Κι όμως, γίναμε «Δανία του Νότου»…
Αν και δεν παίρνω όρκο ότι αυτό ακριβώς είχε κατά νου ο Γιώργος Παπανδρέου το 2009, όταν έκανε τη σχετική εξαγγελία από το βήμα της ΔΕΘ, κατά έναν περίεργο τρόπο η κρίση και τα μνημόνια υλοποίησαν τον στόχο του να γίνει η Ελλάδα, «Δανία του Νότου». Έστω, στις τιμές των τροφίμων.
Τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας που είδαν χτες το φως της δημοσιότητας, μιλούν από μόνα τους. Η Ελλάδα, μετά από έξι χρόνια ύφεσης και μνημονίων, με το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών να έχει μειωθεί κατά τουλάχιστον 25% και την ανεργία να καλπάζει, κατορθώνει να είναι ακριβότερη από χώρες όπως η Γερμανία ή η Ολλανδία, αλλά και οι -τρόπον τινά, ομοιοπαθείς- Πορτογαλία και Ισπανία. Δεν κατάφερε, βεβαίως, να αγγίξει το ρεκόρ της Δανίας, όπου οι τιμές των τροφίμων είναι 45% υψηλότερες από τον κοινοτικό μέσο όρο, αλλά βρίσκεται στον… σωστό δρόμο. Σε κατηγορίες-κλειδιά, μάλιστα, πλασάρεται στις τρεις-τέσσερις πρώτες θέσεις.
Θα πούμε το λάδι, λαδάκι…
«Βγάζει μάτι» το γεγονός ότι η χώρα μας είναι η όγδοη ακριβότερη χώρα μεταξύ των «28» στην κατηγορία των ελαίων και λιπών, την ώρα που το ελαιόλαδο είναι από τα βασικά ελληνικά αγροτικά προϊόντα και υπάρχουν ουκ ολίγες εγχώριες μονάδες παραγωγής ελαίων, βουτύρου και μαργαρινών. Η Ελλάδα είναι ακριβότερη κατά 16% σε σύγκριση με τον μέσο κοινοτικό όρο και η ακριβότερη μεταξύ των ελαιοπαραγωγών χωρών της Ε.Ε.
Έκτη ακριβότερη μεταξύ των «28» κατατάσσεται η Ελλάδα στο ψωμί και τα δημητριακά, κατηγορία στην οποία βρίσκεται 14% υψηλότερα από τον μέσο κοινοτικό όρο. Ακόμη χειρότερα τα πράγματα στα γαλακτοκομικά και τα αυγά, τα οποία είναι ακριβότερα κατά 31% από τον μέσο κοινοτικό όρο, καθιστώντας την Ελλάδα τη δεύτερη ακριβότερη χώρα στην Ε.Ε.
Σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, αν και χώρα περιτριγυρισμένη από θάλασσα και με εκατοντάδες νησιά, η Ελλάδα είναι η τέταρτη ακριβότερη στα ψάρια, 13% πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Ξεχάστε, λοιπόν, τη μεσογειακή διατροφή και… ρίχτε το άφοβα στο κρέας. Είναι η μόνη κατηγορία στην οποία η χώρα μας, παρά τις αθρόες εισαγωγές, είναι φθηνότερη από τον κοινοτικό μέσο όρο μαζί με (πάλι καλά…) τα φρούτα και τα λαχανικά.
Για να αποκομίσετε μια χαρακτηριστική εικόνα των μεγεθών, η Πορτογαλία, μία χώρα αντίστοιχου οικονομικού βεληνεκούς και πληθυσμού, είναι φθηνότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε όλες τις κατηγορίες τροφίμων που εξετάζει η Eurostat, με εξαίρεση τα γαλακτοκομικά. Την ίδια ώρα, η «πλούσια» Γερμανία έχει το ίδιο επίπεδο τιμών με την Ελλάδα και είναι μάλιστα και φθηνότερη στο ψωμί, στα γαλακτοκομικά και στα έλαια-λίπη.
Ποια εσωτερική υποτίμηση;
Έξι χρόνια τώρα, είναι πασιφανές ότι στην Ελλάδα δεν έγινε καμία εσωτερική υποτίμηση, πλην του άγριου πετσοκόμματος μισθών και συντάξεων. Το γεγονός αυτό αποτελεί μία ακόμη εξήγηση του γιατί τα μνημόνια δεν πέτυχαν τον υποτιθέμενο στόχο τους.
Είναι γνωστό ότι, όπου βάζει το χέρι του το ΔΝΤ, ο στόχος είναι η ανάκτηση μιας δήθεν χαμένης ανταγωνιστικότητας της «σωζόμενης» χώρας, μέσω της εσωτερικής υποτίμησης. Αυτή είναι ο «θεμέλιος λίθος» όλων των προγραμμάτων του Ταμείου.
Σε μια χώρα, όμως, δεμένη στην ισοτιμία του Ευρώ, μία τέτοια λογική θα μπορούσε να αποδώσει μόνο εφόσον η υποτίμηση μπορούσε να επεκταθεί σε ολόκληρο το τρίπτυχο, χρέος-αποδοχές-τιμές. Αν, δηλαδή, ταυτόχρονα με τη μείωση μισθών και συντάξεων, γινόταν ένα γενναίο (και πραγματικό) κούρεμα ιδιωτικού και δημόσιου χρέους και παράλληλα επιβαλλόταν μία αντίστοιχη μείωση στις τιμές αγαθών και υπηρεσιών, ενδεχομένως να μπορούσαμε να μιλήσουμε για πραγματική επανεκκίνηση της οικονομικής μηχανής, σε υγιέστερες βάσεις. Σπάσιμο της φούσκας, προσγείωση σε ρεαλιστικές τιμές, ανταγωνιστικότητα και προσδοκία ανάπτυξης.
Μην έχοντας, ωστόσο, υποτιμήσει τίποτα άλλο εκτός από τις απολαβές του μέσου Έλληνα, μπορούμε να μιλάμε μόνο για φτώχεια, ανεργία, λουκέτα και αυτοκτονίες. Και στο μεταξύ, να ψωνίζουμε στο γερμανικό σούπερ μάρκετ για μερικά ευρώ κέρδος, να ξεχνιόμαστε βλέποντας Euro στην τηλεόραση που ψωνίσαμε… τζάμπα και να βαυκαλιζόμαστε επειδή μια πολυεθνική (αφού πρώτα έκλεισε ένα-δύο εργοστάσιά της) επέλεξε, λέει, την Αθήνα για το στρατηγείο των social media, όπου απασχολούνται… 8 άτομα.
Μας μένουν περίπου άλλοι 1.200.000 άνεργοι αλλά παραμένουμε αισιόδοξοι. Και περιμένουμε τη «Δίκαιη Ανάπτυξη»…