fbpx

Αυτή που βλέπεις με βίασε, ντόκτορ μου! Ήρθε η ώρα να το πω, να λυτρωθώ…

0

Η viral καταγγελία στο TikTok της -ζωοφόρου δια την τουριστική αρχιτεκτονική της εθνικής μας οικονομίας-Αμερικανίδας τουρίστριας Kate McCue (και άξιας καπετάνισσας μεγάλου κρουαζιερόπλοιου) ότι πλήρωσε για ένα ψαράκι 616 ευρώ και πάνω από 300 ευρουλάκια για δύο πιάτα, δύο κοκτέιλ και μια μπύρα, έφερε εις την μνήμην μου την αποφράδα ημέρα που σπάσαμε με τον κολλητό μου τους κουμπαράδες μας, για να πάμε να βρούμε και να συνουσιαστούμε με Γερμανίδες τουρίστριες («διψασμένες για σπέρμα» που τραγουδούσε ο μακαριστός φίλος μου, Τζίμης Πανούσης) στον άλλοτε μαρτυρικό τόπο εξορίας των πολιτικών κρατουμένων, τη νήσο Μύκονο. Η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, ήρχετο να γενεί αρωγός της εφηβικής μας ακολασίας.

Είμεθα, δεν είμεθα 15 χρονών, αμούστακα πύρκαυλα αλητόπαιδα, ωστόσο η αποταμιευτική μας συνείδηση μάς επέτρεψε να βγάλουμε μειωμένα μαθητικά εισιτήρια κατάστρωμα, σ’ ένα ταξίδι της υπομονής μέχρι το «νησί των ανέμων». Σκηνή, σλίπινγκ μπαγκ με κουνουπιέρα, ψαροντούφεκα (για να χτυπήσουμε εκείνο το χταπόδι που μπλεκότανε στα πόδια μας όταν περπατάγαμε στην ακροθαλασσιά), παγουρίνο, «Άσσο άφιλτρο» χύμα, το «κόκκινο βιβλιαράκι» του Μάο που μόλις κυκλοφόρησε και μια νταμιτζάνα κρασί, καβαντζωτή από το κελάρι του θείου Βαγγέλη, μήπως κάνει κεφάλι η Fräulein και τηνεκουτουπώσουμε ασκαρδαμυκτί (Άσχετο: Όταν κάνουν πλιάτσικο οι φτωχοί που δεν έχουν ζωή, λέγεται «λεηλασία», όταν κάνουν πλιάτσικο οι πλούσιοι που ζούνε ήδη μέσα στην χλιδή, λέγεται «επενδύσεις»).

Έδεσε στο λιμάνι το ψιλοσαπάκι, τζινάρια, φρικιά, αγκαλιές, φιλιά, όλοι οι καλοί χωράγανε στην παραλία. Προθυμοποιήθηκαν οι διπλανοί να μας βοηθήσουνε να στήσουμε τη σκηνή μας ακριβώς πάνω στο κύμα. Εκεί που τώρα δύο ξαπλώστρες, οι καφέδες και οι ναργιλέδες κοστίζουν στους σεΐχηδες μια χιλιαρικούμπα. Βάλαμε το σκοινάκι γύρω, γύρω, μην έρθει κάνα φίδι και ζευγαρώσει με τη σμέρνα και αλφαδιασμένοι που ‘μασταν, ολοτσίτσιδες κορμάρες μιλάμε, όπως μας γέννησε η μανούλα μας, βουτήξαμε στα -πάντα- παγωμένα τα νερά της ονειρικής Μυκόνου. Μας κυνηγάγανε οι συναγρίδες το ηλιοβασίλεμα. Δεν πειράζει που βράχωσε ο ροφός. Έχει δυό βέργες πάνω του. Έδεσα σημαδούρα, θα τονεσηκώσουμε τουμόροου. Σαργοί μεριδιάρικοι, πήραμε τρία μεγάλα χταπόδια και μια καλή τσιπούρα, εναμισάρα. Με γεμάτη την ψαροσακούλα γυρίσαμε.

Τα κορίτσια από κάπου πονηρά μαζέψανε ξύλα στο ξερονήσι κι ανάψανε φωτιά. Ένας μερακλής έβαλε στο καζάνι κι έβρασε, με τούλι και θαλασσινό νερό, κακαβιά. Μαζευτήκαμε, χωρίς να συστηθούμε, καμιά εικοσαριά. Τα λιώνουνε και τα πετάνε τα ψάρια με το τούλι, είναι μόνο ζουμί η θαλασσινή η κακαβιά. Αφού χτυπήθηκαν καλά, βγήκαν μεζεδιάρικα τα χταπόδια, κοινωνικοποιήθηκε κι νταμιτζάνα μας και κάνανε γύρω, γύρω όλοι κάτι τρίφυλλα όταν παίζανε οι κιθάρες τα ρομαντικά. Τέτοιο πράγμα δεν είχαμε ξαναπιεί. Μύριζε ωραία ο πρώτος μπάφος. Καλαματιανοί ήσαντε -δεν υπήρχαν Σπαρτιάτες τότες- απ’ τα γέλια ξεραθήκαμε. Κι ύστερα που λες, όταν το γυρίσανε οι κιθαρίστες στα μπελατσάο τα επαναστατικά, δύο γυμνούλικα καλλίπυγα κοριτσάκια, σαν τα γάργαρα νερά, άρχισαν να φιλιούνται, να χαϊδεύονται, να στροβιλίζονται στην καυτή άμμο. Δεν φασώνονταν, κάνανε έρωτα, κανονικά. Τις βλέπαμε, ήταν δίπλα μας και εμείς χορεύαμε γύρω απ’ τη φωτιά.

