Το δρόμο σε χιλιάδες φορολογούμενους να επιτύχουν τη μείωση των φορολογητέων αξιών των ακινήτων τους, επί των οποίων υπολογίζεται ο Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ), ώστε να μην πληρώνουν υπέρογκα ποσά κάθε χρόνο, ανοίγει το Β’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας με την υπ’ αριθμόν 1357/2018 απόφαση, που εξέδωσε.
Σύμφωνα με την απόφαση, κάθε φορολογούμενος μπορεί να αμφισβητήσει τις τιμές ζώνης ανά τετραγωνικό μέτρο, με βάση τις οποίες υπολογίστηκε ο ΕΝΦΙΑ, για την ακίνητη περιουσία του, προσφεύγοντας αρχικά στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ και στη συνέχεια – αν η προσφυγή απορριφθεί- στο αρμόδιο δικαστήριο.
Όμως για να έχει πιθανότητα να μην απορριφθεί η ενδικοφανής προσφυγή του στη ΔΕΔ ή η ένδικη προσφυγή στο αρμόδιο δικαστήριο, θα πρέπει να ζητήσει τον καθορισμό συγκεκριμένων τιμών, προβάλλοντας τεκμηριωμένα τις εκτιμήσεις του.
Στην απόφαση του ΣτΕ προβλέπεται ότι δεν αρκεί η υποβολή αιτήματος για ακύρωση μιας ισχύουσας τιμής ζώνης, αλλά απαιτείται και η προβολή συγκεκριμένου ισχυρισμού από τον φορολογούμενο, για το ύψος στο οποίο πρέπει να επανακαθοριστεί η τιμή αυτή.
Επιπλέον απαιτείται ο φορολογούμενος να προσκομίσει στο δικαστήριο συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία, για να στηρίξει τον ισχυρισμό του.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει το κείμενο της απόφασης, ο φορολογούμενος «βαρύνεται να προβάλει, με συγκεκριμένο ισχυρισμό, ότι η εφαρμοσθείσα τιμή ζώνης είναι (ουσιωδώς) μεγαλύτερη από την πραγματική αγοραία τιμή του ακινήτου του, καθώς και να διατυπώσει συγκεκριμένο αίτημα ως προς το ύψος στο οποίο πρέπει να καθοριστεί η επίμαχη αγοραία αξία, συνοδευόμενο, μάλιστα, από έγγραφα στοιχεία τεκμηρίωσής της, δεδομένου ότι, σε τέτοια περίπτωση, αντικείμενο της διοικητικής (ενδικοφανούς) διαδικασίας και της αντίστοιχης διοικητικής δίκης είναι ο προσδιορισμός της αμφισβητούμενης αγοραίας αξίας του ακινήτου και, συνακόλουθα, του φόρου ο οποίος αναλογεί κατά το νόμο στην αξία αυτή. Αν ο φορολογούμενος παραλείψει να ανταποκριθεί στο ανωτέρω βάρος του, η ενδικοφανής προσφυγή του είναι απορριπτέα, ως αόριστη και αναπόδεικτη, ενώ, περαιτέρω, απορρίπτεται και η ένδικη προσφυγή του κατά της (σιωπηρής ή ρητής) απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής του».
Η απόφαση βασίζεται στη διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 41 του ν. 1249/1982, σύμφωνα με την οποία ο φορολογούμενος δύναται να αμφισβητήσει την εφαρμογή του αντικειμενικού τρόπου προσδιορισμού της αξίας του ακινήτου του, ζητώντας από το δικαστήριο τον προσδιορισμό της αξίας, εφόσον θεωρεί ότι η αντικειμενική αξία του ακινήτου είναι ουσιωδώς μεγαλύτερη από την πραγματική αγοραία αξία του.