Ηλεκτρονικές συναλλαγές: Πάταξη φοροδιαφυγής ή «δωράκι» στις τράπεζες;
Πολλές φορές είναι δύσκολη η ζωή του αρθρογράφου -και μάλιστα σε εβδομαδιαία έκδοση- και ο λόγος είναι διότι, από τη μία στιγμή στην άλλη μπορούν να ανατραπούν όλα.
Μπορεί όλη την εβδομάδα να ψάχνει να βρει το θέμα του, να το παραδίδει στην ημερομηνία που πρέπει, την Πέμπτη να το βλέπει τυπωμένο στο χαρτί και την Κυριακή αναρτημένο στον δικτυακό τόπο της εφημερίδας και, μάλιστα, να γίνεται πολύ σύντομα ένα από τα πέντε δημοφιλέστερα άρθρα. Με ικανοποίηση, διαπιστώνει ότι έχει γράψει ένα καλό και χρηστικό θέμα. Αλλά, άλλες οι βουλές του αρθρογράφου και άλλες οι βουλές της κυβέρνησης.
Έρχεται, λοιπόν, μία Δευτέρα αργά το βράδυ και «κατεβαίνει» ένα πολυνομοσχέδιο και μπαμ! Άχρηστο το άρθρο αφού, με τις αλλαγές που γίνονται, όλα αλλάζουν. Έτσι την πατήσαμε κι εμείς…
Εταιρικά αυτοκίνητα
Στο πολυνομοσχέδιο που συζητείται στη Βουλή (και θα έχει ψηφιστεί τώρα που διαβάζετε αυτό το άρθρο), το οικονομικό επιτελείο επιβάλει διαφορετικό τρόπο υπολογισμού της «παροχής σε είδος» για τα εταιρικά αυτοκίνητα.
Να σημειώσουμε εδώ ότι, οι διατάξεις για τον υπολογισμό της «παροχής σε είδος» οχημάτων από τις επιχειρήσεις σε εργαζόμενους, εταίρους και μετόχους, είναι η δεύτερη φορά που τροποποιούνται μέσα στον χρόνο. Το οικονομικό επιτελείο θέλησε να αλλάξει τον τρόπο υπολογισμού και οι αλλαγές αυτές να ισχύουν για την παροχή οχήματος από 01.01.2016, καταργώντας την προηγούμενη διάταξη, η οποία, ουσιαστικά, δεν θα εφαρμοστεί ποτέ.
Φορολόγηση πραγματικών εισοδημάτων μέχρι 6.000 ευρώ και τεκμαρτών μέχρι 9.500 ευρώ
Για τα εταιρικά αυτοκίνητα θα επανέλθουμε όταν βγουν και οι εφαρμοστικές εγκύκλιοι. Στο πολυνομοσχέδιο, όμως, υπάρχει ανάμεσα στα άλλα και μία δικαίωση.
Πριν από αρκετές εβδομάδες, είχαμε γράψει για τη φορολόγηση των πραγματικών εισοδημάτων μέχρι 6.000 ευρώ και των τεκμαρτών, που προέρχονται από τις «αντικειμενικές δαπάνες διαβίωσης», δηλαδή τα τεκμήρια, μέχρι 9.500 ευρώ.
Να θυμίσουμε ότι υπήρχε ειδική διάταξη για όσους δεν είναι επιτηδευματίες σύμφωνα με το άρθρο 72 του Ν.4172/2013. Αφορούσε, κυρίως, ανέργους, φοιτητές κ.λπ. που έχουν ένα μικρό εισόδημα από τόκους και είναι υποχρεωμένοι να υποβάλλουν φορολογική δήλωση.
Αυτοί οι φορολογούμενοι ακόμη και για 0,10 ευρώ εισόδημα από τόκους θα έπρεπε να φορολογηθούν με την κλίμακα των αυτοαπασχολουμένων, δηλαδή από το πρώτο ευρώ, για τουλάχιστον 3.000 ευρώ, το ελάχιστο ετήσιο τεκμήριο της αντικειμενικής δαπάνης, χωρίς να έχουν αφορολόγητο. Με το πολυνομοσχέδιο δίνεται παράταση της ευνοϊκής διάταξης και για το φορολογικό έτος 2016.
