Παρακολουθούνται δημοσιογράφοι στην Ελλάδα;
«Εντείνεται η ανησυχία για την ελευθεροτυπία στην Ελλάδα μετά τις επιθέσεις σε δημοσιογράφους, αλλά και τη νέα νομοθεσία περί διασποράς ψευδών ειδήσεων».
Τελευταία μέρα του χρόνου, τελευταίο χρονογράφημα για το 2021, και αποφάσισα να το αφιερώσω σε όσα συμβαίνουν στο δικό μας το συνάφι, το δημοσιογραφικό.
Και επειδή σε αυτήν την χώρα αν πεις κάτι που δεν αρέσει στον Μητσοτάκη και τους δημοσιογράφους – υποχείριά του, θα… πέσουν να σε κατασπαράξουν, αντιγράφω το άκρως διαφωτιστικό ρεπορτάζ της «Ντόιτσε Βέλε». Ένα ρεπορτάζ, γροθιά στο στομάχι, ένα ρεπορτάζ που δείχνει πως η έννοια Δημοκρατία δεν είναι κάτι αυτονόητο στην Ελλάδα του 2021 που βρίσκεται κάτω από το πέλμα μιας κεκαλυμμένης δικτατορίας.
Γράφει, λοιπόν, η «Ντόιτσε Βέλε»:
Στις 13 Νοεμβρίου ο ερευνητής δημοσιογράφος Σταύρος Μαλιχούδης σκρόλαρε στο Facebook, απολαμβάνοντας τον πρωϊνό καφέ, όταν έπεσε πάνω σε ένα ρεπορτάζ της Εφημερίδας των Συντακτών με τίτλο «Οι ελληνικές αρχές κατασκοπεύουν τους πολίτες». Έτρεξε αμέσως να αγοράσει την εφημερίδα. Αυτό που διάβασε επιβεβαίωνε τις υποψίες του. Το άρθρο αφορούσε τον ίδιο και τον εργοδότη του, το ερευνητικό μέσο Solomon, με έδρα στην Αθήνα.
Ο Μαλιχούδης είχε κάνει ρεπορτάζ για έναν 12χρονο πρόσφυγα στην Κω, στον οποίο είχε αναφερθεί και η γαλλική εφημερίδα Le Monde. Το όνομα του δημοσιογράφου εμφανιζόταν σε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που είχαν διαρρεύσει από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, κάτι που σήμαινε ότι οι αρχές τον είχαν θέσει υπό παρακολούθηση.
Σύμφωνα με τον Μαλιχούδη, ο εκφοβισμός δημοσιογράφων εντείνεται. Ο ίδιος πιστεύει πως δεν είναι ο μόνος δημοσιογράφος που παρακολουθείται. «Γενικότερα», λέει, «η κυβέρνηση δεν είναι ευτυχής για όσους ερευνούν θέματα που σχετίζονται με τη μετανάστευση και ιδιαίτερα με το πώς η κυβέρνηση χειρίζεται το μεταναστευτικό στην Ελλάδα».
Σύμφωνα με τον Μαλιχούδη «οι κρατούντες προσπαθούν να διατηρήσουν ένα θετικό αφήγημα για το πόσο καλά διαχειρίζονται τα 3,3 δισεκατομμύρια ευρώ που έλαβε η Ελλάδα από την ΕΕ για να διαχειριστεί το προσφυγικό ως πρώτη χώρα υποδοχής. Ωστόσο, αμέτρητες αναφορές των ΜΜΕ έχουν προκαλέσει αμφιβολίες για την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος. Διεθνή μέσα ενημέρωσης, όπως το Der Spiegel, οι New York Times και η Deutsche Welle, έχουν παρουσιάσει αποδείξεις ότι σε τακτική βάση οι ελληνικές αρχές απελαύνουν παράνομα στην Τουρκία άτομα που ζητούν άσυλο.
Η Ολλανδέζα δημοσιογράφος και ο πρωθυπουργός
Τα ελληνικά ΜΜΕ αγνοούν αναφορές σε παράνομες δραστηριότητες και αποφεύγουν να θέσουν δύσκολες ερωτήσεις στην κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα είναι να ακούγονται υπεκφυγές γύρω από θέματα ταμπού, τα οποία μόνο λίγοι δημοσιογράφοι τολμούν να θίξουν. Ωστόσο αυτό ακριβώς έκανε πρόσφατα η επί σειρά ετών Ολλανδή ανταποκρίτρια Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ.
Προκάλεσε σκάνδαλο, όταν ήρθε αντιμέτωπη με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στη διάρκεια κοινής συνέντευξής τύπου με τον Ολλανδό ομόλογό του στις 9 Νοεμβρίου. «Πότε, επιτέλους, θα σταματήσετε να λέτε ψέμματα για τις επαναπροωθήσεις και τους πρόσφυγες στην Ελλάδα», ρώτησε τον Μητσοτάκη πριν ασκήσει κριτική, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ολλανδία, για το ότι ανέχονται τη βίαιη μεταναστευτική πολιτική της Αθήνας και δεν επιτρέπουν την είσοδο στη χώρα σε περισσότερους αιτούντες άσυλο.
Δύσκολοι καιροί για δημοσιογράφους
Αρχικά ο Έλληνας πρωθυπουργός απάντησε: «Αντιλαμβάνομαι ότι στην Ολλανδία έχετε μία κουλτούρα να θέτετε με ευθύτητα ερωτήματα στους πολιτικούς και αυτό το σέβομαι». Στη συνέχεια, ωστόσο, εξοργίστηκε και την κατηγόρησε ότι προσβάλλει τον ίδιο και τη χώρα.
Το περιστατικό οδήγησε σε μία σειρά αρνητικών επιθέσεων κατά της Μπέγκελ, την οποία απεικόνιζαν ως πράκτορα των Τούρκων, ενώ επιχειρούσαν να υπονομεύσουν την αξιοπιστία της ως δημοσιογράφου. Έλαβε πολυάριθμες απειλές για τη ζωή της, ενώ υπέστη ακόμη και σωματική βία.
Διεθνείς οργανισμοί, μεταξύ αυτών οι Human Rights Watch και οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, ανησυχούν όλο και περισσότερο για την ελευθερία των ΜΜΕ στην Ελλάδα. Την ανησυχία πυροδοτεί και ένας νέος νόμος, που καθιστά ποινικό αδίκημα τη διασπορά ψευδών ειδήσεων.
Σύμφωνα με αυτή τη νομοθεσία, που εγκρίθηκε στις 11 Νοεμβρίου, όποιος κρίνεται ένοχος για τη διάδοση «ψευδών ειδήσεων που ενδέχεται να προκαλέσουν ανησυχία ή να διαβρώσουν την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στην εθνική οικονομία, την αμυντική ικανότητα της χώρας ή τη δημόσια υγεία» μπορεί να καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών, καθώς και πρόστιμο.
Αγωγές εναντίον δημοσιογράφων
Αναφερόμενος στο πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά των δημοσιογράφων ο νέος νόμος, ο Παύλος Ελευθεριάδης, καθηγητής δημοσίου δικαίου στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, λέει ότι ο νόμος «είναι εξαιρετικά ασαφής». Κυρίως όμως ανησυχεί για τη δικαστική εξουσία. «Το ελληνικό δικαστικό σύστημα έχει φανεί αναξιόπιστο στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», επισημαίνει.
Παράλληλα φοβάται ότι η δικαστική εξουσία είναι εξαιρετικά πολιτικοποιημένη. «Έχουμε συστημικά προβλήματα στο δικαστικό μας σύστημα», λέει, «αλλά δυστυχώς αυτή η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται». Κατά τον Ελευθεριάδη το σύστημα θα έπρεπε να έχει μεταρρυθμιστεί εδώ και χρόνια, αλλά μέχρι στιγμής δεν γίνεται κάτι. Γι αυτό θεωρεί τον νέο νόμο «απειλή για την ελευθερία του λόγου».
