fbpx

«999»: Ο Αλ. Διαμαντής γράφει αποκλειστικά για τους αναγνώστες της One Voice

0

Ένα ανέκδοτο διήγημα του ανερχόμενου συγγραφέα Αλέξανδρου Διαμαντή, που φιλοξενήθηκε στο ειδικό καλοκαιρινό φύλλο της One Voice

 

«Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα μεγάλα βράχια -πού ήταν; Στη Σέριφο, στη Σίκινο, στη Σίφνο ή στη Νίσυρο; Δεν θυμάμαι, αλλά τα θυμάμαι, ναι, τα θυμάμαι καλά. Ήμασταν τότε σαν τα παιδιά που παρηγορούν τις όλο δέος ψυχές τους πριν τις πρώτες τους βουτιές. Και σαν κι αυτά, έτσι κι εμείς, πέφταμε και βουτούσαμε, με τα χέρια μπρος ή με τις πατούσες και ήταν τόσος ο πόνος στα άκρα και βέβαια στ’ αυτιά μας απ’ την αλλαγή της πίεσης, που μόνο όταν ξανάβγαινες στον αφρό καταλάβαινες αν άξιζε ο κόπος. Κι άξιζε. Ναι. Άξιζε. Το ίδιο βράδυ είχε πανηγύρι. Εκεί τη γνώρισα. Πού, άραγε; Σε ποιο νησί ήταν;»

«Την τελευταία νύχτα του Ιουλίου, θα έφευγαν την άλλη μέρα, πήραμε το μικρό το σκάφος, εγώ και δύο φίλοι και πήγαμε να τις βρούμε. Ήταν δυο παραλίες πιο πέρα απ’ τη δική μας κι όταν φτάναμε, αυτές, ακούγοντας τον ήχο της μηχανής του dinghy και ξέροντας πως εμείς ήμασταν που ερχόμασταν, είχαν βγει στα βράχια στο έμπα του όρμου και φώναζαν και γέλαγαν και τραγουδούσαν, τέρας πολυκέφαλο. Ποιος δεν θα τόλμαγε να πάει; Πήγαμε. Είχαμε φέρει και μπύρες. Κάτι έγινε. Δεν γυρίσαμε άπραγοι στο μεγάλο σκάφος».

«Πριν κάποια χρόνια, το καλοκαίρι ήμουν μόνος μου στην Αθήνα. Τον Δεκαπενταύγουστο έπιασε μια τρομερή βροχή, ποτέ δεν θα την ξεχάσω. Ήταν, όπως το θυμάμαι, η τελευταία τρομερή βροχή που έζησα Δεκαπενταύγουστο. Έτρεχα με τ’ αμάξι, πηγαίνοντας προς Σούνιο. Η Συγγρού απολύτως άδεια κι εγώ όλο έτρεχα κι έτρεχα και πίστευα πως ήταν ο Χρόνος που τρέχει κι όχι εγώ. Ήμουν μόνος, λες κι ήμουνα ο πρωτόπλαστος Αδάμ το μεσημέρι πριν την Εύα. Στο Σούνιο δεν έβρεχε πια και είχε κόσμο. Προσπάθησα να τους αποφύγω όλους και προπάντων τους γνωστούς, όλους τους φίλους, όσοι ήξερα πως θα είναι στο Σούνιο τέτοια μέρα. Με τα πολλά, βρήκα ένα σημείο, κάπως πιο ερημικό κι έπεσα εκεί. Ο ήλιος, τόσο δυνατός που με ζάλιζε ακόμα και κάτω από τη θάλασσα. Δεν ψάρεψα, αλλά έμπαινα κι έβγαινα από το βυθό συνέχεια, τόσο που αν μ’ έβλεπε κανείς θα πίστευε πως κάτι έψαχνα. Βγήκα στις οχτώ το βράδυ, πείνασα κι έφαγα μια κονσέρβα τόνο. Ψυχή τριγύρω. Για μια στιγμή τότε εκεί, ένιωσα πάλι πως ήμουν ο μόνος άνθρωπος στον Κόσμο. Αργότερα, γυρνώντας στην Αθήνα, πήγα για ένα ποτό κάπου που ήξερα πως θα είχε κόσμο. Έπιασα να μιλάω μ’ ένα ζευγάρι από τη Δανία. Θα φεύγανε την επόμενη μέρα για Κυκλάδες. Περάσαμε μαζί το βράδυ, οι τρεις μας».

