιάζει με καμία άλλη στην αμερικανική ιστορία και αυτό έχει ήδη παγιώσει τις δυνάμεις αμφότερων των στρατοπέδων αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια για μετακινήσεις μεταξύ τους. Οι αναποφάσιστοι είναι λιγότεροι από ποτέ, κάτω και από το 10%. Και μάλιστα πολλοί ψηφοφόροι έχουν ήδη ψηφίσει μέσω της περίφημης επιστολικής ψήφου που ο κύριος Τραμπ θα ήθελε να καταργήσει.
Αυτό σημαίνει ότι το προβάδισμα του Τζο Μπάιντεν σε εθνικό επίπεδο, που βρίσκεται κατά μέσο όρο στις 6 με 8 μονάδες, δεν αναμενόταν, ούτε αναμένεται, να αλλάξει τελικά ριζικά μετά το πρώτο debate.
Άλλωστε, οι περισσότεροι αναλυτές έχρισαν τελικά ως νικητή… στα σημεία τον κύριο Μπάιντεν κυρίως επειδή κατάφερε να παρουσιάσει μια πιο συγκεκριμένη και σαφή εικόνα των απόψεων του ανάμεσα στο χάος των ύβρεων και των αλληλοκατηγοριών.
Όμως, και οι δύο μονομάχοι γνωρίζουν πως αυτό δεν είναι απαραίτητα αρκετό.
Τέσσερα χρόνια πριν και στα τρία προεδρικά debate οι δημοσκοπήσεις έδειξαν πως η Χίλαρυ Κλίντον κέρδισε καθαρά τον Ντόναλντ Τραμπ. Και στην κάλπη η Χίλαρυ κέρδισε επίσης την εθνική ψήφο αποσπώντας σχεδόν τρία(!) εκατομμύρια παραπάνω ψήφους από τον αντίπαλο της. Παρόλ’ αυτά, χάρη στο ιδιότυπο εκλογικό σύστημα των ΗΠΑ (το σύστημα των εκλεκτόρων) και το προβάδισμα του κ. Τραμπ σε συγκεκριμένες πολιτείες ήταν αυτός που τελικά κάθισε στην προεδρική καρέκλα.
Οι Δημοκρατικοί δεν το ξεχνούν αυτό και παραμένει ο μεγαλύτερος φόβος τους!