Η Σταυρούλα Πουλημένη και μία ομάδα Ελλήνων δημοσιογράφων που έχουν αφοσιωθεί στην ελευθερία του λόγου και την ανεξάρτητη δημοσιογραφία ίδρυσαν το 2010 το Alterthess, μία μικρή δημοσιογραφική ιστοσελίδα σε συνεταιριστική βάση. Έκτοτε η Πουλημένη καλύπτει τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις της εξόρυξης χρυσού στην Χαλκιδική, περιοχή ιδιαίτερης φυσικής ομορφιάς στη Βόρεια Ελλάδα.
Τον Οκτώβριο του 2020 είχε αναφερθεί στην καταδίκη δύο υψηλόβαθμων στελεχών της Hellas Gold για μόλυνση των υδάτων και περιβαλλοντικές ζημίες. Τον επόμενο χρόνο, ενώ το Εφετείο είχε επικυρώσει την καταδικαστική απόφαση, η Σταυρούλα Πουλημένη και το Alterthess βρέθηκαν αντιμέτωποι με αγωγή που κατέθεσε ο Ευστάθιος Λάλιος, ένα από τα στελέχη που καταδικάστηκαν, απαιτώντας αποζημίωση 100.000 ευρώ για τη δημοσιοποίηση της υπόθεσης και παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που σχετίζονται με την ποινική του καταδίκη. Εάν δεν καταβληθεί το ποσό, η Πουλημένη θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπη με ποινή φυλάκισης ενός έτους.
Οικονομικά ανεξάρτητος τύπος
Η οικονομική βιωσιμότητα των ΜΜΕ είναι μία από τις προκλήσεις, που απειλούν την ελευθερία του τύπου. Αυτό ανησυχεί και τον Νίκο Παναγιώτου, αναπληρωτή καθηγητή στη Σχολή Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. «Τύπος ο οποίος δεν μπορεί να είναι οικονομικά ανεξάρτητος, Μέσα Ενημέρωσης τα οποία βασίζονται σε κρατικές χρηματοδοτήσεις σημαίνει ότι μακροπρόθεσμα υπνομεύεται η αξιοπιστία τους, υπονομεύεται η ανεξαρτησία τους καθώς για να επιβιώσουν θα πρέπει να βασιστούν σε τρίτες πηγές χρηματοδότησης», λέει ο ίδιος στην DW.
Ενώ το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου και άλλοι διεθνείς οργανισμοί έχουν εκφράσει έντονη ανησυχία για την αγωγή SLAPP και δύο πολιτικά κόμματα έχουν καταθέσει σχετικές επερωτήσεις στη Βουλή, η υπόθεση προβάλλεται μόνο από αριστερά και ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης. Ο Παναγιώτου εντοπίζει και έναν ακόμη σημαντικό παράγοντα που περιορίζει τον πλουραλισμό στα μέσα ενημέρωσης: το ιδιοκτησιακό καθεστώς. «Είναι ένας μικρός αριθμός ιδιοκτητών και έχει συγκεντρώσει στα χέρια του ένα μεγάλο ποσοστό Μέσων Ενημέρωσης», επισημαίνει.
Τα περιστατικά αυτά, σε συνδυασμό με τη δολοφονία του βετεράνου δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ, τις επιθέσεις σε δημοσιογράφους και τις προσπάθειες της κυβέρνησης να περιορίσει την ελευθερία κινήσεων των μέσων ενημέρωσης, οδήγησαν την Media Freedom Rapid Response, έναν μηχανισμό ελέγχου της ελευθεροτυπίας στην Ευρώπη, να εγκαινιάσει πρόσφατα μία διαδικτυακή αποστολή στην Ελλάδα για τη συγκέντρωση στοιχείων σχετικά με την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και την ασφάλεια των δημοσιογράφων.