Με ελληνική… βοήθεια αθώος ο Ηλιάδης για χειραγώγηση της αγοράς
Αθωώθηκε σήμερα από το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου o πρώην διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Κύπρου Ανδρέας Ηλιάδης, που αρχικά είχε καταδικαστεί από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας σε φυλάκιση 2,5 ετών και πρόστιμο 120.000 ευρώ για υπόθεση χειραγώγησης της αγοράς σχετικά με τις μετοχές της Τράπεζας που διεύθυνε.
Σύμφωνα με την απόφαση που ελήφθη κατά πλειοψηφία οι δηλώσεις του κ. Ηλιάδη με τις οποίες καθησύχαζε τους μετόχους της Τράπεζας οφείλεται «σε προσπάθεια του να αποφύγει την πίεση της συγκεκριμένης περίστασης, να αντιμετωπίσει τους οργισμένους μετόχους και τις επίμονες ερωτήσεις τους».
Τούτο όμως, σημειώνεται στην απόφαση, «δεν αποτελεί, από μόνο του, ποινικό αδίκημα και, μάλιστα, κακούργημα».
Μάλιστα το δικαστήριο για την τελική του κρίση έλαβε υπόψη την ελληνική νομοθεσία που παρέχει μεγαλύτερη ευελιξία στις δικαστικές αποφάσεις σε σύγκριση με την – αγγλικού δικαίου- αυστηρή κυπριακή νομοθεσία. Ειδικότερα αναφέρεται ότι ο Κύπριος νομοθέτης, αν και επέλεξε, ήδη με τον αρχικό νόμο την ποινικοποίηση της χειραγώγησης, μετέφερε αυτούσιο τον ορισμό της ευρωπαϊκής οδηγίας «χωρίς προβληματισμό για τυχόν αναγκαία διαφοροποιημένη ρύθμιση, που προέκυπτε ως εκ της δημιουργίας ενός ποινικού αδικήματος και μάλιστα κακουργήματος».
Είναι εξ αντιδιαστολής χαρακτηριστικό, αναφέρεται, ότι στον ελληνικό νόμο για προσαρμογή στην οδηγία «όπου επίσης καθιερώθηκε πέραν των διοικητικών κυρώσεων και ποινική ευθύνη, ρητά προβλέφθηκε η ύπαρξη υποκειμενικής υπόστασης (mens rea) στα σχετικά αδικήματα». Ειδικότερα, σημειώνεται, «στο άρθρο 30 που ποινικοποιεί τη διάδοση παραπλανητικών ή ψευδών πληροφοριών, ορίζεται ως απαιτούμενος σκοπός του δράστη η τεχνητή διαμόρφωση της τιμής ή της εμπορευσιμότητας χρηματοπιστωτικού μέσου προκειμένου να αποκτήσει ο ίδιος ή τρίτος περιουσιακό όφελος».
Από την πλευρά του ο Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης εξέφρασε την διαφωνία του για την υπόθεση τονίζοντας ότι «παρά το ότι οι δικαστικές αποφάσεις, έστω και κατά πλειοψηφία, είναι πάντα σεβαστές, δεν μπορώ παρά να εκφράσω τη διαφωνία μας με την απόφαση της πλειοψηφίας, τόσο σε σχέση με τη νομική της πτυχή όσο και με τη λογική την οποία έχει προβάλει».
«Είναι η άποψη μου», συνέχισε ο κ. Κληρίδης, «ότι η απόφαση αυτή καθιστά την απόδειξη στο δικαστήριο τέτοιου είδους υποθέσεων σχεδόν αδύνατη, διότι παρά την αποδεδειγμένη και αναγνωρισμένη παραπλάνηση, η οποία προκαλείται στους μετόχους και ενδεχόμενα και στο ευρύ κοινό από αναληθείς δηλώσεις αξιωματούχων τραπεζών δεν στοιχειοθετείται, σύμφωνα με την απόφαση, πράξη χειραγώγησης της αγοράς».