Κενά στη φορολογική νομοθεσία για τα κρυπτονομίσματα και τα digital assets
Κενά στην ισχύουσα φορολογική νομοθεσία τα οποία επιτρέπουν να περνούν αφορολόγητα τεράστια ποσά που διακινούνται και επενδύονται αυτή τη στιγμή από Έλληνες φορολογούμενους στα κρυπτονομίσματα και στα ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία (digital assets) καθώς επίσης και από παράνομες οικονομικές συναλλαγές στο σκοτεινό διαδίκτυο (dark web) έχουν εντοπίσει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και το υπουργείο Οικονομικών.
Το τελευταίο διάστημα η Α.Α.Δ.Ε. έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια να καταγράψει τα προβλήματα που υπάρχουν στον έλεγχο και στη φορολόγηση των συναλλαγών σε κρυπτονομίσματα, digital assets και στο dark web, επιδιώκοντας να προχωρήσει στη διατύπωση προτάσεων προς το υπουργείο Οικονομικών για την αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου ώστε να καταστεί δυνατή η αντιμετώπιση των συγκεκριμένων προβλημάτων.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Διοικητής της Α.Α.Δ.Ε. Γ. Πιτσιλής μετέβη στις ΗΠΑ και συναντήθηκε με τον επικεφαλής της αμερικανικής φορολογικής διοίκησης, του γνωστού μας IRS, Douglas O’ Donnell. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, στα γραφεία του IRS, στην Ουάσινγκτον, ο κ. Πιτσιλής διατύπωσε την επιθυμία της ελληνικής φορολογικής διοίκησης να αξιοποιήσει την τεχνογνωσία που έχει αναπτύξει το IRS για τον έλεγχο των συναλλαγών σε κρυπτονομίσματα και ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία. Συζητήθηκε δε η προοπτική συνεργασίας των δύο υπηρεσιών σε αυτό τον τομέα.
Στην ισχύουσα φορολογική νομοθεσία υπάρχουν κενά σ’ ότι αφορά τον έλεγχο και τη φορολογική αντιμετώπιση των συναλλαγών και των εισοδημάτων από συναλλαγές με κρυπτονομίσματα και ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία. Συγκεκριμένα:
1) Δεν προβλέπεται ρητά στο άρθρο 32 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013) ότι τα χρηματικά ποσά που δαπανά κάθε φυσικό πρόσωπο για συναλλαγές με κρυπτονομίσματα και ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία είναι τεκμήριο προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος. Τα ποσά αυτά πρέπει να θεωρούνται από την ισχύουσα νομοθεσία τεκμήρια, όπως γίνεται με τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται για την αγορά χρεογράφων γενικά. Βάσει όμως της ερμηνείας των ισχυουσών διατάξεων «στην έννοια των χρεογράφων συμπεριλαμβάνονται οι ομολογίες, τα έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου, τα ομόλογα τραπεζών, τα προθεσμιακά συμβόλαια, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, τα συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων, οι μετοχές και γενικά προϊόντα που μπορούν να διαπραγματεύονται στα χρηματιστήρια και στις αγορές». Δηλαδή, τόσο το άρθρο 32 του Κ.Φ.Ε. όσο και η σχετική ερμηνευτική εγκύκλιος δεν αναφέρουν ρητά τίποτα για τις δαπάνες αγοράς κρυπτονομισμάτων και ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων. Το κενό αυτό μπορεί να αξιοποιηθεί για παράνομο πλουτισμό και ξέπλυμα μαύρου ή βρώμικου χρήματος.
2) Δεν έχει σαφώς διατυπωθεί στον Κ.Φ.Ε. και στις σχετικές ερμηνευτικές εγκυκλίους ποια ακριβώς είναι η φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος (του κέρδους) που αποκτάται από επενδύσεις σε κρυπτονομίσματα και σε ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία. Εμμέσως πλην σαφώς, τα εισοδήματα αυτά φορολογούνται ως προερχόμενα από άυλες κινητές αξίες, από άυλους τίτλους, δηλαδή με συντελεστή φόρου 15%. Όμως αυτό δεν προβλέπεται πουθενά με ρητή διατύπωση στον Κ.Φ.Ε. και είναι αναγκαίο να γίνει παρέμβαση με σχετική νομοθετική ρύθμιση.
3) Δεν υπάρχει νομοθεσία και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχουν οδηγίες από την Α.Α.Δ.Ε. για τον εντοπισμό και τον φορολογικό έλεγχο όσων δραστηριοποιούνται συστηματικά σε συναλλαγές με κρυπτονομίσματα και ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία, καθώς επίσης και όσων πραγματοποιούν οικονομικές συναλλαγές στο dark web. Ως εκ τούτου είναι αδύνατο να εντοπιστούν και να προσδιοριστούν από τις ελληνικές φορολογικές αρχές τα οικονομικά ωφελήματα των φορολογουμένων από τις δραστηριότητες αυτές. Oυσιαστικά, οι ελληνικές φορολογικές αρχές δεν μπορούν αυτή τη στιγμή να εντοπίσουν τέτοιες συναλλαγές, να ελέγξουν και να προσδιορίσουν το ύψος των κερδών που αποκομίζουν οι εμπλεκόμενοι. Όσοι δεν από τους εμπλεκόμενους θέλουν να είναι σωστοί και ειλικρινείς και να δηλώσουν στις φορολογικές τους δηλώσεις τα ποσά που επένδυσαν στα ψηφιακά αυτά προϊόντα καθώς και τα κέρδη που αποκόμισαν προβληματίζονται έντονα, καθώς έρχονται αντιμέτωποι με το γεγονός ότι δεν έχουν καθοριστεί σαφώς από την Α.Α.Δ.Ε. τα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν τα σχετικά ποσά, όπως γίνεται με όλες τις άλλες κατηγορίες εσόδων, εισοδημάτων και δαπανών.