Ανατροπή του σχεδιασμού της κυβέρνησης για εκλογές το ερχόμενο φθινόπωρο προκαλούν οι δυσμενείς εξελίξεις στο μέτωπο του πληθωρισμού και των επιτοκίων. Η κατάσταση στην ελληνική οικονομία επιδεινώνεται αντί να βελτιώνεται, όπως προσδοκούσε αλλά και… υποσχόταν η κυβέρνηση.
Στο κύμα ακρίβειας που χτυπά ανελέητα τα ελληνικά νοικοκυριά και προκαλεί σημαντικές απώλειες εισοδημάτων έρχεται τώρα να προστεθεί και η επικείμενη αύξηση των επιτοκίων στα δάνεια των τραπεζών την οποία αναμένεται να πυροδοτήσει η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να προχωρήσει σε μπαράζ αυξήσεων των βασικών επιτοκίων της, ανεβάζοντας το κόστος δανεισμού των εμπορικών τραπεζών.
Ταυτόχρονα η αλλαγή πορείας της ΕΚΤ στην επιτοκιακή πολιτική δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα και στα οικονομικά του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς σηματοδοτεί το τέλος του φθηνού δανεισμού για το κράτος. Ήδη, τα ελληνικά ομόλογα δέχονται τις μεγαλύτερες πιέσεις σε σχέση με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά ως συνέπεια των εκτιμήσεων για αλλαγή πολιτικής από την ΕΚΤ, με τερματισμό του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης και αύξηση των επιτοκίων.
Eίναι ενδεικτικό ότι η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου διαμορφώθηκε πρόσφατα στο 2,32%, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη αύξηση από όλους τους κρατικούς τίτλους της “ευρωζώνης”. Mέσα σε τρεις ημέρες οι αποδόσεις του 10ετούς ομολόγου έχουν αυξηθεί κατά 60 μονάδες βάσης, με την πίεση στο οικονομικό επιτελείο να είναι έντονη, αφού η άνοδος του κόστους δανεισμού εντείνει και τις δημοσιονομικές πιέσεις στον προϋπολογισμό.
Όπως είναι γνωστό, η πορεία του πληθωρισμού καθορίζει σε κάθε οικονομία και το κόστος δανεισμού επιχειρήσεων, νοικοκυριών και δημοσίου τομέα. Η έκρηξη του πληθωρισμού στο 11,3% τον Μάιο του τρέχοντος έτους από 1% που είχε διαμορφωθεί τον Ιούνιο του 2021 συνιστά μια εξέλιξη η οποία θα πυροδοτήσει αρχικά αυξήσεις στο ύψος των επιτοκίων της ΕΚΤ με αποτέλεσμα να αυξηθεί το κόστος δανεισμού των τραπεζών. Με τη σειρά τους, οι τράπεζες θα μετακυλίσουν την αύξηση του κόστους δανεισμού τους στα επιτόκια με τα οποία δανείζουν τους πελάτες τους, δηλαδή τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Αργά ή γρήγορα είναι πολύ πιθανό πλέον να δούμε τα επιτόκια των επιχειρηματικών, καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων, καθώς και των πιστωτικών καρτών να αυξάνονται. Το πρόβλημα θα είναι πολύ μεγάλο για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που έχουν ήδη δανειστεί με κυμαινόμενα επιτόκια, ενώ για όσα φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις θελήσουν να δανειστούν το προσεχές διάστημα, όλα τα επιτόκια θα είναι υψηλότερα. Οι μόνοι που δεν θα ζημιωθούν θα είναι όσοι προνόησαν να συνάψουν δανειακές συμβάσεις με σταθερό επιτόκιο.
Αλλαγή πλεύσης και στον εκλογικό σχεδιασμό
Η αύξηση του κόστους δανεισμού στην ελληνική οικονομία προκαλεί ανατροπή και στον εκλογικό σχεδιασμό της κυβέρνησης. Με την οικονομία να πλήττεται από ανατιμήσεις-φωτιά σε βασικά είδη και υπηρεσίες, τις εισοδηματικές απώλειες να αυξάνονται ραγδαία για την συντριπτική πλειονότητα των νοικοκυρών και την επικείμενη αύξηση του ύψους των μηνιαίων δόσεων αποπληρωμής των πάσης φύσεως δανείων, η δυσαρέσκεια του εκλογικού σώματος απέναντι στην καταφανέστατη αδυναμία της κυβέρνησης να παρέμβει ουσιαστικά και να βοηθήσει, δεν ευνοεί το σχέδιο για προσφυγή σε πρόωρες εκλογές το προσεχές φθινόπωρο.
