«Όμηροι» των τραπεζών επιχειρήσεις και νοικοκυριά
Του Γιώργου Καββαθά*
Τα όρια της πρόκλησης αγγίζει η απροθυμία των τραπεζών να υιοθετήσουν ουσιαστικά μέτρα στήριξης των δανειοληπτών, όπως κι εξορθολογισμού των χρεώσεών τους.
Για να γίνει εμφανής η μέχρι τώρα στάση τους, τονίζω ορισμένα στοιχεία από πρόσφατη (02.12.2022) ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδος: Για τον μήνα Οκτώβριο, ενώ το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο των νέων δανείων αυξήθηκε στο 4,86%, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο των νέων καταθέσεων έμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 0,05%. Ως αποτέλεσμα, το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των νέων καταθέσεων και δανείων αυξήθηκε στις 4,81 εκατοστιαίες μονάδες. Πρόκειται, αν όχι για το μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους μεταξύ όλων των ευρωπαϊκών τραπεζών, με απόλυτη βεβαιότητα για ένα από τα μεγαλύτερα!
Εξίσου άγρια κερδοσκοπική, είναι η πολιτική των ελληνικών τραπεζών (που σώθηκαν από τα χρήματα του ελληνικού λαού με αλλεπάλληλες ανακεφαλαιοποιήσεις) και στο θέμα των χρεώσεων. Η γενίκευση, μάλιστα, των διαδικτυακών τραπεζικών συναλλαγών δεν μείωσε τις προμήθειες, όπως υπόσχονταν εκπρόσωποι του κλάδου. Αντίθετα, η εφαρμογή των μέτρων αποστασιοποίησης μετέτρεψε επιχειρηματίες και νοικοκυριά σε όμηρους των τραπεζών, καθώς και να θέλουν, αδυνατούν να ξεφύγουν από τις εξωφρενικές τους προμήθειες.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση οφείλει να νομοθετήσει υπέρ των ευάλωτων δανειοληπτών με κυμαινόμενο επιτόκιο, που κινδυνεύουν να χάσουν τα σπίτια τους από την αύξηση των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κι όχι να εναποθέτει τη θωράκιση τους στις τράπεζες. Το σχέδιο εθελοντικής στήριξης, που θα καταθέσουν οι τράπεζες τις επόμενες ημέρες, είμαστε σίγουροι ότι θα αφήνει εκτός προστασίας χιλιάδες δανειολήπτες. Όσοι, δε, περιληφθούν στις πρόνοιές του, θα ωφεληθούν μόνο κατά ένα μέρος των νέων, δυσβάσταχτων επιβαρύνσεων: Βάσει δημοσιευμάτων, θα καλυφθούν όσοι έχουν εισόδημα ως 21.000 ευρώ, για το 50% των αυξήσεων και για 12 μήνες. Οι τράπεζες πρέπει να καταλάβουν ότι, πηγή των κερδών και της ευημερίας τους πρέπει να είναι η επιβίωση και η ανάπτυξη των επιχειρήσεων κι όχι η εξάντλησή τους, όπως συνέβη την προηγούμενη δεκαετία, με οδυνηρές επιπτώσεις για όλους.
Η στήριξη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών από τις τράπεζες προέχει πολύ περισσότερο σήμερα, που όλοι βρισκόμαστε εν μέσω διασταυρούμενων πυρών, με τον πληθωρισμό και τις τιμές στην ενέργεια να ακολουθούν ανεξέλεγκτη πορεία.
Στην αποτύπωση του οικονομικού κλίματος στις μικρές επιχειρήσεις για το α’ εξάμηνο του 2022, που πραγματοποιεί το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων, παρότι η κατάσταση φαίνεται να σταθεροποιείται, μοναδικό μελανό σημάδι αποτελούν τα ενεργειακά κόστη. Ειδικότερα, το κόστος ενέργειας στις επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά 76% και το κόστος καυσίμων των οχημάτων κατά 57,8%, όταν το κόστος πρώτων υλών και εμπορευμάτων αυξήθηκε κατά 43,5% και προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 26,2%.
Συνάγεται έτσι αβίαστα ότι, το ενεργειακό κόστος έχει εξελιχθεί σε βαρίδι στα πόδια των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Όπως πολλοί επαγγελματίες ομολογούν, «δουλεύουμε για να πληρώνουμε το ρεύμα»… Μέχρι πότε θα συνεχίζεται αυτή η κατάσταση;
* Πρόεδρος Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών
Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ)