FT: Τα αρνητικά επιτόκια οδηγούν τις κεντρικές τράπεζες σε πιο ριψοκίνδυνες επενδύσεις
Τα αρνητικά επιτόκια στην Ευρώπη και την Ιαπωνία οδηγούν πολλές κεντρικές τράπεζες του κόσμου να αγοράζουν στοιχεία ενεργητικού υψηλότερου ρίσκου για να έχουν έσοδα, αναφέρει δημοσίευμα της εφημερίδας Financial Times. Οι κεντρικές τράπεζες χρειάζονται τα έσοδα για να καλύπτουν τα κόστη τους και να αποδίδουν κέρδη στα αντίστοιχα υπουργεία Οικονομικών τους.
Έρευνα μεταξύ των διαχειριστών των συναλλαγματικών διαθεσίμων 77 κεντρικών τραπεζών, η συνολική αξία των οποίων έφθανε τα 6 τρισ. δολάρια τον περασμένο Αύγουστο, έδειξε ότι στη μεγάλη πλειονότητά τους άλλαζαν στρατηγική για τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου τους ως αποτέλεσμα των αρνητικών επιτοκίων, αγοράζοντας, μεταξύ άλλων, στοιχεία ενεργητικού με υψηλότερο ρίσκο. «Οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να διατηρούν τα κεφάλαια τους, επομένως δεν είναι λογικό να επενδύουν σε αξιόγραφα που τους οδηγούν σε απώλεια χρημάτων. Πρέπει να δράσουν πιο επιθετικά για να έχουν έσοδα και σε ορισμένες περιπτώσεις να αναλάβουν μεγαλύτερο ρίσκο», δήλωσε ο επικεφαλής της HSBC για τις κεντρικές τράπεζες, τον κρατικό πλούτο και τα κρατικά επενδυτικά ταμεία. Το 80% των ερωτηθέντων στην έρευνα δήλωσαν ότι τα αρνητικά επιτόκια έχουν επηρεάσει τις στρατηγικές διαχείρισης διαθεσίμων των κεντρικών τραπεζών και το 60% δήλωσαν ότι έχουν επηρεάσει τις κεντρικές τράπεζές τους.
Αν και οι κεντρικές τράπεζες είναι γνωστές ως αυτές που καθορίζουν τα επιτόκια και τυπώνουν χρήμα, είναι επίσης από τους μεγαλύτερους επενδυτές, καθώς το σύνολο των συναλλαγματικών διαθεσίμων που διαχειρίζονται ανέρχονταν σε 10,9 τρισ. δολάρια στο τέλος του 2015, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Τώρα, σύμφωνα με την έρευνα – που έκαναν η τράπεζα HSBC και οι εκδόσεις Central Banking Publications – οι διαχειριστές διαθεσίμων των κεντρικών τραπεζών αγοράζουν ή σκέπτονται σοβαρά να αγοράσουν δέσμες δανείων, με τη μορφή τιτλοποιημένων ομολόγων, ή να φύγουν από τα νομίσματα που έχουν επηρεασθεί από τα αρνητικά επιτόκια.
Στο παρελθόν, οι κεντρικές τράπεζες έτειναν να επενδύουν σε συντηρητικά στοιχεία ενεργητικού, όπως κρατικά ομόλογα υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης και στα πλέον διαπραγματεύσιμα νομίσματα. Στο τέλος του 2015, διακρατούσαν το 20% των αποθεμάτων τους σε στοιχεία ενεργητικού με νόμισμα αναφοράς το ευρώ, ποσοστό πολύ χαμηλότερο από ό,τι στις πρώτες φάσεις της χρηματοπιστωτικής κρίσης, και 4% στο γεν. Το μεγαλύτερο ποσοστό των αποθεμάτων τους, περίπου το 64%, διατηρείται σε στοιχεία ενεργητικού με νόμισμα αναφοράς το δολάριο.