Θέλουν να τα βρουν Κασελάκης – Ανδρουλάκης;
Μέσα στο υποτονικό, από πλευράς ειδησεογραφίας, τριήμερο “έσκασε” η είδηση για συνάντηση δύο έμπιστων προσώπων των προέδρων του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, με αντικείμενο το μορατόριουμ της έντασης ανάμεσα στους δύο αρχηγούς, προκειμένου να αποσυμπιεστεί η κατάσταση στο εσωτερικό των κομμάτων τους και να μειωθεί η πίεση προς τους ίδιους από τα στελέχη.
Το δημοσίευμα του Dnews.gr περί συνάντησης των δύο εκπροσώπων διαψεύστηκε τόσο από την Κουμουνδούρου όσο και από την Χαριλάου Τρικούπη. Από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ με επίσημη ανακοίνωση – στην οποία κατονομάζονται οι διευθυντές των γραφείων του Στ. Κασσελάκη και του Ν. Ανδρουλάκη, ο κ. Καπνισάκης και η κα. Αναστασίου, παρότι δεν αναφέρονται στο δημοσίευμα – από πλευράς ΠΑΣΟΚ με διαρροές, και μάλιστα σε υψηλότερους τόνους σε σχέση με την ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ. Κοινός τόπους και των δύο, πέρα από την διάψευση, είναι η καταλήξη ότι τέτοιες “αποκαλύψεις” εξυπηρετούν “αλλότρια συμφέροντα”, με την Κουμουνδούρου στην ανακοίνωση της να αναφέρει τη “νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της Nέας Δημοκρατίας”
Στην ουσία του πράγματος, και με αφορμή το δημοσίευμα περί απόπειρας δημιουργίας διαύλου συνεννόησης, προκύπτει ένα ερώτημα που αφορά τους δύο προέδρους: Θέλουν πραγματικά να τα “βρουν” οι δυο τους, κι αν ναι, υπό ποιο πρίσμα; Βάζοντας ο ένας “πλάτη” στον άλλον, προκειμένου να μη δίνουν εκατέρωθεν τροφή στους εσωκομματικούς αντιπάλους για να τους επιτεθούν, ή εκκινώντας τον διάλογο στη βάση μιας ουσιαστικής συνεννόησης μεταξύ τους προκειμένου να εντοπιστούν οι προγραμματικές και ιδεολογικές συγκλήσεις ή να προγραμματιστούν οι κοινές κοινοβουλευτικές δράσεις ή να σχεδιαστούν τα κοινά ψηφοδέλτια στα συνδικάτα ή στην τοπική αυτοδιοίκηση;
Αν ισχύει το πρώτο, τότε έχει δίκιο ο Π. Πολάκης που λέει πως και “οι δυο “κοιτάνε προς τα μέσα και όχι προς τα έξω” και αφορά αποκλειστικά μικροκομματικά τεχνάσμα και δεν έχει νόημα περαιτέρω συζήτηση. Αν, όμως, ισχύει το δεύτερο, τότε έχει βάθος η υπόθεση. Και αφού αρχίζει, πιθανώς σωστά λόγω αρχής, υπό άκρα μυστικότητα, η δεύτερη φάση της πρέπει να είναι στο φως, εν γνώσει στελεχών και ψηφοφόρων και να συμπεριλαμβάνει τη συζήτηση στα κομματικά όργανα και των δυο.
Μια γόνιμη και ουσιαστική συζήτηση για την πιθανότητα μιας ενιαίας κεντροαριστεράς απέναντι στη μητσοτακική Νέα Δημοκρατία είναι επιβεβλημένη. Είναι και μια ευκαιρία για να “μετρηθούν” όλοι, στο εσωτερικό των δυο κομμάτων, πολλοί από τους οποίους “ρίχνουν πυροτεχνήματα”, προχωρούν σε δηλώσεις και κατεθέτουν πλατφόρμες “για να κάνουν εντύπωση” που λέει και ένας παλιός κοινοβουλευτικός, αλλά ακόμα δεν έχουν πείσει κανέναν πως επιζητούν πραγματικά μια τέτοια προοπτική.