Ο κίνδυνος απώλειας της κυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία αυξάνεται πάντως ραγδαία αλλά οι εξελίξεις θα εξαρτηθούν και από την ικανότητα των κομμάτων της αντιπολίτευσης να βοηθήσουν ουσιαστικά ώστε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα με προτάσεις ρεαλιστικές και άμεσα εφαρμόσιμες, που θα πείθουν τους πολίτες ότι πραγματικά υπάρχει ενδιαφέρον γι’ αυτούς.
Σε κίνδυνο η επενδυτική βαθμίδα
Η αναταραχή με την αύξηση των επιτοκίων θα δυσχεράνει και τον στόχο του υπουργείου Οικονομικών για απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας το αργότερο έως τις αρχές του 2023. Αναλυτές εκτιμούν ότι υπό τις συνθήκες που επικρατούν στις αγορές, με τον πληθωρισμό να τείνει να παγιωθεί σε υψηλά επίπεδα και τους δημοσιονομικούς στόχους -κυρίως την αποκλιμάκωση του ελλείμματος στο 1,4% του ΑΕΠ- να καθίστανται επισφαλείς, ο στόχος είναι πιθανό να μετατεθεί για το δεύτερο εξάμηνο του 2023.
Αν και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει διαβεβαιώσει ότι θα συνεχίσει να στηρίζει τα ελληνικά ομόλογα, επανεπενδύοντας όσα εισπράττει από λήξεις και τόκους, υπάρχει προβληματισμός για το εύρος αυτής της στήριξης, εάν τα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας επιδεινωθούν.
Το πρόγραμμα του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (Ο.Δ.ΔΗ.Χ.)
Στο υπουργείο Οικονομικών διαθέτουν ένα ταμειακό μαξιλάρι που προσεγγίζει τα 38 δισ. ευρώ και σχεδιάζουν από αυτό να διαθέσουν 7,1 δισ. ευρώ για την αποπληρωμή του υπολοίπου των 1,8 δισ. ευρώ από τα δάνεια του ΔΝΤ και δύο δόσεων από τα διακρατικά δάνεια που έλαβε η χώρα στο πρώτο Μνημόνιο ύψους 5,3 δισ. ευρώ.
Με δεδομένο όμως ότι η στρατηγική του υπουργείου Οικονομικών είναι τα διαθέσιμα να μην πέφτουν κάτω από το όριο των 30 δισ. ευρώ, η Ελλάδα πρέπει να ακολουθήσει τη δανειακή στρατηγική της και να εξακολουθεί να δανείζεται έστω και με υψηλότερα επιτόκια.
Το δανειακό πρόγραμμα για το 2022 θα κινηθεί στα 12 δισ. ευρώ. Μετά την έκδοση δεκαετούς ομολόγου τον περασμένο Ιανουάριο με «τσιμπημένο» επιτόκιο, η δεύτερη έξοδος της Ελλάδας αναμένεται τον Μάρτιο, με το re-opening του 30ετούς ομολόγου που εκδόθηκε το 2021 για την άντληση περαιτέρω 2,5 δισ. ευρώ.
Τον Απρίλιο θα ακολουθήσει η τρίτη έξοδος για την άντληση 2 δισ. ευρώ, με το «άνοιγμα» του νέου 10ετούς, ενώ τον Ιούνιο αναμένεται ο ΟΔΔΗΧ να «ανοίξει» και το 5ετές ομόλογο που εκδόθηκε τον Μάρτιο του 2021, για την άντληση 2 δισ. ευρώ. Η εκδοτική δραστηριότητα για το 2022 θα ολοκληρωθεί με την πρώτη έκδοση πράσινου ομολόγου από το ελληνικό Δημόσιο, το οποίο θα έχει διάρκεια 15 ή 20 έτη και θα είναι ύψους 2 δισ. ευρώ.
Η αύξηση του κόστους δανεισμού θα αποτελέσει έναν από τους μεγάλους «πονοκεφάλους» του κυβερνητικού οικονομικού επιτελείου το επόμενο διάστημα, καθώς θα δυσκολέψει τα μέγιστα τους δημοσιονομικούς χειρισμούς σε μια περίοδο που η ανάγκη στήριξης της κοινωνίας είναι πέρα από αναγκαία.