Οι τράπεζες δοκιμάζουν και πάλι τις σχέσεις Ρώμης-Βρυξελλών
Συνεχίζεται με αμείωτη ένταση το «μπρα ντε φερ» Ρώμης και Βρυξελλών αναφορικά με τον ιταλικό τραπεζικό κλάδο, με τον χρόνο να μετρά πλέον αντίστροφα για δύο ακόμη περιφερειακές τράπεζες που επιζητούν κρατική βοήθεια. Έχουν δε, περιθώριο μέχρι αύριο να έρθουν σε διακανονισμό με τους μετόχους τους για να μειώσουν το νομικό ρίσκο που αντιμετωπίζουν σε επίπεδα που θα ικανοποιήσουν τις Βρυξέλλες.
Η Banca Popolare di Vicenza και η Veneto Banca έχουν ήδη υποβάλει αίτημα για προληπτική ανακεφαλαιοποίηση από το κράτος, ενεργοποιώντας έτσι ένα μηχανισμό προστασίας που θα τους επιτρέψει να παρακάμψουν τους νέους ευρωπαϊκούς κανόνες περί bail in. Όμως, η πρακτική έχει ήδη προκαλέσει προβληματισμό στις Βρυξέλλες, όπου παραμένει ακόμη σε εκκρεμότητα η έγκριση των κανονιστικών αρχών επί της ανάλογης διαδικασίας που έχει ενεργοποιήσει η Ρώμη για την περίπτωση της τέταρτης μεγαλύτερης τράπεζας, Monte dei Paschi.
Πρόθεση της ιταλικής κυβέρνησης είναι να προστατέψει τις εν λόγω τράπεζες και κατ’ επέκταση το τραπεζικό της σύστημα συνολικά, χωρίς bail in. Για τις δε, εν λόγω περιφερειακές τράπεζες, με έδρα το Βένετο, υπολογίζεται μια ένεση της τάξεως των πέντε δισ. ευρώ. Όμως, προφανώς οι Βρυξέλλες και οι Γερμανοί εμπνευστές των νέων κανόνων δεν βλέπουν με καλό μάτι, την προσπάθεια των Ιταλών να…. παρακάμψουν τη διαδικασία. Εξ ου και δεν έχει καν εγκριθεί, εδώ και τρεις μήνες, το σχέδιο που έχει κατατεθεί για την Monte dei Paschi, που περιλαμβάνει ένεση 6,6 δισ. ευρώ για να καλυφθεί η μαύρη τρύπα των 8,8 δισ. ευρώ.
Σημειωτέον ότι η παροχή κρατικής βοήθειας, με βάση τους νέους κανόνες, μπορεί να επιτραπεί σε περιστασιακές περιπτώσεις, εφόσον τα stress test έχουν κρίνει ότι οι εν λόγω τράπεζες έχουν επαρκές επίπεδο φερεγγυότητας, άρα αξίζει να στηριχθούν για να διασωθούν. Όμως, το τι ισχύει για τα οικονομικά των τραπεζών Popolare Vicenza και Veneto Banca δεν έχει αποσαφηνιστεί δημοσίως, καθώς η ΕΚΤ, στα πλαίσια των stress test που διεξήγαγε πέρυσι, αποφάσισε να μην δώσει στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα μικρότερων τραπεζών. Οπότε για την ώρα μόνο η ίδια ξέρει και μπορεί να κρίνει το μέγεθος της ανακεφαλαιοποίησης που χρειάζονται οι συγκεκριμένες δύο τράπεζες και άρα αν η πρόθεση της Ρώμης να τις βοηθήσει, συνάδει με τους νέους κοινοτικούς κανόνες.
Αν η ΕΚΤ και οι Βρυξέλλες αρνηθούν, η ιταλική κυβέρνηση φοβάται ότι παρά το μικρό μέγεθος τους τυχόν κατάρρευση των δύο περιφερειακών τραπεζών θα πυροδοτήσει ένα τσουνάμι στην καρδιά του τραπεζικού συστήματος, με απρόβλεπτες συνέπειες για την αγορά της. Επίσης, ανησυχεί έντονα για τυχόν πολιτικά… απόνερα που θα ενισχύσουν δημοσκοπικά το αντισυστημικό Κίνημα των Αστέρων. Από την άλλη πλευρά, φωνές μέσα στην Κομισιόν και όχι μόνο (στο Βερολίνο, επίσης) επιμένουν ότι η υπερβολική χρήση του μηχανισμού προληπτικής ανακεφαλαιοποίησης (ήτοι χωρίς κούρεμα) θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο και τακτικό προηγούμενο, το οποίο θα προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν και άλλες χώρες μελλοντικά για να αποφύγουν κατάρρευση ή εκκαθάριση προβληματικών τραπεζών.
Ένα ακόμη πρόβλημα των δύο πιστωτικών ιδρυμάτων είναι ότι παράλληλα αντιμετωπίζουν και νομικές περιπέτειες , τελώντας υπό ποινική έρευνα για απάτη για περιπτώσεις όπου προσέγγισαν και έπεισαν μετόχους τους να αγοράσουν μετοχές σε αντάλλαγμα με τα δάνεια τους. Οι περιπτώσεις αυτές υπολογίζονται σε 170.000(!) και για τις δύο τράπεζες, κάτι που καθιστά αμφότερα δύο ιδρύματα ευάλωτα σε αγωγές και άρα επιπλέον οικονομικές απώλειες από πρόστιμα.
Για να προχωρήσει οποιοδήποτε σχέδιο κρατικής βοήθειας είναι βέβαιο ότι οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές θα απαιτήσουν περιορισμό του νομικού κινδύνου. Για το λόγο αυτό οι δύο τράπεζες ξεκίνησαν, από την περασμένη εβδομάδα, να «τρέχουν» προσφορά εξωδικαστικού διακανονισμού με τους μετόχους τους, με το χρονικό περιθώριο της προσφοράς να λήγει αύριο, Παρασκευή. Σύμφωνα με αναλυτές, οι ευρωπαϊκές αρχές θα είναι ικανοποιημένες με διακανονισμό που θα καλύπτει το 60-70% των περιπτώσεων, ένα ποσοστό που οι δύο τράπεζες εκτιμούν ότι θα καταφέρουν να «πιάσουν».