Ελληνικό τουριστικό «προϊόν»: Το ισχυρότερο αντίδοτο στην κρίση
Τη φράση «O τουρισμός είναι η “βαριά βιομηχανία” της Ελλάδας» την ακούμε, όλοι μας, από μικρά παιδιά. Δεν είναι όμως άλλο ένα απλό κλισέ, από αυτά που σκαρφίζονται οι δημοσιογράφοι ή οι πολιτικοί. Είναι μία φράση, που αντικατοπτρίζει, πλήρως, την πραγματικότητα, αποτυπώνοντας τον δυναμισμό και τη συνεισφορά του τουρισμού στο οικονομικό γίγνεσθαι της χώρας.
Η κρίση και τα μνημόνια, παρ’ όλα τα προβλήματα που συσσώρευσαν στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, λειτούργησαν σαν μία πρόσθετη απόδειξη της σημασίας του κλάδου. Θα μπορούσε, αλήθεια, να διανοηθεί κανείς, να λείψουν από το αναιμικό ΑΕΠ των τελευταίων χρόνων κάποια, έστω, από τα σχεδόν 50 δισ. ευρώ, που συνεισφέρει, άμεσα ή έμμεσα, σε αυτό ο τουρισμός; Ή, στο επίπεδο της απασχόλησης, πόσο χειρότερα θα ήταν, άραγε, τα πράγματα στην περίπτωση που έλειπαν μερικές από τις χιλιάδες, εποχικές έστω, θέσεις εργασίας που «γεννά» ο τουρισμός; Πόσο χειρότερα τραυματισμένος θα ήταν, σήμερα, ο κοινωνικός ιστός, αν δεν υπήρχε, κάθε χρόνο, η τονωτική ένεση του τουρισμού;
Κι όμως, ο τουριστικός κλάδος έκανε την πρωτοφανή υπέρβαση και, θα τολμούσε να πει κανείς, έμεινε έξω από την κρίση. Δεν εννοούμε, σε καμία περίπτωση, ότι οι επαγγελματίες του κλάδου δεν αντιμετώπισαν κι αυτοί τις συνέπειες της υπερφορολόγησης, των capital controls, του μειωμένου διαθέσιμου εισοδήματος των τουριστών «εσωτερικού». Ωστόσο, κόντρα σε αυτές τις -κοινές για όλους- αντιξοότητες, ο κλάδος του τουρισμού αναδείχθηκε σε ένα μοναδικό παράδειγμα ανάπτυξης, καταρρίπτοντας, εν μέσω κρίσης, το ένα ρεκόρ μετά το άλλο και φτάνοντας φέτος να «χτυπάει» νέο ιστορικό ρεκόρ, τόσο σε αφίξεις όσο και σε έσοδα.
Προφανώς, εδώ κάτι γίνεται καλά. Διότι μπορεί οι Έλληνες τουριστικοί επιχειρηματίες να στάθηκαν και λίγο τυχεροί -για παράδειγμα, από την «Αραβική Άνοιξη» και μετά, γειτονικές αγορές δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα και έχασαν σημαντικό αριθμό επισκεπτών, τους οποίους καρπώθηκε η χώρα μας- αλλά επιτυχία επαναλαμβανόμενη, ποτέ δεν είναι τυχαία. Αυτή, λοιπόν, τη θετική πορεία του ελληνικού τουρισμού, θα πρέπει να την πιστώσουμε σε όλους τους εμπλεκόμενους, ξεκινώντας από το υπουργείο Τουρισμού, οι προσπάθειες του οποίου, από το 2015 και μετά, είναι περισσότερο συγκροτημένες και εύστοχες από ποτέ. Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι ότι, κορυφαίοι παράγοντες της διεθνούς αγοράς αναφέρονται στο πρόσωπο της Έλενας Κουντουρά, ως την καλύτερη υπουργό Τουρισμού που είχε ποτέ η Ελλάδα.
Φυσικά, εξίσου μεγάλο μερίδιο στην επιτυχία έχουν και οι ίδιοι οι επιχειρηματίες του κλάδου, που -με την κρίση να αυξάνει την πίεση- αντιλήφθηκαν ότι, η προσέλκυση ποιοτικού και προσοδοφόρου τουρισμού απαιτεί ποιοτικές και ελκυστικές υπηρεσίες. Αφήνοντας, λοιπόν, πίσω τις λογικές των προηγούμενων γενεών (που ξεκοκκάλιζαν τα πακέτα Ντελόρ, αναφωνόντας «δεν θα γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης») κατανόησαν ότι πρέπει να εκσυγχρονιστούν, να επενδύσουν και να πάψουν να θεωρούν τον τουρίστα το «θύμα» που έτσι κι αλλιώς θα πληρώσει, γιατί η Ελλάδα έχει… ήλιο, θάλασσα και αρχαία.
Εξερχόμενοι της μνημονιακής περιπέτειας, οφείλουμε να συνεχίσουμε να «χτίζουμε» πάνω στην παρακαταθήκη αυτών των τελευταίων ετών, χωρίς να μπούμε ποτέ ξανά στον πειρασμό να ξανακυλήσουμε στα παλιά. Το brand name «Ελλάδα» απέδειξε περίτρανα τη δυναμική του, συνεχίζοντας να προσελκύει εκατομμύρια επισκεπτών, όταν η διεθνής δημοσιότητα της χώρας ήταν απολύτως αρνητική. Θα είναι κρίμα να μην το αξιοποιήσουμε στον μέγιστο βαθμό, τώρα που η θετική αύρα επανέρχεται. Και αυτό πρέπει να το έχουν, κυρίως, στο μυαλό τους ορισμένοι «παράγοντες» του κλάδου, που, στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, χρησιμοποίησαν όργανα και φορείς ως μετερίζια προσωπικών, μικροπολιτικών τους σκοπιμοτήτων.
Το editorial από το ένθετο “Ελληνικό Καλοκαίρι” που κυκλοφορεί μαζί με την “Finance & Markets Voice” αυτής της εβδομάδας