Τέτοια λέγαμε. Έξω, χιονοθύελλα. Ο καιρός είχε λυσσάξει. Η χιονοθύελλα μας έφερνε χαρά: ξέραμε καλά πως αύριο που θα είχε πια τελειώσει, το χιόνι θα ήταν τέλειο, πούδρα, το ίδιο και μεθαύριο και πως -ευτυχώς- ο καιρός αυτός θ’ αποθαρρύνει τους τουρίστες και θα έχουμε όλο το βουνό δικό μας. Το αφράτο χιόνι τρομάζει όσους δεν είναι γνώστες. Εμείς όμως ήμασταν -ή τουλάχιστον έτσι θέλαμε να πιστεύουμε- κι ήμασταν ενθουσιασμένοι. Άλλωστε οι Αυστριακές απ’ τ’ από δίπλα σπίτι, μας το λέγανε: «Είστε πολύ καλοί. Για Έλληνες», συμπληρώνοντας: «Στο σκι» και γελώντας κι αφήνοντάς μας εμάς σ’ αμφιβολία για το αν τώρα αυτό ήταν βρισιά ή κομπλιμέντο.

Δεν θυμάμαι ποιος ξεκίνησε τις καλοκαιρινές ιστορίες. Θυμάμαι μόνο πως και οι τρεις είχαμε μπει με προθυμία στο κόλπο κι όλο λέγαμε και λέγαμε και λέγαμε. Είχαμε φτάσει να λέμε πράγματα απίθανα πια, για θεάσεις φαλαινών στον Κορινθιακό και για πλεύσεις όρτσα ως την Ύδρα και για μυθικές γυναίκες που χειροκροτούν μ’ ενθουσιασμό στο σωστό πρυματσάρισμα στην τάδε ακτή των Κυθήρων. Κι όλο πίναμε κι άλλο ουίσκι κι όλο ρίχναμε κι άλλα κούτσουρα στο τζάκι.

Από ένα σημείο κι έπειτα, είχα μεθύσει τόσο πολύ -ήμασταν άλλωστε πια στο δεύτερο μπουκάλι- που δεν πολυμιλούσα, παρά μόνο σκεφτόμουν, σκεφτόμουν με τον τρόπο που σκέφτεται κανείς στα όνειρά του.

Να ήταν ακόμα εκείνο το καλοκαίρι -τότε που! Ήμασταν μόνοι μας, θυμάσαι; Στη «Χυδαία Παραλία», έτσι τη λέγαμε, θυμάσαι; Στη Σαρωνίδα. Ή στη Γάγκου της Σάμου. Ή στις Φιλιππίνες της Βαρκελώνης. Δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι το πώς μου έδωσες τότε την πετσέτα σου. Σχεδόν γυμνή εσύ, σχεδόν γυμνός κι εγώ κι οι δυο μας σχεδόν εραστές, σ’ ένα σχέδιο ανολοκλήρωτο. Τα χέρια σου και τα χέρια μου κι η πετσέτα σου ανάμεσά τους, έτοιμη να γίνει σεντόνι, κάτι που δεν έγινε. Μιλήσαμε πολύ τότε, θυμάσαι; Για τη ζέστη, για τη θάλασσα, για το βράδυ που ερχόταν, για το πως το καλοκαίρι δεν είναι παρά μια παρατεταμένη πρωτοχρονιά μεταξύ Μάη και Σεπτέμβρη. Εσύ έστυβες τα βρεγμένα σου μαλλιά και τα πέταγες πίσω απ’ τον αριστερό σου ώμο και τα μάτια σου έτσι που κινούνταν πάνω-κάτω και πίσω-μπρος μου το έλεγαν μ’ όλο τους το βάρος πως τώρα είναι η ώρα, τώρα ή ποτέ. Δειλιάζοντας εγώ, έπιασα να πετάω πέτρες στη θάλασσα και να κάνω βατραχάκια -ή όπως τα λένε τέλος πάντων αυτά τ’ αναβυθίσματα που κάνουν υπό σωστή γωνία στο νερό τα βότσαλα. Και τότε εσύ με φίλησες.

