Tο «εκρηκτικό μείγμα» της πανδημίας που πλήγωσε ψυχικά τους ηλικιωμένους
Η επιδημία του COVID-19 έχει αγγίξει πολυπλεύρως τη ζωή του παγκόσμιου πληθυσμού. Από μια νόσο που πλήττει τη σωματική υγεία ατόμων κάθε ηλικίας, έχει εξελιχθεί σε κίνδυνο για την κοινωνική ζωή, την οικονομία και τη ψυχική υγεία – μεταξύ άλλων.
Οι μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες ήταν αυτές που πρωτοχαρακτηρίστηκαν ως «ευπαθείς» έναντι του ιού, γεγονός που έσπειρε γρήγορα το φόβο ανάμεσα στους ηλικιωμένους. Ο φόβος ήταν αυτός που κατέστησε την πανδημία ως μια σοβαρή ψυχοπιεστική συνθήκη για τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας, όπως έχει πολλές φορές παρατηρηθεί καθώς αυξανόταν ολοένα και περισσότερο ο κίνδυνος για την ίδια τους τη ζωή.
Παρότι το εμβόλιο κατά του Covid-19 βελτίωσε σημαντικά τα αρνητικά επιδημιολογικά δεδομένα, η ζωή των ηλικιωμένων δεν είδε ιδιαίτερες αλλαγές, ιδίως στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα, ο ηλικιωμένος πληθυσμός είναι αρκετά μεγάλος, πράγμα που σημαίνει ότι οι επιπτώσεις της πανδημίας δεν αφορούσαν μόνο σε ένα μικρό κομμάτι του πληθυσμού και άρα ήταν ήσσονος σημασίας.
Σύμφωνα μάλιστα με περσινά στοιχεία της Eurostat, η χώρα μας κατατάσσεται μεταξύ των χωρών με τον γηραιότερο πληθυσμό αφού το ποσοστό των ατόμων άνω των 65 ετών σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό ανέρχεται στο 22.3% – δεύτερη μαζί με την Φινλανδία αμέσως μετά από την Ιταλία (23.2 %). Σχεδόν το ένα τέταρτο του πληθυσμού της χώρας, λοιπόν, είναι υπερήλικες.
Όσον αφορά τώρα στον εμβολιασμό των ομάδων της τρίτης ηλικίας, σύμφωνα με τελευταία στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Γεροντολογικής και Γηριατρικής Εταιρείας (ΕΓΓΕ), το ποσοστό των πλήρως εμβολιασμένων ατόμων στη χώρα μας άνω των 80 ετών αγγίζει το 71,4% (Ευρώπη: 85,1%). Για τις ηλικίες 70 – 79 ετών, το ποσοστό ανέρχεται στο 80,4% (Ευρώπη 86,2%), ενώ για τη χαμηλότερη υποομάδα ηλικίας 60-69 ετών το ποσοστό φτάνει το 76,7% (Ευρώπη: 82,3%).
Ένα «εκρηκτικό μείγμα» που απειλεί τους ηλικιωμένους
Πέραν των παραπάνω στοιχείων για την εμβολιαστική δραστηριότητα, η ΕΓΓΕ κατέγραψε και μοιράστηκε με την EURACTIV Ελλάδας συγκεκριμένα τις επιπτώσεις της πανδημίας στους ανθρώπους τρίτης ηλικίας αναγνωρίζοντας τη σημασία του εντοπισμού τους και της αντιμετώπισης τους με σκοπό να βοηθηθούν οι ηλικιωμένοι και να ξεπεράσουν τα απαραίτητα εμπόδια.
Οι επιπτώσεις στην κοινωνική ζωή και κατ’ επέκταση στην ψυχική υγεία των ατόμων αυτών ήταν ποικίλες.
Ιδίως για τη νεότερη υποομάδα της τρίτης ηλικίας, 65-75, οι επιπτώσεις ήταν αρκετά εκτενείς αφού πρόκειται για δραστήριους ακόμη ανθρώπους με έντονη κοινωνική ζωή στην προπανδημική εποχή.
Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια του περιορισμού στο σπίτι, η ρουτίνα των ατόμων της τρίτης ηλικίας ανετράπη ριζικά, αφού αναγκάστηκαν να στερηθούν απλές καθημερινές συνήθειες που τους έκαναν να νιώθουν χρήσιμοι, τους έδιναν ζωή και γέμιζαν τις μέρες τους, οδηγώντας τους στην απομόνωση και την απέραντη μοναξιά.
Πολλοί ήταν εκείνοι που αναλάμβαναν ποικίλες υποχρεώσεις όπως η φροντίδα των εγγονιών τους, είχαν καλή κοινωνική ζωή με εκδρομές, κοινωνικές συναθροίσεις στα Κέντρα Ανοιχτής Προστασίας Ηλικιωμένων, τα οποία παρέμειναν κλειστά κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Άλλοι δεν είχαν την απαραίτητη εξοικείωση με τα μέσα τεχνολογίας, με αποτέλεσμα να μην έχουν την αναγκαία επαφή με το οικογενειακό και το φιλικό τους περιβάλλον και συνεπώς, να νιώθουν περαιτέρω κοινωνικά αποκομμένοι ή να αγωνιούν πολλαπλάσια για την υγεία των οικείων τους. Η ριζική αλλαγή της καθημερινότητας, λοιπόν, ήταν καταλυτικός παράγοντας στην επιβάρυνση της ψυχολογίας των ηλικιωμένων .
Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί και ο φόβος τόσο για τον κίνδυνο μόλυνσης όσο και για τον θάνατο των ιδίων και των οικείων τους προσώπων. Σύμφωνα με τον καθηγητή κ. Ιωάννη Καραϊτιανό, Πρόεδρο της Ελληνικής Γεροντολογικής και Γηριατρικής Εταιρείας, η απομόνωση, η απομάκρυνση από την οικογένεια και τα αγαπημένα πρόσωπα, η αδυναμία της αυτοεξυπηρέτησης, ο κίνδυνος της μόλυνσης, το ενδεχόμενο απώλειας προσφιλών προσώπων αλλά και ο φόβος μήπως και οι ίδιοι «φύγουν», ήταν ένα «εκρηκτικό μείγμα, απειλητικό για τη ζωή των ηλικιωμένων».
Το στρες, πρόσθεσε, και τα αρνητικά συναισθήματα που τους κατέκλυσαν όλο αυτό το διάστημα, «δημιούργησαν σε πολλούς σωματικά και λειτουργικά προβλήματα και δυσκόλεψαν τον ήδη βεβαρυμμένο οργανισμό του ηλικιωμένοι». Τέλος, ο ίδιος τόνισε πως, με βάση την εμπειρία του, αρκετοί ηλικιωμένοι πλέον πάσχουν από κατάθλιψη και τείνουν να σωματοποιούν κάθε πρόβλημα που αντιμετωπίζουν.
Η πανδημία πέραν του ψυχικού αντίκτυπου, είχε πολλές φορές αρνητικό αντίκρισμα και στην υγεία των ηλικιωμένων.
Μιλώντας στη EURACTIV, o διευθυντής της Α’ Ψυχιατρικής Κλινικής και καθηγητής ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Χαράλαμπο Παπαγεωργίου, οι ηλικιωμένοι άνω των 80 ετών που θα νοσήσουν από τον ιό COVID-19 έχουν μεγάλες πιθανότητες να βρεθούν αντιμέτωποι με πολύ σοβαρές και επικίνδυνες για την ζωή τους επιπλοκές καθώς δεν είναι μόνο το γήρας που εξασθενεί τον οργανισμό, αλλά σημαντικό ποσοστό των ηλικιωμένων πάσχει από υποκείμενα παθολογικά νοσήματα ευρείας κλίμακας – όπως καρδιοπάθειες, αναπνευστικά προβλήματα, σακχαρώδη διαβήτη, ή νεοπλασίες.
Ο συνδυασμός των υποκείμενων νοσημάτων με τις επιπλοκές του Covid-19 ήταν αυτός που συχνά οδηγούσε τους ηλικιωμένους σε νοσηλεία, διασωλήνωση ή και θάνατο.
Ο καθηγητής κ. Καραϊτιανός, από την άλλη, τόνισε στη EURACTIV Ελλάδας τον ρόλο που διαδραμάτισε η παρουσία υποκείμενων νοσημάτων στην υγεία των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας με μία από τις σοβαρότερες επιπτώσεις να είναι η παραμέληση θεραπείας και συχνού ελέγχου αυτών.
Πιο συγκεκριμένα, ο φόβος και το άγχος για τη μετάδοση του ιού και ο εγκλεισμός λόγω των περιοριστικών μέτρων απέτρεψαν μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού και ιδιαίτερα των ηλικιωμένων να έχουν την απαραίτητη επαφή με τον θεράποντα ιατρό και τον συστηματικό ιατρικό έλεγχο, ενώ τα εξωτερικά ιατρεία στα Νοσοκομεία και τα Κέντρα Υγείας υπολειτουργούσαν σε μεγάλο βαθμό.
Ο ίδιος δήλωσε πως μετά την καραντίνα, οι γιατροί άρχισαν να παρατηρούν «σοβαρές επιπλοκές και επιβάρυνση ή απορρύθμιση της υγείας» των ασθενών τους.
Παράλληλα, επισήμανε πως καθυστέρησε επίσης η διάγνωση διαφόρων μορφών καρκίνου σε ηλικιωμένους και «ενώ τα συμπτώματα υπήρχαν από πολλούς μήνες, δυστυχώς είτε δεν αξιολογήθηκαν από αυτούς έγκαιρα είτε δεν είχαν τη δυνατότητα έγκαιρης προσέλευσης στους ιατρούς». Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, ότι η πανδημία επηρέασε την τρίτη ηλικία σε όλο το φάσμα της και δεν άφησε κανέναν ανεπηρέαστο.
Επομένως, όλη αυτή η κατάσταση κατά τη διάρκεια της πανδημίας είχε μεγάλο κόστος τόσο για τους ίδιους τους ανθρώπους, όσο και για την κοινωνία συνολικά.
Στους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας επικράτησε ο φόβος, επήλθε η κατάθλιψη, η επιβάρυνση της υγείας και η απώλεια της ανθρώπινης ζωής. Η κοινωνία συνολικά, όμως, επλήγη σε βάθος καθώς ένα σημαντικό κομμάτι της (σχεδόν το ¼ του πληθυσμού) δέχτηκε τις σοβαρότερες επιπτώσεις και απώλειες.
Πηγή: euractiv.gr