Wood για ΕΚΤ: Ποιο το ανεκτό όριο απόδοσης των 10ετών της Ευρωζώνης
Η ΕΚΤ επανέλαβε τη δέσμευσή της για την καταπολέμηση του κατακερματισμού, χρησιμοποιώντας την ευελιξία στις επανεπενδύσεις του PEPP και επιβεβαιώνοντας ότι οι επιτροπές θα επιταχύνουν την ολοκλήρωση του σχεδιασμού για το εργαλείο κατά του κατακερματισμού.
Κατά τη Wood, το βασικό ερώτημα πλέον είναι ποιο είναι για την ΕΚΤ το ανεκτό όριο των αποδόσεων των 10ετών κρατικών ομολόγων των χωρών της ευρωζώνης, και ειδικά της περιφέρειας, που μπορεί να αποτελέσει μια ισορροπία μεταξύ των προκλήσεων του πληθωρισμού, ένα ανεκτό επίπεδο επιτοκίου δηλαδή που δεν θέτει σε κίνδυνο το δημόσιο χρέος και επιτρέπει στον ιδιωτικό τομέα να συνεχίσει να επενδύει στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.
Η Wood πιστεύει ότι το εύρος είναι το 3%-5%: το χαμηλότερο όριο αφορά στις χώρες του πυρήνα και στις χώρες με υψηλή πιστοληπτική αξιολόγηση, και το ανώτερο εύρος αφορά στις χώρες με υψηλό χρέος, όπως η Ελλάδα. Αυτό το εύρος αντικατοπτρίζει την βασική άποψη της Wood ότι ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη θα είναι υψηλότερος αυτή τη δεκαετία, στο 4% κατά μέσο όρο, με τους κινδύνους για υψηλότερο επίπεδο να είναι υπαρκτοί, εάν οι δηλωμένοι στόχοι πολιτικής δεν επιτευχθούν με αποτελεσματικότητα
Για να σταθεροποιηθούν οι αγορές στην Ευρωζώνη η Wood πιστεύει ότι χρειάζονται δύο συστατικά, τα οποία θεωρεί εφικτά: πρώτον, η ΕΚΤ πρέπει να ανακοινώσει με λεπτομέρεια τη στρατηγική της για τα εργαλεία κατά του κατακερματισμού και, δεύτερον, οι χώρες που είναι πιο ευάλωτες στις προκλήσεις χρηματοδότησης, καθώς τελείωσε το QE, θα χρειαστούν κάποια μορφή διαφοροποίησης.
Αναφερόμενη στην Ελλάδα, η Wood επισημαίνει πως η χρηματοδοτική της θέση θωρακίζεται από τα δημοσιονομικά αποτελέσματα των προγραμμάτων διάσωσης και εποπτείας και τα ευνοϊκά αποτελέσματα των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, είναι ευάλωτη στη μετάδοση μιας κρίσης στην αγορά ομολόγων λόγω του περιορισμένου μεγέθους των ελληνικών ομολόγων σε κυκλοφορία και, ως εκ τούτου, επηρεάζεται δυσανάλογα επί του παρόντος. Η Wood αναμένει ότι τα μακροπρόθεσμα ελληνικά ομόλογα θα διαπραγματεύονται πιο κοντά με τα ιταλικά μέσα σε λίγους μήνες, καθώς η ΕΚΤ αποσαφηνίζει τη στρατηγική της και οι αγορές αποκτούν εμπιστοσύνη στην υπεραπόδοση της Ελλάδας σε σχέση με την Ιταλία, όσον αφορά στη σημερινή αναπτυξιακή της δυνατότητα.
Η Wood πιστεύει ότι το καλύτερο αποτέλεσμα είναι η ΕΚΤ να “επιβάλει” ουσιαστικά με την πολιτική και την στρατηγική της ένα εύρος απόδοσης των 10ετών κρατικών ομολόγων στην ευρωζώνη στο 3%-5% μεσοπρόθεσμα (έως 36 μήνες) για τους ακόλουθους λόγους:
– Είναι ένα εύρος που είναι συμβατό με τα σήματα των μοντέλων αποδόσεων εύλογης αξίας, τα οποία αποτυπώνουν, με τη σειρά τους, τόσο την πορεία της ΕΚΤ για το QE όσο και την άποψη της Wood για τον πληθωρισμό.