Πιο συγκεκριμένα στο πολυνομοσχέδιο (άρθρο 101) ορίζεται ότι:
«Όταν το πραγματικό εισόδημα των φορολογουμένων κατά το φορολογικό έτος 2016 δεν υπερβαίνει το ποσό των 6.000 ευρώ και το τεκμαρτό τους εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ και εφόσον δεν ασκείται επιχειρηματική δραστηριότητα για την οποία απαιτείται η υποβολή δήλωσης έναρξης εργασιών ή ατομική αγροτική δραστηριότητα, το εισόδημα αυτό, εξαιρουμένου του εισοδήματος από κεφάλαιο και από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και η προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων, φορολογούνται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 15 και την παρ. 1 του άρθρου 16. Εάν το πραγματικό εισόδημα της προηγούμενης παραγράφου υπερβαίνει το ποσό των 6.000 ευρώ, το υπερβάλλον ποσό φορολογείται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 29. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και για τους φορολογούμενους που διέκοψαν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, για το εισόδημα που απέκτησαν μετά τη διακοπή της».
Υποχρεωτική πληρωμή μισθοδοσίας μέσω τραπεζών
Στο ίδιο πολυνομοσχέδιο (άρθρο 72), τίθεται στο άρθρο 23 του Ν.4172/2013 (Μη εκπιπτόμενες Δαπάνες), ως περίπτωση (ιδ) η υποχρεωτική καταβολή της μισθοδοσίας μέσω τραπεζών. Επί λέξει:
«Οι δαπάνες που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο εργασιακής σχέσης όπως αυτή ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 12 του Ν.4172/2013, εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφληση δεν έχει πραγματοποιηθεί με τη χρήση ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής ή μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών».
Η προτεινόμενη αυτή διάταξη της κυβέρνησης, για την πληρωμή μέσω τραπεζών της μισθοδοσίας των επιχειρήσεων, γεννά πολλά ερωτήματα.
Το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, το επιστημονικό ινστιτούτο της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος, στην τελευταία έκθεσή του για την εργασία στην Ελλάδα, τονίζει ότι 850.000 εργαζόμενοι πληρώνονται με τρεις μήνες έως οκτώ μήνες καθυστέρηση. Αρκετές επιχειρήσεις πληρώνουν τους λογαριασμούς των εργαζομένων τους ή άλλες υποχρεώσεις τους (π.χ. δόσεις δανείων ή υποχρεώσεις προς την εφορία από ρυθμίσεις που έχουν γίνει) άμεσα από το e-banking της εταιρίας, θεωρώντας αυτά τα χρήματα έναντι μισθοδοσίας.
Ακόμη, μπόνους προς πωλητές πληρώνονται με μεταχρονολογημένες επιταγές πελατείας, αντί για μετρητά.
Με την υποχρεωτική κατάθεση στην τράπεζα όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν, με αποτέλεσμα οι εταιρίες να κινδυνεύουν να μην μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, αλλά και να εκπέσουν τις δαπάνες αυτές. Για να μην μιλήσουμε για τις προμήθειες των τραπεζών για την διαχείριση της μισθοδοσίας.
Το μέτρο αυτό καταλαμβάνει πέρα από τη μισθοδοσία των εργαζομένων και άλλες αμοιβές, όπως αυτές αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 του Ν.4172/2013.
Ο σκοπός πίσω από τη βιτρίνα
Τόσο με αυτό το νομοσχέδιο, όσο και με τις γενικότερες κινήσεις που κάνει η κυβέρνηση, ουσιαστικά προσπαθεί να «μαντρώσει» τα λίγα χρήματα που υπάρχουν, πλέον, εκτός τραπεζικού συστήματος. Όλα θυσία, υποτίθεται, στο βωμό της πάταξης της φοροδιαφυγής.
Η αλήθεια είναι ότι, τελικά, η προσπάθεια γίνεται για να σωθεί το τραπεζικό σύστημα στις πλάτες, όμως, όλων ημών. Οι ηλεκτρονικές συναλλαγές δεν υιοθετούνται για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, υιοθετούνται, τώρα, για να συγκεντρώσουν ό,τι μετρητό έχει μείνει εκτός τραπεζών, έτσι ώστε να αποκτήσουν αυτές ρευστότητα, να βγάλουν κέρδη από τις προμήθειες, αλλά και να είναι ευκολότερο οποιοδήποτε κούρεμα στο μέλλον…
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Finance & Markets Voice