Κι όμως κάποιες μαγικές στιγμές (τέτοιες που κανένας Άραβας κροίσος και Ρώσος ολιγάρχης δεν μπορεί να πληρώσει για να τις ζήσει) οι χειμερινές φαντασιώσεις που μας κάνανε να… καμπουριάζουμε, γίνονται αυτοεκπληρούμενες προφητείες και αντί να ψάχνουμε Γερμανίδες, μας καμακώσανε στο φτερό αυτές. Ήταν ακριβώς απέναντι. Μας είχαν κιαλάρει απ’ την αρχή. Τα μάτια τους έβγαζαν φωτιές. Λαμπύριζαν σαν του λύκου πριν ορμήσει στο αθώο κοπάδι. Ήτανε δύο καλοστεκούμενες γριούλες, Βύζας Μεγάρων κι έτσι -μεγάλη ομαδάρα μιλάμε- 30 χρονών και βάλε η κάθε μία, μας σήκωσαν να χορέψουμε σέικ, σκάσανε και κάτι βερμούτια, ανάσα δεν προλάβαμε να πάρουμε. Κεφαλοκλείδωμα μας κάνανε, μας φιλάγανε στο στόμα με γλώσσα κι έτσι. Η δικιά μου κατέβασε το χέρι της απ’ την πλάτη του μπλουζ. Άγγιξε τα οπίσθιά μου και ανερυθρίαστα έφερε το άλλο της χέρι από μπροστά και ζούληξε την ήβη μου. Κανονικά!

Φραγκάτες οι Fräuleinες, δεν καταδέχτηκαν τη σκηνούλα μας, είχανε δικό τους ρουμ του λετ. Χωρίς να το πολυκαταλάβουμε, μας μπουντρούμιασαν εκεί μέσα σε χρόνο dt. Aναστενάξανε, για πρώτη φορά, οι σομιέδες. Τι να σου περιγράφω τώρα; Είδαμε τον ουρανό με τ’ άστρα. Είπαμε τον δεσπότη, Παναγιώτη. Το μόνο που ενθυμούμαι ήτο ένα ασθενικό «τι σου κάνω μάνα μου» που πρόλαβα να ψελλίσω απέναντι στον κατακτητή, σαν αντιστάθμισμα στα φαφλούχτεν του. Μη γνωρίζοντας προφανώς, τότε, τι εστί οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Αργότερα διαβάσαμε στον Φρόιντ ότι, σώνει και καλά, όλοι κατά βάθος τη μανούλα μας την καλή θέλουμε να απαυτώσουμε.

Το ήθος και η αξιοπρέπειά μου δεν μου επιτρέπουν να υπεισέλθω σε τραγικά σκανδαλιστικές λεπτομέρειες αυτής της, μονομερούς, βιαίως εξελιχθείσας πρώτης μας συνουσίας. Άλλωστε δεν το ξανασυζητήσαμε ποτέ, μέχρι που τελειώσαμε και το Λύκειο και χαθήκαμε με τον κολλητό μου, ο οποίος ζει απ’ τα 18 του στο Σίδνεί. Θυμάμαι, γιατρέ μου, ότι μετά την αποτρόπαια πράξη, συναντηθήκαμε στο κουζινάκι. «Τι έγινε;», τον ρώτησα με γουρλωμένα μάτια. «Την ξέσκισα!», κατάφερε να πει. «Κι εγώ της πέταξα τα μάτια έξω!», ανταπέδωσα. Τότε τα έντρομα μάτια μας διέκριναν τη σιδερένια σκάλα υπηρεσίας, που από το κουζινάκι οδηγούσε κάτω στην αυλή. Κιχ δεν βγάλαμε. Δραπετεύσαμε . Όπου φύγει, φύγει. Μαζέψαμε, χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα, τη σκηνή. Φύγαμε από την κεντρική παραλία και πήγαμε να κατασκηνώσουμε κάπου απόμερα. Στον Ορνό νομίζω, αν ενθυμούμαι καλά. Άλλες τρείς νύχτες μείναμε στην Μύκονο. Πηγαίναμε, χωρίς να το παραδεχτούμε ποτέ, τοίχο-τοίχο. Για να μην μας εντοπίσουνε οι Γερμανίδες, οι λυσσάρες.

Από εκεί ξεκίνησαν όλα τα προβλήματά μου, ντόκτορ. Το νιώθω. Και τα μετέφερα μετά στις γυναίκες, στις σχέσεις, στον γάμο. Νιώθω βρώμικος, γιατρέ μου. Γι’ αυτό κλαίω τώρα. Συγνώμη… Κατάφερα επιτέλους να το ξεστομίσω μετά από δώδεκα χρόνια συστημική ψυχοθεραπεία. Γ@μώ τον Λακάν σου μέσα, γ@μώ! Αντέχω τώρα, θα το πω να λυτρωθώ. Είμαι ένα βιασμένο παιδί. Αυτή που βλέπεις στη φωτογραφία με βίασε. Άνγκελα τη λένε. Μόνο τον Αλέξη και τον Γιάνη προειδοποίησα ότι κινδύνευαν. Νομίζω ότι, φέρθηκε το ίδιο πρόστυχα και σ’ αυτούς. Φοβάμαι.

Αφήστε μια απάντηση

This website uses cookies to improve your experience. We'll assume you're ok with this, but you can opt-out if you wish. Accept Read More

where to buy viagra buy generic 100mg viagra online
buy amoxicillin online can you buy amoxicillin over the counter
buy ivermectin online buy ivermectin for humans
viagra before and after photos how long does viagra last
buy viagra online where can i buy viagra