– Για το ανώτερο εύρος, η Ιταλία έχει μέση διάρκεια για το απόθεμα χρέους της στα επτά έτη, γεγονός που της δίνει κάποια ευελιξία σχετικά με το πόσο γρήγορα επηρεάζουν τα επιτόκια τη βιωσιμότητα του χρέους. Κατά την άποψη της Wood, ένα ονομαστικό επιτόκιο 4%-5%, αν και υψηλότερο από ό,τι τα τελευταία χρόνια, είναι συνεπές με ένα βιώσιμο επιτόκιο, υπό το πρίσμα της χαμηλής αλλά βελτιούμενης δυνητικής ανάπτυξη και του μέσου πληθωρισμού της Ιταλίας στο μέλλον. Η υπέρβαση του 5% θα ήταν, αντικειμενικά, πραγματικά δύσκολο να τη διαχειριστεί η χώρα και να “επικοινωνηθεί” στις αγορές ως βιώσιμο επιτόκιο, και θα συνιστούσε επίσης σημαντική αύξηση του κόστους δανεισμού, γεγονός που θα σταματούσε την ανάκαμψη των επενδύσεων. Σε ανάλογα επίπεδα θεωρεί η Wood ότι θα πρέπει να κινηθούν και οι αποδόσεις των 10τών ομολόγων της υπόλοιπης περιφέρειας, όπως η Ελλάδα.
– Το χαμηλότερο όριο για τις υπόλοιπες χώρες που είναι δημοσιονομικά πιο ισχυρές, δηλαδή το 3%-4% εξηγείται από το γεγονός ότι η Wood αναμένει ότι οι αποδόσεις των 10ετών γερμανικών ομολόγων θα διαμορφωθούν στο 2% στο εγγύς μέλλον, αλλά αυτό το βλέπει, όλο και περισσότερο, ως ένα ποσοστό που δεν φαίνεται βιώσιμο μεσοπρόθεσμα, επειδή ο πληθωρισμός είναι υψηλός και είναι ευρύς στη Γερμανία, και επίσης λόγω του αντίκτυπου της αυξανόμενης κοινής έκδοσης της ΕΕ.
“Θέλουμε να τονίσουμε ότι το εύρος 3%-5% είναι το μέγιστο ανεκτό στο άμεσο μέλλον, για εμάς, έως και 36 μήνες. Το θεωρούμε εύλογο ότι η ΕΚΤ δεν θα είναι πραγματικά ενθουσιώδης να φτάσει σε αυτό το εύρος αμέσως, έτσι θα μπορούσαμε να έχουμε ένα μεταβατικό διάστημα τριών έως τεσσάρων τριμήνων με χαμηλότερο εύρος, 2%-4%, στο οποίο βρισκόμαστε ήδη”, σημειώνει η Wood.
Υπογραμμίζει επίσης ότι δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσει κανείς να εκτιμά ότι οι αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων θα διαπραγματεύονται τόσο χαμηλά, δεδομένου ότι οι προκλήσεις του πληθωρισμού για τη Γερμανία είναι στην πραγματικότητα χειρότερες από αυτές που αντιμετωπίζει η περιφέρεια.
Επιπλέον, όπως αναφέρει, με την πάροδο του χρόνου, η ΕΕ θα εκδώσει περισσότερο κοινό χρέος για τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης και πιθανές επεκτάσεις για τη διευκόλυνση της πράσινης μετάβασης, κάτι που θα δημιουργήσει ένα εναλλακτικό, συγκρίσιμο και πιο ρευστό ομόλογο που θα επιτρέψει την άνοδο της απόδοσης του γερμανικού ομολόγου.