Την ερωτική μας επαφή εκείνο το ίδιο βράδυ με τον άνεμο να φυσά τα πόδια μας από το ανοιχτό παράθυρο· την κουβέντα μας το επόμενο μεσημέρι τρώγοντας ωμούς τους αχινούς που εσύ τους άνοιγες χτυπώντας τους στα βράχια· τους χαμογελαστούς μας όρκους υπό το φως του Σεπτέμβρη· την αγωνία μας τον Δεκέμβρη που, έχοντας ξανασυναντηθεί τυχαία σ’ ένα πάρτι, τρέχαμε να ξεφύγουμε οι δυο μας, ποιος ξέρει από τι· την επιθυμία μου να σε καταβροχθίσω το ξημέρωμα· τον τρομερό μας καυγά την ώρα που ανεβαίναμε τις σκάλες για να πάμε να δούμε την ωραία θέα -όλα αυτά: τα φαντάστηκα. Ναι. Τα φαντάστηκα. Κλείνοντας τα μάτια και σιγορουφώντας το ουίσκι, ακούγοντας καλοκαιρινές ιστορίες των φίλων μου, κρυώνοντας κι όντας μόνος μου.

Αύριο τ’ απόγευμα, μετά το σκι, με πονεμένα τα γόνατα και με τις ειρωνείες των Αυστριακών να μαστιγώνουνε τ’ αυτιά μου, θα σε σκέφτομαι και μπορεί να σου τηλεφωνήσω. Θα σου πω πως θα γυρίσω στην Αθήνα την Κυριακή το μεσημέρι και πως θα ήθελα να σε δω το βράδυ. Θα μαζέψω το θάρρος μου. Κι ελπίζω αυτή τη φορά να μην τα κάνω όλα λάθος.

Who is Who

Ο Αλέξανδρος Διαμαντής γεννήθηκε το 1994 στην Αθήνα. Είναι υποψήφιος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ έχει σπουδάσει Θεωρία και Ιστορία της Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και έχει κάνει μεταπτυχιακό στις Πολιτισμικές και Κινηματογραφικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ως προπτυχιακός φοιτητής επιμελήθηκε σειρά εικαστικών εκθέσεων στο Θέατρο Σημείο (2013-2015). Έκανε το σκηνοθετικό του ξεκίνημα στο θέατρο το 2016 με τον «Βέρθερο» του Γκαίτε και στη συνέχεια σκηνοθέτησε «Κοριολανό» το 2017, «Ντον Ζουάν» το 2021 κ.ά., συνεργαζόμενος με σημαντικούς καλλιτέχνες απ’ όλο το φάσμα των τεχνών. Οι τρεις τελευταίες παραστάσεις του επιχορηγήθηκαν από το Υπουργείο Πολιτισμού.

Το πρώτο του βιβλίο «Ας φύγουμε λοιπόν» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Πρόκειται για ένα βιβλίο που γράφτηκε ως νουβέλα, ή μάλλον ως «ανταπόκριση» ενηλικίωσης, αλλά καταλήγει να θυμίζει ελεγεία μιας γενιάς που μεγάλωσε ρομαντικά και προσγειώθηκε απότομα στην πραγματικότητα μέσα από σκληρές εκπλήξεις, διατηρώντας άσβεστο το πάθος της για τη ζωή και αμείωτη την αγάπη της για τον άνθρωπο.

Αφήστε μια απάντηση

This website uses cookies to improve your experience. We'll assume you're ok with this, but you can opt-out if you wish. Accept Read More

where to buy viagra buy generic 100mg viagra online
buy amoxicillin online can you buy amoxicillin over the counter
buy ivermectin online buy ivermectin for humans
viagra before and after photos how long does viagra last
buy viagra online where can i buy viagra